Αποκαλυπτικό ντοκουμέντο: Μεταπολίτευση made in USA

1137

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΠΡΟΣ “ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ” ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1974

Μεταπολίτευση made in USA:
Τό παρασκήνιο τής Αμερικανικής Παρέμβασης προς Αποκατάσταση τής Δημοκρατίας στην Ελλάδα τό 1974. (για μια πολιτισμικά αυτοπροσδιοριζόμενη Ελληνική Εκπαίδευση)

Συγγραφέας: John D. Pappas

Suggested citation:
Pappas, John D. “Μεταπολίτευση made in USA: Τό παρασκήνιο τής Αμερικανικής Παρέμβασης προς Αποκατάσταση τής Δημοκρατίας στην Ελλάδα τό 1974,” Issues of Hellenic History (Θέματα Ελληνικής Ιστορίας) Απρ. 2019.
ΕΞΩΦΥΛΛΟ: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (αριστερά) δίδει τόν όρκο αναλήψεως τών καθηκόντων πρωθυπουργού τής Ελλάδος, στις 4:15 π.μ. τής 24ης Ιουλίου 1974, ενώπιον τού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σεραφείμ (δεξιά) και τού τότε «Προέδρου τής Δημοκρατίας» Στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη (κέντρο).

Η γλώσσα τού κειμένου εφαρμόζει τούς εννέα (9) κανόνες που προσδιορίζονται στη δημοσιευμένη ιστορική μονογραφία με τίτλο Περί Παιδείας Παρακαταθήκη Ιωάννου Καποδίστρια στο σχετικό παράρτημα τής μονογραφίας (σσ. 46-47) εδώ: https://www.academia.edu/36536290/The_Kapodistrian_Legacy_on_Education

ΤΟ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΠΡΟΣ “ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ” ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟ 1974

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (αριστερά) και η «Ιωαννιδική» ηγεσία τών Ενόπλων Δυνάμεων (25 Νοεμβρίου 1973 – 19 Αυγούστου 1974)—εξ αριστερών προς τα δεξιά: ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γ. Μπονάνος, ο Αρχηγός Αεροπορίας Αντιπτέραρχος Α. Παπανικολάου, ο Αρχηγός Ναυτικού Αντιναύαρχος Π. Αραπάκης και ο Αρχηγός Στρατού Αντιστράτηγος Α. Γαλατσάνος.

I. Μεταπολίτευση made in USA (1974)

 

Στις 8 Φεβρουαρίου 1974—διόμισυ μήνες μετά τήν Εξέγερση τού Πολυτεχνείου—ο Πρέσβυς Henry J. Tasca απέστειλε από τήν Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα ένα τηλέγραμμα στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον, τό οποίο αναστάτωσε τότε τήν πολιτική και στρατιωτική ηγεσία τής δυτικής Υπερδυνάμεως. Τό μήνυμα τού πρέσβεως, που ήταν απόρρητο και επείγον («SECRET / PRIORITY»), έθεσε ένα ζήτημα όχι απλώς εξωτερικής πολιτικής αλλά μείζονος εθνικής ασφαλείας τών Η.Π.Α. στην Ν.Α. Ευρώπη και στη Μεσόγειο στην ψυχροπολεμική εποχή: Ο Αμερικανός πρέσβυς πληροφορούσε τήν ηγεσία τών Η.Π.Α. ότι τό Ιωαννιδικό χουντικό καθεστώς προκαλούσε μια ποιοτική αυτοδιάλυση τών Ελληνικών Ένοπλων Δυνάμεων ήτοι μια δραστική μείωση ή και εκμηδένιση τού αξιόμαχου όλων τών Ελληνικών Όπλων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας) με συνακόλουθη συνέπεια μια αντιστοίχως δραστική απομείωση τής αποτρεπτικής ισχύος τής Ν.Α. πτέρυγος τού ΝΑΤΟ.

1. Οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις
υπό διάλυση τό 1974.

Σύμφωνα με τόν Αμερικανό Πρέσβυ Tasca, “τό πραξικόπημα τής 25ης Νοεμβρίου 1973” προέβη “σε μια καταφανή εκκαθάριση και προήγαγε πολύ άπειρους αξιωματικούς σε υψηλότατες θέσεις τής ηγεσίας”—“όλοι οι αντιστράτηγοι έχουν μόλις έξι ή λιγότερους μήνες στόν παρόντα βαθμό τους”.1 Κατά συνέπεια, “η συνέχεια” τής στρατιωτικής διοικήσεως “απουσιάζει παντελώς” και αντ’ αυτής επικρατεί “μείωση σεβασμού στη διοικητική ιεραρχία και μια ατμόσφαιρα αβεβαιότητας εντός τού Στρατεύματος.” Σε αυτό μάλιστα τό πλαίσιο, η μεν “ικανότητα τού Ναυτικού ως μαχητικής δυνάμεως” τίθεται πλέον “υπό αμφισβήτηση,” η δε “Ελληνική Πολεμική Αεροπορία δεν διαθέτει ούτε έμπειρους ούτε καινοτόμους αξιωματικούς που να διασφαλίζουν μια αποτελεσματική ηγετικότητα σε τακτικό/ επιχειρησιακό επίπεδο”.2 Η μείωση μάλιστα τού αξιόμαχου τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είχε προσλάβει τότε μια ανεξέλεγκτη (χαοτική) δυναμική, διότι σύμφωνα με τόν Tasca “oι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις πιθανόν θα συνεχίσουν 3 να υποβαθμίζονται όσον αφορά στη συνολική στρατιωτική-επιχειρησιακή αποτελεσματικότητά τους.” Γενικά, σύμφωνα με τόν Tasca, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις κατά τήν χουντική περίοδο είχαν “καταστεί ένα σύμβολο καταστολής,τυραννίας και ασυδοσίας” και, επομένως, υπό τήν τότε “κατάσταση και διάταξή τους, η διασύνδεσή τους με τό ΝΑΤΟ και τίς Η.Π.Α.” παρέμενε τότε “δυσοίωνη για τά μελλοντικά συμφέροντα ασφαλείας τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα.” (παρακάτω Αποχαρακτηρισμένο Έγγραφο #9).
Εις επίρρωση τών παραπάνω, ο Tasca απέστειλε και ένα δεύτερο συναφές απόρρητο τηλέγραμμα από τήν Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα προς τό Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον, μετά από έναν ακριβώς μήνα (στις 8 Μαρτίου 1974), όπου επανεδήλωνε ότι η “Ιωαννιδική χούντα έχει αποδυναμώσει τίς Ένοπλες Δυνάμεις,” και “έχει κατορθώσει να ανδρεικελοποιήσει τήν ανώτατη στρατιωτική ηγεσία,” είναι δε ενδεχόμενο να “επιβάλει πολιτικές σε θέματα αμύνης και εξωτερικής πολιτικής, καθώς και σε εσωτερικούς, πολιτικούς και οικονομικούς τομείς, οι οποίες θα μπορούσαν … να επηρεάσουν δυσμενώς τά εθνικά μας συμφέροντα.” (Αποχαρακτηρισμένο Έγγραφο #11).

2. Η Ελλάδα σε χαοτική περιδίνηση
τό 1974.

Ως αποτέλεσμα τής «παρέμβασης Tasca», προγραμματίσθηκε τότε μια ευρεία διάσκεψη Εθνικής Ασφαλείας στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στην Ουάσινγκτον για τίς 20 Μαρτίου 1974. Στη διάσκεψη, όπου θα προήδρευε ο Henry Kissinger, υπό τήν διπλή ιδιότητά του ως Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας και Υπουργός Εξωτερικών τών Η.Π.Α., θα συμμετείχε και ο Πρέσβυς Tasca μαζί με ανώτατους αξιωματούχους4 τού Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας (NSC) και τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α.
Εις προετοιμασία δε τής διάσκεψης εκπονήθηκε ειδική μελέτη, υπό τόν τίτλο «Υπόμνημα Δράσεως» (Action Memorandum), περί τής “Πολιτικής τών Η.Π.Α. έναντι τής Ελλάδος”, από τό Προσωπικό για τόν Σχεδιασμό Πολιτικής τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α., η οποία περιελάμβανε ένα αναλυτικό Προσάρτημα (Attachment) με ημερομηνία5 19 Μαρτίου 1974. Γενικά, σε εκείνο τό Προσάρτημα, διαπιστώνεται ότι “η διάδοχη χούντα” Ιωαννίδη-Μπονάνου “είναι πιο οδυνηρή και λιγότερο ικανή” από “τό καθεστώς Παπαδόπουλου”—που και αυτό “απέτυχε τελικά να ανταποκριθεί στις πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις τής Ελλάδος”—και, κατά συνέπεια, “θα αποτύχει πιο ζοφερά και πιο γρήγορα, με βαρύνουσες συνέπειες για τήν ισχύ και τήν σταθερότητα τής Ελλάδος,” επομένως και για τά “μακροπρόθεσμα συμφέροντα” τών Η.Π.Α. Μία μάλιστα από αυτές τίς συνέπειες είναι ότι τό Ιωαννιδικό “καθεστώς όχι μόνο απομειώνει σοβαρά τό κύρος τού Ελληνικού Στρατού στην Κοινή Γνώμη αλλά και διασπά τό Στράτευμα σε φατρίες και κατά συνέπεια υπονομεύει τό αξιόμαχό του.”
Τό Υπόμνημα προβλέπει μάλιστα πτώση τής χούντας Ιωαννίδη αφ΄ εαυτής εντός έτους επί λέξει ως εξής: “Τό προσδόκιμο ζωής τού καθεστώτος Ιωαννίδη δεν είναι καλό—ένα έτος θα ήταν πιθανώς μια γενναιόδωρη εκτίμηση—διότι και άλλοι στρατιωτικοί μπορεί να μπουν στον πειρασμό να ανατρέψουν μια χούντα που δεν έχει καμία λαοφιλή βάση.” Δηλαδή τό Υπόμνημα υποδηλώνει ότι η Ελλάδα περιδινούτο τότε χαοτικώς σε έναν φαύλο κύκλο «μπανανιακού τύπου», με τήν μια βραχύβια χούντα να διαδέχεται τήν άλλη, και τήν κάθε επομένη χούντα να είναι χειρότερη από τήν προηγουμένη, θέτοντας σε όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο τήν συνοχή τής Ν.Α. πτέρυγος τού ΝΑΤΟ και “μακροπρόθεσμα συμφέροντα τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα” (Μερικώς Αποχαρακτηρισμένο Έγγραφο #10).

3. Εισήγηση για παρέμβαση τών Η.Π.Α.
στην Ελλάδα.

Προς στοιχειώδη διασφάλιση αυτών τών (μακροπρόθεσμων) συμφερόντων ασφαλείας, εκείνο τό Υπόμνημα Δράσεως εισηγείται μια ενδεχομένη παρέμβαση τών Η.Π.Α. προς έξοδο τής Ελλάδος από εκείνον τόν φαύλο κύκλο, ήτοι προς αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, διότι “τό πιο φυσικό και επομένως ίσως πιο σταθερό σύστημα για τήν Ελλάδα είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία τού είδους που εξελίσσετο καταλλήλως πριν από τό πραξικόπημα Παπαδόπουλου—οι Έλληνες είχαν τελικά κατορθώσει να εκλέξουν ένα πλειοψηφούν κόμμα, τήν Ένωση Κέντρου τού Γεωργίου Παπανδρέου, κατά τίς τελευταίες ελεύθερες εκλογές τό 1964.” 6
Δηλαδή τό Υπόμνημα Δράσεως όχι μόνον υιοθετούσε πλήρως τίς απόψεις τού Tasca περί αποδυναμώσεως τού αξιόμαχου τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και τής Ν.Α. πτέρυγος τού ΝΑΤΟ από τήν Ελληνική χούντα, αλλά επιπροσθέτως εισηγείτο ως λύση σε εκείνο τό πρόβλημα μια δραστική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική τών Η.Π.Α., τουλάχιστον όσον αφορά τήν Ελλάδα, από πολιτική επιφαινομένης αποστασιοποίησης (hands-off approach) σε ενεργώς παρεμβατική πολιτική (interventionist approach), προκειμένου να αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Ελλάδα.7

Εκείνη η φιλελεύθερη (φιλοδημοκρατική) εισήγηση τού Υπομνήματος Δράσεως ήταν ρηξικέλευθη εκείνη τήν εποχή, διότι τότε οι Η.Π.Α. παρενέβαιναν ενίοτε σε ξένες χώρες προκειμένουν μάλλον να καταλύουν παρά να αποκαθιστούν δημοκρατίες.8 Επί πλέον, τό Υπόμνημα Δράσεως επεσήμαινε ότι η αποκατάσταση τής Ελληνικής δημοκρατίας επεβάλλετο λόγω τού περί αυτής διογκουμένου ή και ανεξέλεγκτου Φιλελληνισμού στο Αμερικανικό Κονγκρέσσο, σε Μ.Μ.Ε., και σε Κυβερνήσεις χωρών-μελών τού ΝΑΤΟ, επί λέξει ως εξής: “Πολλοί Αμερικανοί και άλλοι ξένοι ενδιαφέρονται για τήν Ελλάδα. Η καρδιά τού Λόρδου Βύρωνα χτυπά ακόμα σε πολλά στήθη και η παρόρμηση να «κάνουμε κάτι για τήν Ελλάδα» είναι συχνά σχεδόν ανεξέλεγκτη.”
Εν τούτοις, τό Υπόμνημα Δράσεως επεσήμαινε και υπεδήλωνε μια δυσοίωνη (εν δυνάμει καταστροφική) πτυχή τού Ελληνικού Ζητήματος τότε, ήτοι ότι τό “Ιωαννιδικό καθεστώς” και γενικά “αυτός ο τύπος καθεστώτος είναι απίθανο να παραδώσει τήν εξουσία στους πολιτικούς οικειοθελώς”—εκτός και αν η χούντα εξηναγκάζετο προς τούτο από κάποια εξωτερική εθνική κρίση, ελεγχόμενη μεν στην καλύτερη περίπτωση, χαοτικώς ανεξέλεγκτη δε στη χειρότερη…
Σε αυτήν τήν βάση, τό Υπόμνημα Δράσεως εισηγείτο ότι “είναι πλέον καιρός να αναπτύξουμε μια γενική προσέγγιση τών ΗΠΑ έναντι τής νέας [χουντικής] Κυβερνήσεως” τής Ελλάδος, ήτοι ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσεως, βάσει “συνειδητών, πλήρως προειλημμένων αποφάσεων από τήν πλευρά μας ως προς τό τί εξυπηρετεί καλύτερα τά άμεσα και τά μακροπρόθεσμα Αμερικανικά συμφέροντα στην Ελλάδα” —και όχι “βάσει επισυσσώρευσης μικρών ad hoc αποφάσεων”—σχετικά με όλα τά συναφή μείζονα ζητήματα, όπως η αποκατάσταση δημοκρατίας στην Ελλάδα, η Ελληνο-Τουρκική διένεξη στο Αιγαίο, και τό Κυπριακό Ζήτημα.

4. Αντιπαράθεση Τasca – Kissinger.

Η πρώτη επίσημη αντίδραση τής Κυβερνήσεως τών Η.Π.Α. στο ως άνω από 8 Φεβρουαρίου 1974 τηλέγραμμα από τήν Αμερικανική Πρεσβεία στην Αθήνα, ήταν η αποστολή ενός απορρήτου απαντητικού τηλεγράμματος (υπ’ αριθμ. 43153) στις 4 Μαρτίου 1974, από τό Υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον προς τήν Αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα, τό οποίο συνιστούσε μεν στον Αμερικανό πρέσβυ να εκφράσει, ενώπιον τής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας τής Ελλάδος, “τό πάγιο ενδιαφέρον τών Η.Π.Α. για τήν διατήρηση τής ακεραιότητος τών Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων” (the long-standing U.S. interest in maintaining the integrity of the Greek military), παράλληλα όμως επανελάμβανε τήν επίσημη (εκπεφρασμένη) πολιτική τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Μεταπολίτευση made in USA.
Η.Π.Α. περί αποφυγής “άμεσης ανάμειξης” τών Η.Π.Α. “στα εσωτερικά πολιτικά ζητήματα τής Ελλάδος” (refrain from direct involvement in the internal politics of Greece). Εκείνη τήν θέση περί επιφαινομένης μη-παρεμβατικότητας τών Η.Π.Α. στη χουντοκρατούμενη Ελλάδα, ο Henry Kissinger θα τήν υπεστήριζε σθεναρώς και στη ως άνω ευρεία διάσκεψη στο Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. στις 20 Μαρτίου 1974.
Απεναντίας όμως στη διάσκεψη, ο Αμερικανός Πρέσβυς Tasca υπεστήριξε με παρρησία ότι οι Η.Π.Α. είχαν εθνικό συμφέρον να εφαρμόσουν κατ’ εξαίρεση—ήτοι κατά παρέκκλιση από τήν πάγια Αμερικανική εξωτερική πολιτική επιφαινομένης μη-παρεμβατικότητας τών Η.Π.Α. έναντι άλλων χωρών—μια παρεμβατική πολιτική στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τόν Τasca, οι Η.Π.Α. θα έπρεπε, κατ’ αρχήν, να διακηρύξουν “δημοσίως ότι είμαστε υπέρ τής δημοκρατίας στην Ελλάδα.” και να καταστήσουν “σαφές ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν ρόλο στην Ελλάδα”. Ο Tasca βάσισε τήν επιχειρηματολογία του κυρίως επί τής“μοναδικότητος” τής Ελλάδος, ως εξής (Αποχαρακτηρισμένο Έγγραφο #12):
“ Η Ελλάδα, δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη χώρα, επειδή οι Έλληνες είναι ένα έθνος που έχει ιστορία και πολιτισμική παράδοση και έναν χώρο που διαφέρουν [από εκείνα άλλων εθνών], επειδή η Ελλάδα και ο Eλληνικός λαός—όσον αφορά στη θέση του και τήν κοινή γνώμη στη Δυτική Ευρώπη—είναι εν πολλοίς μοναδικοί. […] Επειδή η Ελλάδα είχε έναν ξένο παράγοντα από τό 1821, από τήν Επανάσταση [1821-1830]. Συμμετέχουμε ενεργά σε ξένα ιδρύματα και θεσμούς στο εσωτερικό τής Ελλάδος, είτε σάς αρέσει είτε όχι. Είμαστε όλοι μέρος τού αξιακού τους συστήματος, μέρος τής πολιτικής τους εξέλιξης.” Προκειμένου δε να ενισχύσει περαιτέρω τήν φιλελληνική του επιχειρηματολογία, ο Tasca ανεφέρθη μεταξύ άλλων στην απειλή νομοθετικής παρέμβασης τού Κονγκρέσσου υπέρ τής αποκαταστάσεως τής δημοκρατίας στην Ελλάδα—π.χ. με αναστολή παροχής εξοπλισμών στο Ιωαννιδικό καθεστώς— σε περίπτωση που τό Υπουργείο Εξωτερικών τών Η.Π.Α. συνέχιζε τήν (φιλοχουντική) πολιτική του στην Ελλάδα, “δεδομένου μάλιστα ότι και τό Κονγκρέσσο τών Ηνωμένων Πολιτειών κατέστησε σαφές ότι εάν δεν σημειώσουμε πρόοδο υπό αυτή τήν έννοια δεν θα μπορέσουμε ούτε καν να διατηρήσουμε τίς σχέσεις ασφαλείας μας με τήν Ελλάδα.”
Παρότι όμως οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη έτειναν «ευήκοον ους» στα επιχειρήματα τού Tasca, εν τούτοις ο Henry Kissinger δεν εφαίνετο να πείθεται ότι είτε η “μοναδικότητα” τής Ελλάδος είτε η απειλή παρέμβασης από τό Κονγκρέσσο αποτελούν επαρκείς λόγους για αλλαγή τής Αμερικανικής πολιτικής έναντι τής Ελλάδος. Αφού ο Tasca είχε πλέον ολοκληρώσει τά επιχειρήματά του για παρέμβαση τών Η.Π.Α. στην Ελλάδα προς κατάλυση τής χούντας, ο Kissinger συνόψισε τήν θέση του, περί μη-παρεμβατικής πολιτικής έναντι τής Ελλάδος, επί λέξει ως εξής:
“ Βασικά εδώ διεξάγουμε εξωτερική πολιτική, όχι εσωτερική πολιτική. Δεν παλινωδούμε με τίς χώρες. Τώρα, πριν αλλάξουμε αυτήν τήν πολιτική, θέλω να ακούσω κάποιους επιτακτικούς λόγους περί τού γιατί θα έπρεπε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Τώρα, θα μπορούσε να ισχύει ότι η Ελλάδα αποτελεί μια ειδική περίπτωση—δεν έχω αντιρρήσεις επ’ αυτού. Είμαι πλήρως ανοιχτόμυαλος επ’ αυτού. Αλλά δεν υφίσταται κίνδυνος διολισθήσεώς μου σε αυτή μου τήν θέση [περί μη-παλινωδίας]. Αυτή είναι η [μη-παρεμβατική] θέση μου.”

Τότε ο Υφυπουργός Εξωτερικών Joseph J. Sisco, επανέθεσε σε πραγματιστική βάση τό Ελληνικό Ζήτημα ενώπιον τών διασκεπτομένων, επαναδιατυπώνοντάς το υπό τό πρίσμα στρατηγικών “συμφερόντων ασφαλείας” τών Η.Π.Α., με τό επιχείρημα ότι η παρούσα (φιλοχουντική) πολιτική τών Η.Π.Α. έναντι τής Ελλάδος υποθήκευε όχι μόνον μακροπρόθεσμα αλλά επίσης μεσοπρόθεσμα ή και βραχυπρόθεσμα αμερικανικά συμφέροντα (στο ορατό ή ακόμη και εγγύς μέλλον αντίστοιχα) στη Ν.Α. Ευρώπη και τήν Μεσόγειο, δεδομένου ότι τό Ιωαννιδικό καθεστώς “ίσως κατά πάσα πιθανότητα απωλέσει τήν εξουσία σε ένα χρόνο από τώρα,” όπως προβλέπεται στο ως άνω Υπόμνημα Δράσεως. Επομένως, σύμφωνα με τόν Sisco, τό ερώτημα που έπρεπε να απαντηθεί στη διάσκεψη ήταν πολύ συγκεκριμένο και εξειδικευμένο, ήτοι πώς οι Η.Π.Α. θα μπορούσαν να αποτρέψουν “ό,τι προκύψει ένα χρόνο από τώρα από τό να εξελιχθεί σε μια Κυβέρνηση «Κανταφικού» τύπου ή έστω σε μια αντι-αμερικανική Κυβέρνηση;”
Η παρέμβαση τού Sisco ήταν καταλυτική: Ακόμη και ο Kissinger συνετάχθη τότε με τήν άποψη Tasca για μια κατ’ εξαίρεση παρέμβαση τών Η.Π.Α. προς αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, και μάλιστα ως ζητήματος, που σύμφωνα με τόν Sisco επέτασσε μια επείγουσα (εντός τού 1974) αλλαγή τής πολιτικής τών Η.Π.Α. έναντι τής χούντας. Εντούτοις, ο Kissinger επεσήμανε—και εδώ άρχισαν τά δύσκολα—ότι πριν οι Η.Π.Α. παρέμβουν στην Ελλάδα, έπρεπε να προκαθορίσουν επακριβώς τήν διάδοχη (δημοκρατική) κυβέρνηση, διότι, σύμφωνα με τόν Kissinger, “αν η τελική κρίση μας είναι ότι αυτή η [δικτατορική] Κυβέρνηση πρόκειται να τροποποιηθεί ουσιαστικά, τότε είναι σημαντικό για εμάς να γνωρίζουμε [εκ τών προτέρων] με ποιον θα έχουμε να κάνουμε [στη «μετα-δικτατορική» εποχή].”

5. Μεταπολίτευση Μπονάνου-Καραμανλή.

Μετά τήν διάσκεψη, αρμόδιες υπηρεσίες πληροφοριών—τού Υπουργείου Εξωτερικών (ΙΝR κ.τ.λ), τού Πενταγώνου (DIA) και τής CIA—εξεπόνησαν ένα Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα (Interagency Intelligence Memorandum), με ημερομηνία 18 Απριλίου 1974 (σχεδόν τρεις μήνες πριν τό Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο), προκειμένου να προσδιορίσουν (ή μάλλον προκαθορίσουν) επακριβώς και εκ τών προτέρων (όπως ζήτησε ο Kissinger στη διάσκεψη) ποία θα ήταν η διάδοχη κυβέρνηση αμέσως μετά τήν κατάλυση τής δικτατορίας τού Ιωαννίδη, εάν οι Η.Π.Α. παρενέβαιναν ενεργητικά (προσκηνιακά ή παρασκηνιακά) προς αυτόν τόν σκοπό.
Επτά εκ τών βασικών επισημάνσεων που συμπεριλαμβά-νοντο στο Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα ήσαν οι εξής (Μερικώς Αποχαρακτηρισμένο Έγγραφο #13):
5.1. Καθεστώς Ιωαννίδη. Η κατάλυση τού καθεστώτος Ιωαννίδη εθεωρείτο ούτως ή άλλως αναπόφευκτη και επικειμένη εντός τού 1974. Συγκεκριμένα, “η έλλειψη ταλέντου, η εχθρότητα τής κοινής γνώμης 9 [κατά τής χούντας] και ο στρατιωτικός φατριασμός τού καθεστώτος, θα επιφέρουν τήν πτώση τού Ιωαννίδη μάλλον σύντομα.” Επί πλέον, η πτώση τού Ιωαννίδη επεβάλλετο να επιταχυνθεί, προς διασφάλιση τών Αμερικανικών συμφερόντων στη Ν.Α. Ευρώπη, διότι “τό καθεστώς Ιωαννίδη” ήταν “πιο τυχοδιωκτικό από τόν προκάτοχό του σε σχέση με τήν Κύπρο και τήν Τουρκία και πιο ακραία εθνικιστικό στις σχέσεις του με τίς Η.Π.Α.” Ο δε συνδυασμός αυτών τών στοιχείων προκαλούσε “ακόμη περισσότερα προβλήματα για τίς ΗΠΑ από εκείνα που ανέκυψαν από τό καθεστώς Παπαδόπουλου.”

5.2. Στρατοκρατική δίνη. Τό επιτακτικό πρόβλημα (απειλή) για τά εν λόγω Αμερικανικά συμφέροντα τότε, ήταν ο κίνδυνος να διολισθήσει η Ελλάδα στο έρεβος μιας ατέρμονης αλληλοδιαδοχής βραχυβίων στρατιωτικών καθεστώτων διότι, ceteris paribus (χωρίς δηλαδή παρέμβαση τών Η.Π.Α.), “όταν [η χούντα Ιωαννίδη] απέλθει, θα αντικατασταθεί κατά πάσα πιθανότητα από μια νέα κλίκα στρατιωτικών συνωμοτών, παρομοίως εξοικειωμένη με τίς συνωμοσίες αλλά στερουμένη διοικητικών δεξιοτήτων.” Τότε όμως “θα μπορούσε να επισυμβεί ακόμη και μια διαδοχή στρατιωτικών πραξικοπημάτων.”

5.3. Ελληνικός αντι-Αμερικανισμός. Προεβλέπετο ευλόγως έκρηξη λαϊκού και πολιτικού αντι-Αμερικανισμού στην Ελλάδα στο μέλλον, λόγω “παρελθόντων πολιτικών τών Η.Π.Α.,” δεδομένου ότι “η βούληση τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως να συνεχίσει να συναλλάσσεται με τούς στρατοκράτες [τής χούντας] δεν είναι δημοφιλής σε κοινοβουλευτικούς πολιτικούς τής Ελλάδος”. Σε περίπτωση μάλιστα “που ο Ανδρέας Παπανδρέου επέστρεφε στη χώρα για να ηγηθεί ενός νέου Ελληνικού καθεστώτος, πιθανόν τότε θα χρησιμοποιούσε τήν υποστήριξη τών ΗΠΑ στην κυβέρνηση Ιωαννίδη ως πρόσχημα για δράση εναντίον τών Η.Π.Α.”.

5.4. Λύση Καραμανλή. Σε αυτό τό πλαίσιο, ο μοναδικός πολιτικός ηγέτης που συνιστάτο να αναλάβει λυσιτελώς τήν οριστική έξοδο τής Ελλάδος από τήν στρατοκρατική της δίνη ήταν ο Καραμανλής,10 διότι μεταξύ άλλων “δεν πιθανολογείται ότι ένα καθεστώς Καραμανλή θα επιδείξει δυσαρέσκεια έναντι παρελθουσών πολιτικών τών Η.Π.Α. πλήττοντας μείζονες δεσμούς [τής Ελλάδος] με τήν Ουάσινγκτον.” Επί πλέον, “ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής” παρέμενε “η επιλογή πολλών στο εσωτερικό τής Ελλάδος ως μια εναλλακτική λύση στο στρατιωτικό καθεστώς”. Επειδή δε ο Καραμανλής “ίσως αισθάνετο” ή προέβλεπε“ότι οι στρατιωτικοί κυβερνήτες μπορεί να στραφούν προς αυτόν για βοήθεια,” δεν είχε προβεί “σε δημόσια καταγγελία” μέχρι τότε “κατά τού καθεστώτος από τήν αυτοεπιβαλλομένη εξορία του στο Παρίσι.” 11

5.5. Περιορισμένη δημοκρατία; Τό ακανθώδες πρόβλημα για μια μετάβαση από τό (δικτατορικό) “καθεστώς Ιωαννίδη” σε (δημοκρατικό) “καθεστώς Καραμανλή” ήταν ότι “όλες οι στρατιωτικές φατρίες είναι ενωμένες κατά τό ότι απορρίπτουν τήν επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή,” διότι οι Έλληνες αξιωματικοί “φοβούνται ότι η επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή θα οδηγούσε σε πολιτική αναρχία. Συνεπώς, θα υπεστήριζαν μια περιορισμένη μορφή πολιτικής ελευθερίας ώστε να αποτραπεί ο τύπος ευρείας πολιτικής ελευθερίας (political free-far-all) που επικρατούσε πριν τήν κατάληψη τής εξουσίας από τόν Στρατό τό 1967.” Αλλά όμως ο Καραμανλής “δεν θα επέστρεφε παρά μόνο εάν τού παρασχεθεί μια ελευθερία πολιτικών χειρισμών (a free hand)—κάτι με τό οποίο ο Στρατός θα ήταν δύσκολο να συναινέσει.” Δηλαδή οι προθέσεις τών Ελλήνων αξιωματικών (ακόμη και τών “Μετριοπαθών”) ήσαν τότε μάλλον ασύμβατες με τόν ηγετικό χαρακτήρα τού Καραμανλή.

5.6. Kύπρος. Τό ενδιαφέρον τού Ιωαννίδη “για τήν μοίρα τού νησιού” ήταν “ιδιαίτερο” αλλά συνδυάζετο “με μια βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης του έναντι τού Μακαρίου και μια υπερβολική άποψή του περί Κομμουνιστικής απειλής στην Κύπρο”. Κατά συνέπεια, ο Ιωαννίδης “θα μπορούσε ίσως σε κάποιο μετέπειτα στάδιο να αποπειραθεί να εκδιώξει τόν Μακάριο. Μια τέτοια κίνηση, θα προκαλούσε μεγάλη ένταση στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις, και τότε οι Η.Π.Α. θα αντιμετώπιζαν τό δύσκολο έργο (difficult task)12 να αποκλιμακώσουν τήν αντιπαράθεση μεταξύ δύο συμμάχων τού ΝΑΤΟ.”

5.7. Ρόλος Μπονάνου; Πέραν τού Ιωαννίδη, ο μόνος εκ τών αξιωματικών τής χούντας, στον οποίο αναφέρεται τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα, και μάλιστα κατ’ επανάληψη, ως εν δυνάμει ανατροπέα13 τού Ιωαννίδη, είναι ο τότε Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγός Γρηγόριος Μπονάνος, υπό τό πρίσμα ότι εθεωρείτο ο “εναλλακτικός ηγέτης, που θα μπορούσε τελικά” ακόμη και “να διεκδικήσει ο ίδιος τήν εξουσία”—παρότι ήταν υποστηρικτής τού Ιωαννίδη (“υπ’ αριθμ. 2” τής χούντας)—και επί πλέον ηγείτο τής (φιλοΝΑΤΟϊκής) “Μετριοπαθούς” φατρίας, αντιθέμενος προς τήν (ουδερόφιλη) φατρία τών ακραίων εθνικιστών (“Κανταφικών”) τής χούντας Ιωαννίδη.

Βέβαια τό πρόβλημα παρέμενε: Ακόμη και εάν ο Στρατηγός Μπονάνος, ανέτρεπε τόν Ιωαννίδη με υποκίνηση και υποστήριξη από τίς Η.Π.Α., και επρότεινε να παραδώσει τήν εξουσία στον Καραμανλή υπό δεσμευτικούς όρους —δεδομένου ότι και ο ίδιος ο Στρατηγός Μπονάνος, όπως “όλες οι στρατιωτικές φατρίες”, απέρριπτε “τήν επιστροφή σε μια εντελώς ελεύθερη πολιτική σκηνή”—ο Καραμανλής δεν θα απεδέχετο τέτοιους όρους κατά τά ως άνω (παρ. 5.4).

6. Τό Αμερικανικό Σχέδιο (1974).

Τό Διυπηρεσιακό Πληροφοριακό Υπόμνημα (18 Απριλίου 1974) τών αρμοδίων υπηρεσιών τών H.Π.Α. απαντούσε επαρκώς στο θεμελιώδες ερώτημα που ο Kissinger είχε θέσει στη διάσκεψη στο Αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών (20 Μαρτίου 1974)—“είναι σημαντικό για εμάς να γνωρίζουμε με ποιον θα έχουμε να κάνουμε” (it is important for us to know whom to deal with)—αφού τό Υπόμνημα προσδιόρισε τούς δύο κύριους πρωταγωνιστές (Μπονάνο και Καραμανλή) τής όποιας λύσεως στο Ελληνικό Ζήτημα: Ο μεν Στρατηγός Μπονάνος θα ανελάμβανε τό στρατιωτικό σκέλος τής λύσεως (ανατροπή τού Ταξιάρχου Ιωαννίδη ή και αποκλιμάκωση ενδεχομένης Ελληνο-Τουρκικής αντιπαραθέσως),14 ο δε Καραμανλής τό πολιτικό σκέλος (σταδιακή αλλά και ταχεία αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών).

Στη συνέχεια, σύμφωνα με τήν μεθοδολογία τής Αμερικανικής Κυβερνήσεως στην άσκηση τής εξωτερικής πο-λιτικής τών Η.Π.Α., εξεπονήθη ένα ολοκληρωμένο (ολιστικό) σχέδιο δράσεως (comprehensive action plan), επί τή βάσει τών προδιαγραφών τού εν λόγω Διυπηρεσιακού Πληφο-ριακού Υπομνήματος (λύση Μπονάνου-Καραμανλή κ.τ.λ.). Αυτό τό σχέδιο και τά συναφή επακόλουθα έγγραφα με τίς συγκεκριμένες οδηγίες εφαρμογής του (policy guidelines) παραμένουν μέχρι σήμερα—και ίσως για πολλές ακόμη δεκαετίες στο μέλλον—απόρρητα (μη-αποχαρακτηρισμένα): Στον σχετικό τόμο (XXX) τών αποχαρακτηρισμένων εγγράφων τού Υπουργείου Εξωτερικών τών Η.Π.Α. («Greece; Cyprus; Turkey, 1973-1976») υπάρχει ένα μεγάλο χρονικό κενό σχεδόν δύο μηνών, από τήν ημερομηνία τού Διυπηρεσιακού Πληφοριακού Υπομνήματος (18 Απριλίου 1974) μέχρι και τίς 13 Ιουνίου 1974, ωσάν κατ’ εκείνους τούς δύο μήνες να μην ελάμβαναν χώρα μείζονες εξελίξεις στο Ελληνικό Ζήτημα (παρότι τότε η μεν Ελλάδα παρελάμβανε τά πρώτα 17 από τά παραγγελθέντα 36 Phantom ΙΙ F-4E από τίς Η.Π.Α., οι δε αποσταθεροποιητικές μηχανορραφίες τής χούντας Ιωαννίδη στην Κύπρο ευρίσκοντο εν πλήρη εξελίξει, ενώ επίσης τότε η Τουρκία άρχισε ενεργητικά πλέον να διεκδικεί δικαιώματα επί τής υφαλοκρηπίδος τού Αιγαίου).
Παρότι όμως δεν γνωρίζουμε τό επακριβές περιεχόμενο τού εν λόγω (μη-αποχαρακτηρισμένου) Αμερικανικού σχεδίου σχετικά με λύση Μπονάνου-Καραμανλή προς αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα, εντούτοις μπορούμε ευλόγως να πιθανολογήσουμε τήν περίοδο που συνετάχθη η αρχική έκδοση (first draft) τού σχεδίου: Προφανώς μετά τίς 18 Απριλίου 1974 και κατά πάσα πιθανότητα πριν τίς 2 Μαΐου 1974, αφού τότε (2 Μαΐου 1974) έγινε ο διορισμός τού νέου Αμερικανού Πρέσβεως (πρώην Στρατιωτικού) στην Κύπρο Rodger P. Davis—που τελικά διαπιστεύθηκε στην Κύπρο, ενώπιον τού Προέδρου τής Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, μετά από σχεδόν δύο μήνες, στις 10 Ιουλίου 1974, ήτοι μόλις πέντε (5) ημέρες πριν τό Ελλαδικό πραξικόπημα στην Κύπρο.
Σε κάθε περίπτωση, τό βέβαιο είναι ότι εκείνο τό σχέδιο επέτυχε πλήρως (100%) όσον αφορά στο ένα (Ελλαδικό) σκέλος του, ήτοι τήν αποκατάσταση τής δημοκρατίας στην Ελλάδα. Όσον αφορά όμως στο άλλο (Κυπριακό) σκέλος του, προς τό παρόν συνάγεται (χωρίς όμως να τεκμηριώνεται πλήρως) ότι οι εξελίξεις απέκλιναν15 από τούς προδια-γραφέντες στόχους τών Η.Π.Α. σχετικά με τήν διαχείριση τότε τής Ελληνο-Τουρκικής αντιπαραθέσεως (στην Κύπρο)—η οποία είναι θεματικώς επέκεινα τής παρούσης μονογραφίας. Προφανώς όμως, η ιστορία τής Μεταπολίτευσης και τής Τουρκικής Εισβολής στην Κύπρο τό 1974, δεν πρόκειται να γραφεί οριστικά, μέχρις ότου αποχαρακτηρισθούν αυτά τά έγγραφα τών Η.Π.Α.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας