Ποιος θα το έλεγε πως η δυστοπία για την οποία έγραφε στο «1984» έγραφε ο George Orwell θα γινόταν πραγματικότητα.
Η αποκάλυψη του Mark Zuckerberg για δάκτυλο από την κυβέρνηση του Joe Biden προκειμένου να επιβληθεί λογοκρισία σε αναρτήσεις περί COVID-19, ήταν μία ακόμη επιβεβαίωση για τον ψηφιακό φασισμό στον οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα.
Η τεχνολογία και δη τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, εκτός από τη γενικότερη άνευ προηγουμένου υποβάθμιση της ποιότητας του δημοσίου λόγου που επέφεραν, μετατράπηκαν στη σύγχρονη φυλακή ανθρώπων που οικοιοθελώς «πουλάνε» τα προσωπικά τους δεδομένα και, επιπλέον, με δική τους βούληση καταναλώνουν τόνους προπαγάνδας και δέχονται ταυτόχρονα να «κόβονται» οι απόψεις τους επειδή δεν είναι συστημικές.
Αφού υπενθυμίσει ουκ ολίγες περιπτώσεις που, στη συγκεκριμένη περίπτωση το Facebook, απέρριψε καμπάνιες για χάρη των διαταγών της Ουάσινγκτον, το Rutherford Institute υπογραμμίζει την Πρώτη Τροποποίηση στη νομοθεσία των ΗΠΑ που επιβάλει την ελευθερία του Λόγου. «Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είμαστε πλέον τόσο ελεύθεροι να μιλάμε όσο μπορεί να το επιτρέπει ένας κυβερνητικός αξιωματούχος —ή εταιρικές οντότητες όπως το Facebook, η Google ή το YouTube», εξηγεί.
«Παράδειγμα: εσωτερικά έγγραφα που κυκλοφόρησαν από την Υποεπιτροπή Δικαστικών Επιλογών της Βουλής επιβεβαίωσαν αυτό που υποπτευόμασταν εδώ και καιρό: ότι η κυβέρνηση συνεργάζεται με εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να λογοκρίνει τις απόψεις των πολιτών.
Αυτή είναι η πολιτική ορθότητα που έχει φτάσει στο πιο ανατριχιαστικό και καταπιεστικό της άκρο», αναφέρει -ορθά- το Rutherford Institute.
Παρομοιάζοντας τις σκληρές προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να πιέσει τις εταιρείες μέσων κοινωνικής δικτύωσης να καταστείλουν περιεχόμενο που επικρίνει τα εμβόλια COVID-19 ή τις εκλογές με ένα σχεδόν δυστοπικό σενάριο, Αμερικανός δικαστής (Terry Doughty) προειδοποίησε ότι «η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών φαίνεται να έχει αναλάβει έναν ρόλο παρόμοιο με έναν Οργουελιανό “Υπουργείο Αλήθειας”.
Με άλλα λόγια, ψηφιακός φασισμός!
Ντυμένος με τυραννική αυτοδικία, ο ψηφιακός φασισμός τροφοδοτείται από τεχνολογικά μεγαθήρια (τόσο εταιρικά όσο και κυβερνητικά) που εργάζονται παράλληλα για την επίτευξη ενός κοινού στόχου.
«Η κυβέρνηση δεν μας προστατεύει από “επικίνδυνες” εκστρατείες παραπληροφόρησης. Θέτει τα θεμέλια για να μας απομονώσουν από “επικίνδυνες” ιδέες που μπορεί να μας κάνουν να σκεφτούμε μόνοι μας και, κάνοντάς το αυτό, να αμφισβητήσουμε τον ασφυκτικό έλεγχο της ελίτ της εξουσίας στη ζωή μας.
Μέχρι στιγμής, οι τεχνολογικοί γίγαντες μπόρεσαν να παρακάμψουν την Πρώτη Τροποποίηση, αλλά είναι αμφίβολη η διάκριση στην καλύτερη περίπτωση όταν βαδίζουν ακολουθώντας τις επιταγές της κυβέρνησης. (…)
Τίποτα καλό δεν μπορεί να προέλθει από το να επιτρέψουμε στην κυβέρνηση να παρακάμψει το Σύνταγμα.
Ο σταθερός, διάχυτος πόλεμος λογοκρισίας που μας επιβάλλεται από εταιρικούς τεχνολογικούς γίγαντες με την ευλογία των εξουσιών απειλεί να επιφέρει μια αναδιάρθρωση της πραγματικότητας κατευθείαν από το 1984 του Orwell, όπου το Υπουργείο Αλήθειας ελέγχει την ομιλία και διασφαλίζει ότι τα γεγονότα συμφωνούν με οποιαδήποτε εκδοχή της πραγματικότητας ενστερνίζονται οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές.
Σε έναν κόσμο όλο και πιο αυτοματοποιημένο και φιλτραρισμένο μέσα από το φακό της τεχνητής νοημοσύνης, βρισκόμαστε στο έλεος των άκαμπτων αλγορίθμων που υπαγορεύουν τα όρια των ελευθεριών μας.
Μόλις η τεχνητή νοημοσύνη γίνει πλήρως ενσωματωμένο μέρος της κυβερνητικής γραφειοκρατίας, θα υπάρχει μικρή προσφυγή: όλοι θα υπόκεινται στις αδιάλλακτες κρίσεις των τεχνο-εξουσιαστών», υπογραμμίζεται από το Rutherford Institute, το οποίο υπενθυμίζει πως, αρχικά, οι λογοκριτές καταδίωξαν τους λεγόμενους εξτρεμιστές που έβγαλαν τη λεγόμενη «ρητορική μίσους».
Έπειτα καταδίωξαν τους λεγόμενους εξτρεμιστές που έβγαλαν τη λεγόμενη «παραπληροφόρηση» για τις εκλογές των ΗΠΑ. Μέχρι τη στιγμή που οι λεγόμενοι εξτρεμιστές βρέθηκαν στο στόχαστρο για τη λεγόμενη «παραπληροφόρηση» σχετικά με την πανδημία του COVID-19 και τα εμβόλια, οι λογοκριτές είχαν αναπτύξει ένα σύστημα και μια στρατηγική για να φιμώσουν τους αντικομφορμιστές.
Τελικά, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση και οι εταιρικοί σύμμαχοί της ορίζουν τι συνιστά «εξτρεμισμό», «εμείς οι άνθρωποι» μπορεί να θεωρηθούν όλοι ένοχοι για κάποιο έγκλημα σκέψης ή άλλο.
Ό,τι ανεχόμαστε τώρα, ό,τι εκλογικεύουμε όταν επιβάλλεται σε άλλους, είτε στο όνομα της διασφάλισης της δικαιοσύνης είτε της υπεράσπισης της δημοκρατίας ή της καταπολέμησης του φασισμού, τελικά θα μας φυλακίσει…