Γιατί οι ΗΠΑ θα φτάσουν να θυμίζουν Ελλάδα

1166

Χάρη στη συμφωνία για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ ο οποίος επιτεύχθηκε την περασμένη εβδομάδα, η χώρα απέφυγε μια διαφαινόμενη αθέτηση χρέους ενώ απέμεναν μόνο λίγες ημέρες. Η συμφωνία ανέστειλε το ανώτατο όριο δανεισμού του ομοσπονδιακού αμερικανικού κράτους και προδιέγραψε με “σφραγίδα” την επόμενη αυτοπροκαλούμενη δημοσιονομική κρίση των ΗΠΑ για τον Ιανουάριο του 2025. Η Ουάσιγκτον, όπως φαίνεται, έχει αφαιρέσει τη δημοσιονομική πολιτική από την ατζέντα της μέχρι τις επόμενες εκλογές.

Δυστυχώς, η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να χαλαρώσει. Οι δημοσιονομικές προοπτικές είναι επικίνδυνα αρνητικές και η συμφωνία για το ανώτατο όριο χρέους ελάχιστα τη βελτιώνει. Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι συμφώνησαν, τελικά, να αποφύγουν την χρεοκοπία. Δεν είναι ωστόσο διόλου λιγότερο σημαντικό να συμφωνήσουν να σταθεροποιήσουν τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική θέση της χώρας.

Πορεία προς τον εκτροχιασμό

Οι πιο πρόσφατες προβλέψεις από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO) δείχνουν ελλείμματα άνω του 5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μέχρι εκεί που μπορεί να δει το μάτι.

Το σωρευτικό έλλειμμα τα επόμενα 10 χρόνια αναμένεται να φτάσει περίπου τα 20 τρισεκατομμύρια δολάρια – και η συμφωνία για το ανώτατο όριο χρέους μπορεί να μειώσει μόλις κατά 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια αυτό το σύνολο. Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να ανέρχεται, αγγίζοντας το 115% περίπου το 2033. Από εκεί και πέρα, θα συνεχίσει να αυξάνεται. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, σύμφωνα με τις παραδοχές του “ισχύοντος κανόνα” του CBO, το χρέος θα κατευθύνεται προς το 200% του ΑΕΠ.

Γιατί οι ΗΠΑ θα φτάσουν να θυμίζουν... Ελλάδα
Δίχως φρένα οι δημόσιες δαπάνες των ΗΠΑ, ακόμη και υπό τα πλέον αισιόδοξα σενάρια, τα επόμενα 30 χρόνια

Παρατηρήστε ότι αυτές οι προβλέψεις είναι, αν μη τι άλλο, αισιόδοξες. Λαμβάνουν ως υπόθεση την ύπαρξη σταθερής ανάπτυξης. Μια ήπια ύφεση θα μείωνε τα έσοδα και θα ωθούσε τον δανεισμό υψηλότερα ακόμη και χωρίς σκόπιμα δημοσιονομικά κίνητρα τόνωσης της οικονομίας. Μια οπισθοδρόμηση όπως το κραχ του 2008 ή η πανδημία των τελευταίων ετών θα έκανε το χρέος να εκτιναχθεί. Ακόμα κι αν όλα πάνε καλά, οι προβλέψεις υποθέτουν ότι οι φορολογικές περικοπές που θεσπίστηκαν από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ θα αντιστραφούν σε εύθετο χρόνο, όπως προβλέπει η νομοθεσία – κάτι που λίγοι στην Ουάσιγκτον αναμένουν πραγματικά να συμβεί.

Αναντιστοιχία

Η αναντιστοιχία μεταξύ αυτής της τρομακτικής προοπτικής και της τρέχουσας συζήτησης για τις δημοσιονομικές επιλογές είναι πλήρης. Κατά την επίτευξη της συμφωνίας για το ανώτατο όριο του χρέους, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι περιορίστηκαν σχεδόν εξ ολοκλήρου σε μέτριες περικοπές στις μη αμυντικές προαιρετικές δαπάνες. Αυτή η κατηγορία αντιπροσωπεύει περίπου το 15% των συνολικών δαπανών.

Οι λεγόμενες υποχρεωτικές δαπάνες (που περιλαμβάνουν την Κοινωνική Ασφάλιση και το Medicare) αποτελούν περισσότερο από το ήμισυ του συνολικού προϋπολογισμού – και αναμένεται να αναπτύσσονται ταχύτερα από την οικονομία τις επόμενες δεκαετίες. Μέχρι τα μέσα του αιώνα, οι δημόσιες δαπάνες για συνταξιοδοτικά επιδόματα και κρατικά προγράμματα υγείας θα υπερβαίνουν το καθένα από μόνο του το άθροισμα των προαιρετικών και των αμυντικών δαπανών.

Η σταθεροποίηση και, στη συνέχεια, η σταδιακή μείωση της αναλογίας του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ είναι ζωτικής σημασίας για να επιτρέπονται έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα όταν αυτά θα καθίστανται απαραίτητα. Πρέπει επίσης να προβλεφθούν άλλες απαιτήσεις για τις δημόσιες δαπάνες. Η επιδείνωση του γεωπολιτικού περιβάλλοντος ενδέχεται να απαιτήσει υψηλότερες δαπάνες για την άμυνα. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής πιθανότατα θα απαιτήσει πρόσθετες δημόσιες επενδύσεις στην καινοτομία και τις υποδομές. Η πληρωμή γι’ αυτές τις προτεραιότητες με ταυτόχρονη αποκατάσταση του δημοσιονομικού χώρου και της σταθερότητας απαιτεί μια συνολική αναθεώρηση. Οι φόροι, συμπεριλαμβανομένων των νοικοκυριών μεσαίου εισοδήματος, δεν μπορούν να εκτροχιαστούν, ενώ φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και το Medicare.

Προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε

Οι ΗΠΑ καταπιάστηκαν για τελευταία φορά με μια αναθεώρηση αυτού του είδους το 2010, όταν ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα δημιούργησε την Εθνική Επιτροπή για τη Δημοσιονομική Υπευθυνότητα και Μεταρρύθμιση – την Επιτροπή Simpson-Bowles, όπως ονομάστηκε από τους συμπροέδρους της, Ρεπουμπλικανό και Δημοκρατικό αντίστοιχα. Παρήγαγε ένα καλό σχέδιο για την εξυγίανση του προϋπολογισμού, ακολουθώντας την αρχή ότι τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται έγκαιρα και σε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών μπορεί να είναι πολύ πιο ήπια από τις μεταρρυθμίσεις που καθυστερούν ή επικεντρώνονται υπερβολικά σε συγκεκριμένα προγράμματα. Δυστυχώς, οι προτάσεις της επιτροπής δεν κέρδισαν την υποστήριξη της απαιτούμενης υπερπλειοψηφίας των μελών της και ως επί το πλείστον εγκαταλείφθηκαν.

Από τότε, η κατάσταση μονάχα επιδεινώνεται. Οι πιθανότητες για καλύτερα αποτελέσματα αυτή τη φορά είναι ισχνές, ωστόσο ας σκεφτεί κανείς την εναλλακτική. Η Ουάσιγκτον έλυσε το άμεσο δημοσιονομικό πρόβλημα συμφωνώντας, ουσιαστικά, να μην κάνει σχεδόν τίποτε. Αν επιμείνουν οι τρέχουσες τάσεις, το να μην κάνεις τίποτε θα πάψει τελικά να αποτελεί επιλογή – και όταν συμβεί αυτό, η θεραπεία θα είναι πολύ πιο επώδυνη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας