Ρωσία-Δύση: Όλα στο τραπέζι για την Ουκρανία

768

Η εβδομάδα που έρχεται είναι η πιο πυκνή σε διπλωματικά ραντεβού που έχει υπάρξει στα πρόσφατα χρονικά. Και η πιο κρίσιμη, αν σκεφτούμε ότι το επίδικο ζήτημα είναι η αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης, υπό το βάρος συσσωρευμένων εκκρεμοτήτων τριών δεκαετιών. Τα ρίσκα που παραμονεύουν τα υπογραμμίζει καθημερινά η πραγματικότητα της Ουκρανίας, όπου μια ανάφλεξη θα μπορούσε να οδηγηθεί σε γενικευμένο πόλεμο. Το δε τοπίο αλλάζει καθημερινά, αν κρίνουμε από τη μείζονα ανατροπή που συνιστά η επέμβαση τα προηγούμενα 24ωρα του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας στο παραδομένο στην αναταραχή Καζαχστάν.

Αλλεπάλληλες επαφές

Τη Δευτέρα, 10 του μηνός, πραγματοποιείται στη Γενεύη ο Στρατηγικός Διάλογος ΗΠΑ-Ρωσίας, στο φόντο του οιονεί τελεσιγράφου που επέδωσε η Μόσχα στις 15 Δεκεμβρίου υπό μορφήν δύο σχεδίων διεθνών συνθηκών στις οποίες αποτυπώνονται σε νομικά δεσμευτική γλώσσα οι ρωσικές “κόκκινες γραμμές” περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ και των δυνάμεών του προς Ανατολάς – πρωτίστως στην Ουκρανία.

Δύο ημέρες μετά, την Τετάρτη, θα συνεδριάσει στο ίδιο πλαίσιο, για πρώτη φορά από το 2019, το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας στις Βρυξέλλες, ενώ ο γ.γ. της Ατλαντικής Συμμαχίας, Γενς Στόλτενμπεργκ, θα έχει ήδη δεχθεί από τις αρχές της εβδομάδας τον Ουκρανό υπουργό Εξωτερικών, Ντμίτρο Κουλέμπα.

Στις 14 του μηνός η συζήτηση μεταφέρεται στη Βιέννη, στα αρμόδια όργανα του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, με αντικείμενο το καθεστώς ασφάλειας της Ουκρανίας και συνολικά των πρώην σοβιετικών κρατών, ενώ την ίδια στιγμή οι υπουργοί Εξωτερικών της Ε.Ε. θα ξεκινούν τη διήμερη άτυπη σύνοδό τους στη Βρέστη της προεδρεύουσας Γαλλίας.

Όλα αυτά στο πλαίσιο των δύο βιντεοδιασκέψεων που πραγματοποίησαν στις αρχές και στα τέλη Δεκεμβρίου οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντίμιρ Πούτιν, σε ένα κλίμα που προσδιορίζεται από τις καταγγελίες της Δύσης για ανησυχητική συσσώρευση στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, αλλά και από τη δεδομένη πεποίθηση του “ρεαλιστή” ενοίκου του Λευκού Οίκου ότι μεταξύ μεγάλων δυνάμεων η απευθείας επαφή των ηγετών είναι απαραίτητη.

Διπλό στοίχημα

Για την Ουάσινγκτον το στοίχημα είναι διπλό: από τα μια να επιβεβαιώσει το αρραγές του διατλαντικού μετώπου, κρατώντας (με τις απαραίτητες δόσεις νεοψυχροπολεμικής κινδυνολογίας) ευθυγραμμισμένη μιαν Ευρώπη επιρρεπή στους “πειρασμούς” της αναδυόμενης ευρασιατικής ολοκλήρωσης, όπου πρωταγωνιστούν η Κίνα και η Ρωσία. Και, από την άλλη, να οριοθετήσει την αντιπαράθεση με τη Μόσχα, αξιοποιώντας την επιπλέον για την ανάσχεση του Πεκίνου και κάθε άλλου νέου φορέα γεωπολιτικών φιλοδοξιών.

Με άλλα λόγια, ζητούμενο είναι ο “τετραγωνισμός του κύκλου”: η αποτροπή της έλευσης μιας πολυπολικής διεθνούς πραγματικότητας, χωρίς όμως επιστροφή στον παλαιό διπολισμό. Ή με διαφορετική διατύπωση: η επαναβεβαίωση του μεταπολεμικού συσχετισμού δυνάμεων (στον οποίο δύο παίκτες ήταν περισσότερο ίσοι από τους άλλους), χωρίς αναίρεση του μεταψυχροπολεμικού κεκτημένου, ήτοι της μετατροπής της Ρωσίας σε παράγοντα που δεν μπορεί να ασκεί βέτο.

Εξού και η “πολυφωνία” που επικρατεί στην Ουάσινγκτον, καθώς μεγάλα τμήματα του εκεί κατεστημένου, εθισμένα επί τρεις δεκαετίες στο “πνεύμα της αμερικανικής εξαίρεσης” και τη μονοπολικότητα, επιχειρούν να σαμποτάρουν (με τη βοήθεια και συνεργών τους στη Γηραιά Ήπειρο) κάθε λογική συνεννόησης, όπως αυτή που δείχνει να ξεδιπλώνει ο Μπάιντεν, ήδη από τη συνάντησή του με τον Πούτιν τον περασμένο Ιούνιο, προκρίνοντας την αναγκαία εσωτερική ανασυγκρότηση των ΗΠΑ και τη συλλογική αντιμετώπιση προκλήσεων όπως η οικονομική κρίση, η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, η τρομοκρατία κ.ο.κ.

Ζήτημα “αξιοπιστίας”

Σε κάθε περίπτωση, η Αμερική δεν έχει την πολυτέλεια να εμφανίζεται υποκύπτουσα σε ρωσικά “τελεσίγραφα” ή να παρακάμπτει συμμάχους (που ενίοτε είναι δομικά ρωσοφοβικοί, όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές Δημοκρατίες). Συνεπώς, η πιθανότερη διαπραγματευτική τακτική θα είναι η εξαγορά χρόνου και η προσπάθεια διεύρυνσης της ατζέντας, λ.χ. συσχετίζοντάς τη με τον έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών, του οποίου το προηγούμενο πλαίσιο αναιρέθηκε με αμερικανική ευθύνη και θα επιχειρηθεί να αναβιώσει σε τριμερή βάση, με τη συμπερίληψη περιορισμών και για την Κίνα.

Παράλληλα, για λόγους “αξιοπιστίας”, θα πρέπει η όποια διαπραγμάτευση να περιβληθεί με μια συνέχιση της ρητορικής των πρωτοφανών κυρώσεων που απειλείται να επιβληθούν στη Ρωσία, αν προωθηθεί στρατιωτικά στην Ουκρανία. Συμβαίνει, βέβαια, κανείς να μην ενδιαφέρεται για την ανάληψη της ευθύνης διαχείρισης του ουκρανικού χάους – ούτε ο Πούτιν. Και συμβαίνει επίσης να απειλούν αυτές οι κυρώσεις περισσότερο κάποιες ευρωπαϊκές οικονομίες παρά τη ρωσική. Διόλου τυχαία, ο Γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, διαμήνυσε ότι τον τελικό λόγο για τον δρομολογούμενο γερμανο-ρωσικό διάλογο τον έχει ο ίδιος και όχι η ατλαντίστρια υπουργός Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, των Πρασίνων.

Ακριβώς το ζήτημα της ετοιμότητας όλων των συμμάχων να προβούν σε κυρώσεις, αν χρειαστεί, βρέθηκε στο επίκεντρο της χθεσινής τηλεδιάσκεψης των υπουργών Εξωτερικών των χωρών του ΝΑΤΟ.

Με απελευθερωμένη γλώσσα κατά της “σαλαμοποίησης”

Από ρωσικής πλευράς, πάντως, μοιάζει να έχει γίνει η διάβαση ενός σημείου χωρίς επιστροφή. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσωπικά φροντίζει πάντοτε να καλλιεργεί μια πιο διαλλακτική ρητορική (αν και στη μαραθώνια συνέντευξη Τύπου που έδωσε για το τέλος της χρονιάς υπήρξε αρκούντως καταγγελτικός, λέγοντας μεταξύ άλλων για πρώτη φορά ότι η Δύση κινητοποίησε την ισλαμιστική τρομοκρατία στον βόρειο Καύκασο τη δεκαετία του ’90). Οι υφιστάμενοί του, πάλι, όπως ο υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, και οι αναπληρωτές του, μιλούν μια πρωτοφανώς απελευθερωμένη και υποτιμητική για τη Δύση γλώσσα.

Ενθαρρυμένη από τα εξοπλιστικά της επιτεύγματα και από την εμβάθυνση της συνεργασίας με την Κίνα, η Ρωσία θεωρεί ότι δεν έχει πλέον νόημα να αντιμετωπίζει τη Δύση υποχωρητικά και ότι οφείλει να ανακόψει την τακτική της “σαλαμοποίησης”, ήτοι της περικύκλωσής της μέσα από διαδοχικά μικρά, αλλά μη αντιστρεπτά βήματα.

Εν μία νυκτί

Το πόσα έχουν αλλάξει τελευταία αποτυπώνει και το ότι οι βίαιες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στο Καζαχστάν απαντήθηκαν (εν μέσω της ραστώνης των ρωσικών Χριστουγέννων) με νυχτερινή απόφαση του Οργανισμού Συλλογικής Ασφάλειας να πραγματοποιήσει για πρώτη φορά στην ιστορία του κοινή αποστολή ειρηνευτικών δυνάμεων σε κράτος-μέλος του, υπόθεση που προφανώς προϋποθέτει υφιστάμενη προεργασία, με την επίκληση “τρομοκρατικής απειλής τροφοδοτούμενης έξωθεν”.

Στην πραγματικότητα, η Μόσχα επιδιώκει μιαν επιστροφή στη λογική της “αδιαίρετης συλλογικής ασφάλειας”, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975, πρώτο βήμα προς τη δημιουργία του σημερινού ΟΑΣΕ. Όμως η Δύση αισθάνεται ακόμη πολύ ισχυρή για να συγκατατεθεί σε ό,τι χαρακτηρίζει ξεπερασμένη πολιτική των “σφαιρών επιρροής”.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας