Ό,τι δεν τολμούν να διεκδικήσουν το βαφτίζουν μη ρεαλιστικό

500
Πινγκ πονγκ του Κυπριακού στην τουρκική αξίωση

Από το Κυπριακό μέχρι τη διαφθορά, από τις διαχρονικές παθογένειες του κράτους, στις στρεβλώσεις στη λειτουργία του συστήματος, υπάρχει μια διαχρονική μόλα, που εφαρμόζεται. Παντός καιρού και για όλα τα ζητήματα. Ό,τι δεν μπορούν, δεν θέλουν οι διαχειριστές να αλλάξει, το καθιστούν μη ρεαλιστικό στόχο. Και… επιχειρηματολογούν με όπλο τη μιζέρια του μικρού και αδύναμου. Επί της ουσίας, αυτό που συμβαίνει είναι πως το σύστημα προσαρμόζεται, αρέσκεται στην πεπατημένη, η οποία συντηρεί μια κατάσταση στασιμότητας.

Σε μια χώρα που δεν υπάρχει κουλτούρα κινητοποιήσεων, Κινημάτων, ανατροπής, οι πιθανότητες για αλλαγές είναι περιορισμένες. Στην κοινωνία υπάρχει ένα ρεύμα, που προτιμά να αναπαύεται στη “σιγουριά” του συστήματος. Ακόμη και τώρα, που δεν μπορεί να διασφαλιστεί αυτή η “σιγουριά”, επιλέγεται -κι από τους μη προνομιούχους- η πεπατημένη.

Έρχονται στο φως της δημοσιότητας στοιχεία για διαφθορά. Ξεσπά ένας τρικούβερτος καυγάς μεταξύ κομμάτων, βγάζει ο ένας τα άπλυτα του άλλου στη φόρα, εκτονώνεται η κοινωνία διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και πέφτει η αυλαία. Αν και αυτή τη φορά, ενόψει εκλογών συντηρείται το θέμα περισσότερο και θα παραμείνει ψηλά στην ατζέντα. Η κατάντια, στην προκειμένη περίπτωση είναι πως γίνονται συγκρίσεις στη βάση του ποιος είναι πιο βαθιά μπλεγμένος στη διαφθορά και τη διαπλοκή.

Οι μεν, όπως λέγεται, έχουν την πατέντα, είναι πιο δικτυωμένοι και δρουν “χειρουργικά”, επαγγελματικά. Οι άλλοι, έπεσαν με τα μούτρα και λειτούργησαν άτσαλα. Τους έπιασαν στα πράσα. Και που τους έπιασαν τι έγινε; Είχαν το δικό τους πρωταγωνιστή στο “Αλ Τζαζίρα”, όπου έχουν εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Το πολιτικό σύστημα για να “καθαρίσει” πρέπει να προχωρήσει σε αυτοκάθαρση. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους δυο μεγάλους, αλλά και τους μικρότερους, όσους δηλαδή, εμπλέκονται.

Τα ίδια και και στο Κυπριακό

Στο Κυπριακό, το οποίο θυμούνται όταν πιέζονται εσωτερικά για να αλλάξουν την ατζέντα της δημόσιας σφαίρας, η προσέγγιση δεν διαφοροποιείται. Χαρακτηρίζουν μη ρεαλιστικό αυτό, το οποίο αρνούνται να διεκδικήσουν. Αυτό που ούτε καν προσπαθούν να θέσουν ενώπιον των άλλων, αυτών της αντίπερα όχθης και εκείνων, που θέλουν λένε να… βοηθήσουν. Βεβαίως ο πήχης ανεβαίνει όταν απευθύνονται στο εσωτερικό ακροατήριο, στις ομιλίες στα μνημόσυνα, στις δηλώσεις τις Κυριακές έξω από τις εκκλησίες.

Και έχουν το θράσος να επικαλούνται τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Παλληκαρίδη, τον Λένα κι όλους τους άλλους, για να εξηγήσουν τις πολιτικές τους επιλογές, που τις βαπτίζουν ως τις μόνες “εφικτές”. Ο πήχης χαμήλωσε τόσο πολύ που ούτε καν από κάτω μπορεί κανείς περάσει. Ακόμη και οι βαρύγδουπες, θορυβώδεις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται αφορούν υποχωρήσεις. Το Κυπριακό το κατάντησαν θέμα αποδοχής της προηγούμενης αξίωσης της κατοχικής Τουρκίας για να αποφευχθεί η καινούργια.

Γιατί η έλλειψη “αναλώσιμων” στρατιωτών καθιστά μονόδρομο την αποτροπή

Για όλα υπάρχει μια μίζερη εξήγηση. Η διαχείριση αναπτύσσεται κυριαρχούμενοι οι εκάστοτε διαχειριστές από ένα φοβικό σύνδρομο, το οποίο θέλουν να μεταφέρουν στους πολίτες. Λειτουργούν έχοντας στην επιχειρηματολογία τους τον μπαμπούλα του ισχυρού αντιπάλου. Αυτή η προσέγγιση είναι και αδιέξοδη και επικίνδυνη. Οι διαχειριστές βολεύονται με τη στασιμότητα, την πεπατημένη, την προσαρμοστικότητα στα θέλω άλλων. Στην Κύπρο η… εθνικόφρονα παράταξη “πατά” σε παρακαταθήκες και συγκινείται με το μακρινό παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να αλληθωρίζει βλέποντας το μέλλον.

Δεν αποτελεί την ιστορική συνέχεια του παρελθόντος, αλλά εκφραστές μιας άλλης «λογικής» , του μετέωρου βήματος. Το αντίπαλο δέος ( σε τι;), στηρίζεται στην παράδοση και στο πολύ μακρινό παρελθόν αγώνων. Η λεγόμενη αριστερά δοκιμάστηκε στην εξουσία και έδειξε πως δεν κάνει τη διαφορά. Αποδείχθηκαν κακοί διαχειριστές του συστήματος αλλά καλοί μαθητές στις προσεγγίσεις και κυρίως στις πρακτικές. Και ενώ οι δυο πόλοι, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, έχουν για παράδειγμα κοινές πλεύσεις, κυρίως στο Κυπριακό, δεν αντέχουν τη συμπόρευση, φανερά. Γιατί έτσι έχουν εκπαιδεύσει το ακροατήριο τους. Να υπάρχει “αντίπαλο δέος”. Η αλήθεια, βέβαια, είναι άλλη.

Φταίνε, όμως και οι πολίτες. Φταίνε γιατί αντιμετωπίζουν παθητικά τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις. Σε μια ημικατεχόμενη χώρα, με έντονα -πλέον- κοινωνικά προβλήματα, οι περιστασιακές και εκ του ασφαλούς αντιδράσεις εξυπηρετούν εδραιωμένες αντιλήψεις του συστήματος. Δεν υπάρχει κουλτούρα κινητοποιήσεων, αλλαγών, ανατροπών. Ούτε, ασφαλώς και φορέας να τα εκφράσει. Γι΄ αυτό και βράζουν όλοι στο ζουμί τους.

Πηγή : SLpress

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας