Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο;

703
Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο

Ο Carlos Martinez είναι ακτιβιστής, συγγραφέας και μουσικός που εδρεύει στο Λονδίνο. Διαχειρίζεται το μπλογκ Invent the Future, με κύρια ενδιαφέροντά την ιστορία του υπαρκτού σοσιαλισμού και στρατηγικές απέναντι στην πρόκληση του ιμπεριαλισμού και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα.

Η μετάφραση έγινε από τους Νίκο Μωραΐτη (Avantgarde) και Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη (GuernicaEu).

Ένας νεοφερμένος στην πολιτική θα υποθέσει πιθανώς ότι τα μέλη της παγκόσμιας αριστεράς υποστηρίζουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Άλλωστε καθοδηγείται από ένα κομμουνιστικό κόμμα, με τον Μαρξισμό ως την καθοδηγητική ιδεολογία του. Κατά την περίοδο από τότε που το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας (CPC) ανέβηκε στην εξουσία το 1949, ο κινεζικός λαός γνώρισε μια άνευ προηγουμένου βελτίωση στο βιοτικό του επίπεδο και στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε από 36 σε 77  χρόνια. Ο αλφαβητισμός έχει αυξηθεί από περίπου 20% σε 97%. Η κοινωνική και οικονομική θέση των γυναικών έχει βελτιωθεί πέραν της αναγνώρισης (ένα παράδειγμα είναι ότι, πριν από την επανάσταση, η συντριπτική πλειονότητα των γυναικών δεν λάμβανε καμία επίσημη εκπαίδευση, ενώ πλέον η πλειονότητα των φοιτητών στα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι γυναίκες). Η ακραία φτώχεια έχει εξαλειφθεί. Η Κίνα γίνεται ο κορυφαίος παγκόσμιος ηγέτης στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.

Αυτή η πρόοδος είναι προφανώς σύμφωνη με τις παραδοσιακές αριστερές αξίες. Αυτό που συνήθως προσελκύει τους ανθρώπους στον μαρξισμό είναι ακριβώς ότι επιδιώκει να παράσχει ένα πλαίσιο για την επίλυση αυτών των προβλημάτων της ανθρώπινης ανάπτυξης που ο καπιταλισμός έχει δείξει ότι είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά. Ο καπιταλισμός έχει οδηγήσει σε ιστορικές καινοτομίες στην επιστήμη και την τεχνολογία, θέτοντας έτσι το έδαφος για ένα μέλλον κοινής ευημερίας. Ωστόσο, οι αντιφάσεις του είναι τέτοιες που αναπόφευκτα δημιουργούν φτώχεια παράλληλα με τον πλούτο. Δεν μπορεί παρά να επιβληθεί μέσω διχασμού, εξαπάτησης και εξαναγκασμού. Παντού περιθωριοποιεί, αποξενώνει, κυριαρχεί και εκμεταλλεύεται. Εβδομήντα χρόνια κινεζικού σοσιαλισμού, εν τω μεταξύ, έχουν σπάσει την αντίστροφη σχέση μεταξύ πλούτου και φτώχειας, παρόλο που η Κίνα πάσχει από υψηλά επίπεδα ανισότητας και παρόλο που έχει μερικούς εξαιρετικά πλούσιους ανθρώπους.

Ωστόσο, η υποστήριξη της Κίνας από την αριστερά σε χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα αρκετά οριακή. Το μεγαλύτερο μέρος των μαρξιστικών ομάδων σε αυτές τις χώρες θεωρεί ότι η Κίνα δεν είναι σοσιαλιστική χώρα. Πράγματι πολλοί πιστεύουν ότι είναι «μια ανερχόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη στο παγκόσμιο σύστημα που επιβλέπει την εκμετάλλευση του ίδιου του πληθυσμού της… και εκμεταλλεύεται όλο και περισσότερο τις χώρες του Τρίτου Κόσμου στην αναζήτηση πρώτων υλών και σημείων πώλησης για τις εξαγωγές της». Ορισμένοι θεωρούν ότι η πρωτοβουλία Belt and Road υπό την ηγεσία της Κίνας είναι ένα παράδειγμα «πυρετώδους παγκόσμιου επεκτατισμού». Η Συμμαχία για την Ελευθερία των Εργαζομένων, με χαρακτηριστική αγένεια, περιγράφει την Κίνα ως «λειτουργικά λίγο διαφορετική από, και σε κάθε περίπτωση όχι καλύτερη από, ένα φασιστικό καθεστώς»  τόσο ιμπεριαλιστική όσο οι ΗΠΑ και πολιτικά πολύ χειρότερη.

Η αυξανόμενη αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας δεν είναι, υπό αυτούς τους όρους, επίθεση από μια ιμπεριαλιστική δύναμη σε μια σοσιαλιστική ή ανεξάρτητη αναπτυσσόμενη χώρα, αλλά μάλλον «μια κλασική ενδο-ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση».  «Η δυναμική του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας παρουσιάζεται ως μία ενδο-ιμπεριαλιστική αντιπαράθεση που καθοδηγείται από τον ενδο-καπιταλιστικό ανταγωνισμό». Η υπόθεση εδώ είναι ότι η Κίνα είναι «μια αναδυόμενη ιμπεριαλιστική δύναμη που επιδιώκει να διεκδικηθεί μερίδιο σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από την καθιερωμένη ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ».  Σε αυτή περίπτωση, οι αντιιμπεριαλιστές δεν θα πρέπει να υποστηρίζουν είτε τις ΗΠΑ ή την Κίνα, αλλά μάλλον θα πρέπει να «οικοδομήσουν ένα «τρίτο στρατόπεδο» που να δημιουργεί διεθνείς συνδέσμους και αλληλεγγύη»  και να υιοθετούν το σύνθημα «Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο, αλλά διεθνής σοσιαλισμός».

Είναι μια ελκυστική ιδέα. Δεν ευθυγραμμιζόμαστε με τους καταπιεστές οπουδήποτε. Η μόνη μας ευθυγράμμιση είναι με την παγκόσμια εργατική τάξη. Ο Eli Friedman παρουσιάζει ευγενικά αυτό το μεγάλο όραμα στο δημοφιλές αριστερό περιοδικό Jacobin : «Η δουλειά μας είναι να επαναβεβαιώνουμε συνεχώς και δυναμικά τις διεθνιστικές αξίες: παίρνουμε το μέρος των φτωχών, της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων ανθρώπους κάθε χώρας, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μοιραζόμαστε τίποτα είτε με τις αμερικάνικες και τις κινεζικές πολιτείες και εταιρείες».

Ξαναζεσταμένο φαϊ: «Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Μόσχα»

Αυτή η ιδέα της αντίθεσης και στις δύο πλευρών σε έναν ψυχρό πόλεμο – αρνούμενη να ευθυγραμμιστεί με οποιαδήποτε από τις δύο μεγάλες ανταγωνιστικές δυνάμεις και αντί αυτό να σχηματίσει ένα ανεξάρτητο «τρίτο στρατόπεδο» – έχει βαθιές ρίζες. Ο περίφημος τροτσκιστής των ΗΠΑ Max Shachtman περιέγραψε το τρίτο στρατόπεδο το 1940 ως «το στρατόπεδο του προλεταριακού διεθνισμού, της σοσιαλιστικής επανάστασης, του αγώνα για τη χειραφέτηση όλων των καταπιεσμένων». Κατά τη διάρκεια του αρχικού Ψυχρού Πολέμου, ιδίως στη Βρετανία, ένα σημαντικό ποσοστό του σοσιαλιστικού κινήματος συσπειρώθηκε πίσω από το σύνθημα «Ούτε  Ουάσινγκτον ούτε η Μόσχα», στερώντας την υποστήριξή τους από μια Σοβιετική Ένωση που θεωρούσαν κρατικο-καπιταλιστική και / ή ιμπεριαλιστική.

Τότε όπως και τώρα, υπήρξε η ίδια προσπάθεια θεωρητικής θεμελίωσης της θέσης περί τρίτου στρατοπέδου στη στρατηγική που προωθήθηκε από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κομμουνιστικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1910 αναγνώρισε ότι ένας πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών μπλοκ (η Γερμανία από τη μία πλευρά , και η Βρετανία και η Γαλλία από την άλλη) ήταν σχεδόν αναπόφευκτη. Στο συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στη Βασιλεία της Ελβετίας το 1912, οι συγκεντρωμένες οργανώσεις δεσμεύτηκαν να αντιταχθούν στον πόλεμο, να αρνηθούν να ευθυγραμμιστούν με οποιοδήποτε μέρος της διεθνούς καπιταλιστικής τάξης και να «χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε από τον πόλεμο για να διεγείρουν το λαό και έτσι να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας». Αντί να συσπειρώνονται πίσω από τις γερμανικές, βρετανικές, γαλλικές ή ρωσικές τάξεις, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν να «αντιταχθούν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό και να συνταχθούν με τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου».

Όταν ξέσπασε τελικά ο πόλεμος τον Ιούλιο του 1914, οι Μπολσεβίκοι υιοθέτησαν αυτήν τη διεθνιστική θέση. Ο Λένιν έγραψε σχετικά με τα πολεμικά ιμπεριαλιστικά μπλοκ: «Μια ομάδα εμπόλεμων εθνών καθοδηγείται από τη γερμανική αστική τάξη. Είναι απογοητευτικό η εργατική τάξη και οι εργαζόμενες μάζες να ισχυρίζονται ότι πρόκειται για πόλεμο για την υπεράσπιση της πατρίδας, της ελευθερίας και του πολιτισμού, για την απελευθέρωση των λαών που καταπιέζονται από τον τσαρισμό… Η άλλη ομάδα εμπόλεμων εθνών διευθύνεται από τους Βρετανούς και τη γαλλική μπουρζουαζία, που κοροϊδεύει την εργατική τάξη και τις εργατικές μάζες, υποστηρίζοντας ότι διεξάγουν πόλεμο για την υπεράσπιση των χωρών τους, στο όνομα της ελευθερίας και του πολιτισμού και ενάντια στον γερμανικό μιλιταρισμό και δεσποτισμό». 

Περαιτέρω: «Καμιά εμπόλεμη ομάδα δεν θα κάνει τίποτα λιγότερο από την άλλη όσον αφορά το πλιάτσικο, τις φρικαλεότητες και την απεριόριστη βαρβαρότητα του πολέμου. Ωστόσο, για να ξεσηκώσει το προλεταριάτο… η αστική τάξη κάθε χώρας προσπαθεί, με τη βοήθεια ψευδών περί πατριωτισμού, να ανανοηματοδοτήσει τη σημασία του “δικού” της εθνικού πολέμου, ισχυριζόμενη ότι πολεμά για να νικήσει τον εχθρό, όχι για να λεηλατήσει και να κατακτήσει έδαφος, αλλά για να “απελευθερώσει” όλους τους υπόλοιπους λαούς εκτός από τη δικό της».

Ωστόσο, η πλειοψηφία των οργανώσεων που είχαν συνταχθεί μόλις δύο χρόνια νωρίτερα με το Μανιφέστο της Βασιλείας τώρα υπέκυψαν μπροστά σε πιέσεις, επιλέγοντας να στηρίξουν τις πολεμικές προσπάθειες της «δικής τους» άρχουσας τάξης. Ο Λένιν καταδίκασε τους  μαρξιστές ηγέτες της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Γαλλίας στη βάση του ότι είχαν απόψεις «σοβινιστικές, αστικές και φιλελεύθερες, και σε καμία περίπτωση σοσιαλιστικές».  Αυτή η πικρή στρατηγική διαμάχη αποτέλεσε καταλύτη για τη διάσπαση στο παγκόσμιο κίνημα της εργατικής τάξης. Η Δεύτερη Διεθνής διαλύθηκε το 1916 και η Τρίτη Διεθνής (ευρέως γνωστή ως Κομιτέρν) ιδρύθηκε το 1919 με έδρα τη Μόσχα. Έναν αιώνα αργότερα αυτό το ρήγμα – που περιγράφεται από τον Λένιν στο περίφημο άρθρο του Ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του Σοσιαλισμού – παραμένει μια θεμελιώδης διαχωριστική γραμμή στη διεθνή αριστερά. Σε γενικές γραμμές, μια πλευρά αποτελείται από μια ρεφορμιστική αριστερά που τείνει προς τον κοινοβουλευτισμό και τη συνεργασία με την καπιταλιστική τάξη. Η άλλη πλευρά αποτελείται από μια επαναστατική αριστερά που τείνει προς μια ανεξάρτητη, διεθνιστική γραμμή στη βάση των συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Οι θεωρητικοί του «ούτε Ουάσιγκτον ούτε Μόσχα» στη δεκαετία του 1940 θεώρησαν ότι ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ανάλογος με την ευρωπαϊκή ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση της δεκαετίας του 1910. Ότι το μπλοκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και το μπλοκ υπό την ηγεσία των Σοβιετικών ήταν ανταγωνιστικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ότι ήταν απαράδεκτο για τους σοσιαλιστές να συμμαχήσουν με κάποιο από αυτά. Ο χαρακτηρισμός της Σοβιετικής Ένωσης ως ιμπεριαλιστικής ήταν εξαιρετικά αμφιλεγόμενος στην παγκόσμια αριστερά εκείνη την εποχή, αλλά στοχαστές με επικεφαλής τον Tony Cliff της Σοσιαλιστικής Ομάδας Αναθεώρησης (Socialist Review Group) (πρόδρομος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος) υποστήριξαν έντονα ότι «η λογική της συσσώρευσης και επέκτασης» οδήγησε τη σοβιετική ηγεσία να συμμετάσχει στον «εξωτερικό παγκόσμιο στρατιωτικό ανταγωνισμό ».  Λαμβάνοντας ως δεδομένο τον “σοβιετικό ιμπεριαλισμό και κρατικό καπιταλισμό”, «τίποτα λιγότερο από μια σοσιαλιστική επανάσταση, υπό την ηγεσία της εργατικής τάξης, δεν θα μπορούσε να μεταβάλλει αυτήν την κατάσταση».

Το τρίτο στρατόπεδο επέζησε προφανώς από την καταιγίδα που προκλήθηκε από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και απλώς έστρεψε τη σκηνή του μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα νοτιοανατολικά. Το “Ούτε Ουάσιγκτον ούτε η Μόσχα” επανεμφανίστηκε ως “ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο”. Για άλλη μια φορά επικαλούμενες το πνεύμα των Μπολσεβίκων, αρκετές εξέχουσες αριστερές οργανώσεις καλούν την εργατική τάξη στη Δύση να αντιταχθεί τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κίνα, να πολεμήσει τον ιμπεριαλισμό σε όλες τις μορφές του, να υποστηρίξει τον αγώνα των εργαζομένων παντού για να καταρρίψει τον καπιταλισμό. Εάν οι παραδοχές τους είναι σωστές – εάν ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι όντως ανάλογος με την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη πριν από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εάν η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, εάν η κινεζική εργατική τάξη είναι έτοιμη να κινητοποιηθεί σε μια διεθνή επαναστατική σοσιαλιστική συμμαχία – τότε ίσως το δικό τους συμπέρασμα να ήταν σωστό. Σε αυτό το άρθρο υποστηρίζω ότι οι υποθέσεις αυτές δεν είναι σωστές, ότι η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα, ότι η Κίνα είναι στην πραγματικότητα απειλή για το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα και ότι η σωστή θέση που πρέπει να λάβει η Αριστερά σε σχέση με τον Νέο Ψυχρό Πόλεμο είναι να αντιταχθεί αποφασιστικά στις ΗΠΑ και να στηρίξει την Κίνα .

Είναι η Κίνα ιμπεριαλιστική;

Η θέση της αριστεράς απέναντι στις ΗΠΑ και την Κίνα βασίζεται κυρίως στην παραδοχή ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική, και ότι ο νέος Ψυχρός Πόλεμος είναι ένας ενδο-ιμπεριαλιστικός πόλεμος – ένας πόλεμος στον οποίο «τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα αγωνίζονται για να καταπιέσουν ξένες χώρες ή λαούς». Εάν όμως δείξουμε ότι η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη και ότι ο Νέος Ψυχρός Πόλεμος δεν είναι ενδο-ιμπεριαλιστικός, τότε το σύνθημα “Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο” είναι λάθος.

Τι είναι ο ιμπεριαλισμός; Ένας ορισμός είναι «η πολιτική επέκτασης του κανόνα ή της εξουσίας μιας αυτοκρατορίας ή ενός έθνους έναντι των ξένων χωρών ή η απόκτηση και κατοχή αποικιών και εξαρτήσεων». Αν και ασαφές, αυτό ενσωματώνει τη βασική έννοια της αυτοκρατορίας , που υπαινίσσεται η ετυμολογία της λέξης.

Στο κλασικό του έργο Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτερο Στάδιο του Καπιταλισμού – η πρώτη σοβαρή μελέτη του φαινομένου από μια μαρξιστική σκοπιά – ο Λένιν δηλώνει ότι, με τον «συντομότερο δυνατό ορισμό» του, ο ιμπεριαλισμός μπορεί να θεωρηθεί απλά ως «το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού». Ο Λένιν σημειώνει ότι ένας τέτοιος συνοπτικός ορισμός είναι οπωσδήποτε ανεπαρκής και είναι χρήσιμος μόνο στο βαθμό που συνεπάγεται την παρουσία πέντε «βασικών χαρακτηριστικών»:

1. Ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί σε ένα επίπεδο όπου, στους κύριους κλάδους της παραγωγής, οι μόνες βιώσιμες επιχειρήσεις είναι εκείνες που κατάφεραν να συγκεντρώσουν μια τεράστια ποσότητα κεφαλαίου, σχηματίζοντας έτσι μονοπώλια.

2. Η εμφάνιση μιας «χρηματοοικονομικής ολιγαρχίας» – ουσιαστικά των τραπεζών – ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας.

3. Εξαγωγή κεφαλαίου (ξένες επενδύσεις) ως σημαντική κινητήρια δύναμη ανάπτυξης.

4. Η δημιουργία «διεθνών μονοπωλιακών καπιταλιστικών ενώσεων που μοιράζονται τον κόσμο μεταξύ τους», το αντίστοιχο των σύγχρονων πολυεθνικών εταιρειών

5. Η παγκόσμια επικράτεια έχει χωριστεί πλήρως μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων: αγορές και πόροι σε όλο τον κόσμο έχουν ενσωματωθεί στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Έναν αιώνα αργότερα, ο ορισμός του Λένιν παραμένει μια χρήσιμη και συνοπτική περιγραφή του καπιταλιστικού κόσμου. Πράγματι, αν δούμε τον κόσμο σήμερα, είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, δεδομένης της περαιτέρω συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας των «γενικευμένων μονοπωλίων… που ασκούν τον έλεγχό τους στα παραγωγικά συστήματα της περιφέρειας του παγκόσμιου καπιταλισμού».

Ωστόσο, λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτερο Στάδιο του Καπιταλισμού , ένας νέος παράγοντας εμφανίστηκε στην παγκόσμια πολιτική, με τη μορφή του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Μία ομάδα χωρών που δρούσε στο όνομα του σοσιαλισμού (που στην κορυφή της αποτελούσε το μεγαλύτερο μέρος της ευρασιατικής μάζας της γης) έφραξε τη δυναμική του ιμπεριαλιστικού συστήματος με διάφορους τρόπους: απέσυρε άμεσα τις σοσιαλιστικές χώρες από αυτό το σύστημα, προσέφερε υποστήριξη σε αντιαποικιακά και αντιιμπεριαλιστικά απελευθερωτικά κινήματα, επιταχύνοντας τη νίκη τους και προσέφερε βοήθεια και ευνοϊκές εμπορικές σχέσεις σε παλαιότερα αποικισμένα κράτη που διαφορετικά δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να υποστούν τους νεοαποικιακούς καταπιεστές. Η άφιξη της σοσιαλιστικής κρατικής εξουσίας στην Ευρώπη και την Ασία ήταν, ως εκ τούτου, ένα πρωτοφανές όφελος για τα κινήματα εθνικής αυτοδιάθεσης σε ολόκληρο τον κόσμο. Ταυτόχρονα και σε ισοδύναμο βαθμό, ήταν μια οπισθοδρόμηση για το ιμπεριαλιστικό παγκόσμιο σύστημα.

Δεν είναι πλέον ο κόσμος τόσο καθαρά χωρισμένος σε ιμπεριαλιστικά και καταπιεσμένα έθνη όπως ήταν πριν από το 1917. Ως εκ τούτου, τα πέντε χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού του Λένιν δεν μπορούν απλώς να χρησιμοποιηθούν ως τσεκ-λίστ για να απαντήσουν στο ερώτημα εάν κάποια δεδομένη χώρα είναι ιμπεριαλιστική. Ο Καναδός πολιτικός αναλυτής Stephen Gowans πρότεινε τον ακόλουθο γενικό ορισμό: «Ο ιμπεριαλισμός είναι μια διαδικασία κυριαρχίας που καθοδηγείται από οικονομικά συμφέροντα».  Αυτή η κυριαρχία «μπορεί να κηρυχθεί και επίσημά, ή αδήλωτα και ανεπίσημα, ή και τα δύο». Αυτό παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο αναφοράς για να σκεφτούμε εάν η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική: εμπλέκεται σε μια διαδικασία κυριαρχίας καθοδηγούμενη από οικονομικά συμφέροντα; Μήπως, σύμφωνα με τα λόγια του Samir Amin αξιοποιεί το ότι «είναι τεχνολογικά ανεπτυγμένη, έχει πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, λειτουργεί στα πλαίσια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, έχει τα μέσα για την διάδοση πληροφοριών και όπλα μαζικής καταστροφής» προκειμένου να κυριαρχήσει στον πλανήτη και να αποτρέψει την εμφάνιση οποιουδήποτε κράτους ή κινήματος που θα μπορούσε μια εμπόδιο σε αυτήν την κυριαρχία;

Εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Κίνα επιδιώκει να κυριαρχήσει στις ξένες αγορές και πόρους · ότι χρησιμοποιεί την αυξανόμενη οικονομική της  δύναμη για να επηρεάσει τις πολιτικές αποφάσεις στις φτωχότερες χώρες · ότι εμπλέκεται σε πολέμους (εμφανείς ή μυστικούς) για να εξασφαλίσει τα δικά της συμφέροντα · τότε θα ήταν λογικό να συμπεράνουμε ότι η Κίνα είναι πράγματι μια ιμπεριαλιστική χώρα.

Διασχίζοντας τη γραμμή: σε ποιο σημείο θα μπορούσε η Κίνα να γίνει ιμπεριαλιστική;

Εάν η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική δύναμη, πότε έγινε; Την εποχή που ο Λένιν γράφει, η Κίνα ήταν σαφώς στην ομάδα των καταπιεσμένων χωρών, έχοντας αφαιρεθεί μεγάλο μέρος της κυριαρχίας της από τις αποικιακές δυνάμεις κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 80 ετών. Μία από τις παγκόσμιες-ιστορικές νίκες της κινεζικής επανάστασης ήταν να τερματιστεί αυτή η κυριαρχία και να εδραιωθεί η εθνική ανεξαρτησία του κινεζικού λαού.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας απέρριψε το καπιταλιστικό μοντέλο και ξεκίνησε το ταξίδι προς τον κομμουνισμό – ένα οικονομικό σύστημα που ο Μαρξ θεωρούσε «μια ένωση ελεύθερων ανθρώπων, που εργάζονται στη βάση της κοινής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και αξιοποιώντας συνειδητά τις πολλές και διαφορετικές μορφές εργατικής δύναμης ως ένα ενιαίο κοινωνικό εργατικό δυναμικό». Το άλμα απευθείας από τις ημι-φεουδαρχικές συνθήκες όπως υπήρχαν στην προ-επαναστατική Κίνα σε ένα κομμουνιστικό σύστημα παραγωγικών σχέσεων δεν ήταν εφικτό και αυτό που καθιερώθηκε στην Κίνα τη δεκαετία του 1950 ήταν μια μικτή οικονομία, με δημόσια βιομηχανία και μαζική μεταρρύθμιση της γης ως βασικά χαρακτηριστικά του. Ο φεουδαλισμός διαλύθηκε συνολικά – ένα άλλο ιστορικό βήμα προς τα εμπρός που παραμένει ατελές στα περισσότερα άλλα μέρη του Παγκόσμιου Νότου. Αυτή η μικτή οικονομία – η οποία ταλαντευόταν «αριστερά» (με επιταχυνόμενη κολλεκτιβοποίηση και μεγάλη έμφαση στα ηθικά κίνητρα) και «δεξιά» (με την περιορισμένη χρήση των μηχανισμών της αγοράς) – δεν ήταν καθόλου ιμπεριαλιστική. Σε καμία λογική αναλογία δεν ήταν ένα παράδειγμα μονοπωλιακού καπιταλισμού. Η «εξαγωγή κεφαλαίων» της Κίνας περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε σχέδια εξωτερικής βοήθειας στην Αφρική, το διάσημο σιδηρόδρομο Ταζάρα που συνδέει την Τανζανία και τη Ζάμπια, οι οποίες εκτός από την ενεργοποίηση της περιφερειακής ανάπτυξης, διέρρηξαν την εξάρτηση της Ζάμπιας από εδάφη που βρίσκονταν υπό καθεστώς απαρτχάιντ (Ροδεσία, Νότια Αφρική, Μοζαμβίκη).

Μετά το θάνατο του Μάο Τσε Τούνγκ το 1976, η πτέρυγα που ζητούσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις εντός της επαναστατικής ηγεσίας κέρδισε την αντιπαράθεση για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η επανάσταση και η Κίνα εγκαινίασε τον «σοσιαλισμό με κινεζικά χαρακτηριστικά» – σύμφωνα με τον οποίο μπορούσε να αξιοποιήσει τους μηχανισμούς της αγοράς, το κίνητρο του κέρδους και τις ξένες επενδύσεις (σε ένα πλαίσιο κεντρικού σχεδιασμού και ισχυρού ελέγχου) προκειμένου να αναπτυχθούν γρήγορα οι παραγωγικές δυνάμεις και να ανοίξει ο δρόμος για καλύτερη ποιότητα ζωής για εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζους. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έγιναν όλο και πιο σημαντικές και τμήματα της οικονομίας απέκτησαν ουσιαστικά καπιταλιστικό χαρακτήρα. Αλλά και πάλι, ούτε ο πιο σκληροπυρηνικός οπαδός του τρίτου στρατοπέδου θα μπορούσε να θεωρήσει την Κίνα τη δεκαετία του 1980 και του 1990 ως ιμπεριαλιστική χώρα. Εξήγαγε εξαιρετικά λίγο κεφάλαιο. Περισσότερο, ήταν ο αποδέκτης τεράστιων όγκων ξένου κεφαλαίου, από την Ιαπωνία, την Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ, τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Με ελεγχόμενο, περιορισμένο και στρατηγικό τρόπο, η Κίνα άνοιξε την δυνατότητα εκμετάλλευσης για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με σκοπό να αναπτύξει το τεχνολογικό της δυναμικό και να ενταχθεί στο παγκόσμιο εμπόριο.

Εφόσον η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική, αυτό πρέπει να είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων 20 ετών, κατά την οποία η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο (σε όρους PPP – ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) και τεχνολογικός κόμβος. Σίγουρα η Κίνα έχει το αντίστοιχο μερίδιό της στα μονοπώλια που αναπτύσσουν εξαιρετικές ποσότητες κεφαλαίου. Η Alibaba και η Tencent για παράδειγμα είναι και οι δύο στις 10 κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο σε κεφαλαιοποίηση της αγοράς. Η εξαγωγή κεφαλαίου αυξήθηκε κατά τάξη μεγέθους, αν και ξεκινά από μια πολύ μικρή βάση. Οι κινέζικες εταιρίες που δραστηριοποιούνται παγκοσμίως αναπτύσσονται από το 2010 κατά περίπου 16% ετησίως. Οι εκροές άμεσων ξένων επενδύσεων της Κίνας ανέρχονται σε περίπου 117 δισεκατομμύρια δολάρια, λίγο περισσότερο από τη Γερμανία, ελαφρώς λιγότερο από τις Κάτω Χώρες. Όσον αφορά την αναλογία εκροών ΑΞΕ προς το ΑΕΠ (δηλαδή τη σημασία της εξαγωγής κεφαλαίου στην εθνική οικονομία στο σύνολό της), η αξία για την Κίνα είναι 0,8% – παρόμοιο επίπεδο με τη Βραζιλία και πολύ μικρότερο από την Ιρλανδία, την Ιαπωνία, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Θα ήταν δύσκολο να κάνουμε την υπόθεση της Κίνας ως ιμπεριαλισμού μόνο με βάση τις ξένες επενδύσεις της.

Σε ένα μακροσκελές άρθρο στο Counterfire , ο Dragan Plavšić θέτει το ερώτημα εάν η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική δύναμη που αποσκοπεί στο καλό ή μια αυτοκρατορική υπερδύναμη που πραγματοποιεί τα πρώτα της βήματα. Καταλήγοντας στο τελευταίο, ισχυρίζεται ότι η παγκόσμια επέκταση της Κίνας είναι «απλώς η τελευταία περίπτωση μεγάλης οικονομίας όπως η Βρετανία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ, που έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, με αποτέλεσμα να επεκτείνονται και πέρα ​​από τα εθνικά τους όρια για να εκμεταλλευτούν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα σε παγκόσμιες εμπορικές και επενδυτικές ευκαιρίες». Επιπλέον, «η ανταγωνιστική λογική που τους παρακίνησε δεν είναι ποιοτικά διαφορετική από αυτήν που κινητοποιεί την Κίνα σήμερα».

Ο ανταγωνισμός απαιτεί ασταμάτητη καινοτομία, η οποία αναπόφευκτα μειώνει το ρόλο της ανθρώπινης εργασίας στην παραγωγική διαδικασία, η οποία εξ ορισμού μειώνει το στοιχείο του «μεταβλητού κεφαλαίου». Η εισαγωγή μίας καινοτόμας τεχνολογίας όμως έχει τη μαγική ιδιότητα να μετατρέπει ένα δεδομένο ποσό αξίας (το κόστος εργασίας) σε ακόμα μεγαλύτερη ποσότητα αξίας (προστιθέμενη αξία από την εργασία). Η διαρκώς φθίνουσα αναλογία μεταβλητού κεφαλαίου σημαίνει ένα συνεχώς μειούμενο ποσοστό κέρδους, το οποίο οι καπιταλιστές μπορούν να αντισταθμίσουν μόνο με την άγρια ​​επέκταση, τη κατάληψη νέων αγορών και τη μείωση του κόστους παραγωγής. Αυτή είναι η οικονομική μηχανή της καρδιάς του ιμπεριαλισμού.

Το πρόβλημα με την ανάλυση του Plavšić είναι ότι ο «η διαδρομή» που πήρε η Βρετανία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον ανοιχτή. Μέχρι τη στιγμή που ο Λένιν έγραφε – πριν από έναν αιώνα – ο κόσμος ήταν ήδη «εντελώς διχασμένος, έτσι ώστε στο μέλλον να είναι δυνατό μόνο μέσα από την αναδιανομή». Δηλαδή, η χώρα Α μπορεί να κυριαρχήσει μόνο στη χώρα Β μετατοπίζοντας τη χώρα Γ. Τα μέσα για αυτήν τη διαδικασία είναι ο πόλεμος και η στρατιωτική κατάκτηση. Δεδομένου ότι η εξωτερική πολιτική της Κίνας παραμένει εξαιρετικά ειρηνική, είναι προφανές ότι στο μέτρο που η Κίνα είναι στην κατεύθυνση για να γίνει ιμπεριαλιστική δύναμη, δεν φαίνεται να ακολουθεί το «σωστό δρόμο». Ο Noam Chomsky, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ιδεολογικ΄ςο υποστηρικτής του CPC, αστειεύεται  με την ιδέα ότι η Κίνα θα γίνει επιθετική στρατιωτική δύναμη, όπως οι ΗΠΑ που έχουν «800 στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό, εισβάλλοντας και ανατρέποντας άλλες κυβερνήσεις, ή διαπράττοντας τρομοκρατικές ενέργειες… Νομίζω ότι αυτό δεν θα συμβεί και δεν μπορεί να συμβεί στην Κίνα… Η Κίνα δεν αναλαμβάνει το ρόλο μιας επιτιθέμενης δύναμης με μεγάλο στρατιωτικό προϋπολογισμό, κλπ».

Επιπλέον, η δομή της κινεζικής οικονομίας είναι τέτοια που δεν αποσκοπεί στην κυριαρχία επί των ξένων αγορών, εδαφών, πόρων και εργασίας με τον ίδιο τρόπο  που το κάνει ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς. Οι μεγάλες τράπεζες – οι οποίες προφανώς ασκούν αποφασιστική επιρροή στον τρόπο ανάπτυξης του κεφαλαίου – ανήκουν κατά πλειοψηφία στο κράτος, και έχουν ευθύνη κυρίως όχι στους μετόχους αλλά στον κινεζικό λαό. Οι βασικές βιομηχανίες κυριαρχούνται από κρατικές εταιρείες και υπόκεινται σε μια ισχυρή ρύθμιση που δεν έχει ως κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση των ιδιωτικών κερδών. Ο Arthur Kroeber, ειδικός στο οικονομικό σύστημα της Κίνας, περιγράφει «μια οικονομία όπου το κράτος παραμένει σταθερά στη διοίκηση, όχι μόνο μέσω του ελέγχου του κρατικών επιχειρήσεων», αλλά όπου χρησιμοποιούνται εργαλεία της αγοράς για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας. Συνοπτικά, η κινεζική οικονομία εκπληρώνει την ίδια λειτουργία τώρα με εκείνη του 1953, όταν ο Mao έλεγε ότι υπάρχει «όχι για χάριν των κερδών των καπιταλιστών αλλά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του λαού και του κράτους».

Οι Li Zhongjin και David Kotz ισχυρίζονται ότι «οι καπιταλιστές της Κίνας έχουν την ίδια ώθηση προς τον ιμπεριαλισμό των καπιταλιστών παντού», αλλά σημειώνουν επίσης ότι οποιαδήποτε τέτοια κίνηση περιορίζεται από τη κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας η οποία «δεν χρειάζεται να έχει αυτοκρατορικές βλέψεις για να επιτύχει τους οικονομικούς της στόχους». Ενώ έχουμε καπιταλιστές που εκπροσωπούνται εντός του ΚΚΚ, δεν υπάρχουν «ενδείξεις ότι οι καπιταλιστές ελέγχουν το CPC ή μπορούν να υπαγορεύσουν την κρατική πολιτική». Επομένως «η κινεζική καπιταλιστική τάξη δεν έχει τη ισχύ ώστε να υποχρεώσει το ΚΚΚ να ακολουθήσει το δρόμο της αυτοκρατορικής κυριαρχίας».

Ως εκ τούτου, η προοπτική της ξένης κυριαρχίας δεν αποτελεί στρατηγικός σκοπός για την κινεζική οικονομία όπως έχουμε δει στις οικονομίες της Βρετανίας, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και άλλων. Ούτε υφίστανται οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για να δημιουργήσει η Κίνα μια άτυπη αυτοκρατορία χωρίς άμεση στρατιωτική αντιπαράθεση με τις υπάρχουσες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το ΚΚΚ σοβαρολογούσε όταν δήλωνε στο 17ο συνέδριο του κόμματος το 2007 ότι η Κίνα «δεν θα επιδιώξει ποτέ να εμπλακεί σε έναν αγώνα με σκοπό την ηγεμονία ή την αυτοκρατορική επέκταση». Η κινεζική κυβέρνηση τοποθετείται ενεργά στον Παγκόσμιο Νότο, ως μια σοσιαλιστική χώρα που βρίσκεται σε αλληλεγγύη με τον αναπτυσσόμενο κόσμο, και βάσει αυτής της προοπτικής διαμορφώνει την εξωτερική της πολιτική.

Ωστόσο, η Κίνα κατηγορείται για ιμπεριαλιστική στάση σε διάφορα μέτωπα, ιδίως για την οικονομική της σχέση με την Αφρική, την οικονομική της σχέση με τη Λατινική Αμερική, το τεράστιο πρόγραμμα υποδομής Belt and Road και τη συμπεριφορά της στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Παρακάτω θα καταπιαστώ με κάθε ένα από αυτά.

Κίνα και Αφρική

Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια φαινομενικά ατελείωτη ροή άρθρων σχετικά με τον “κινεζικό ιμπεριαλισμό” στην Αφρική. Δυτικοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί μας λένε ότι η Κίνα έχει γίνει μια νεοαποικιακή δύναμη, ότι η Κίνα προσπαθεί να κυριαρχήσει στην αφρικανική γη και στους πόρους της, ότι το Πεκίνο έχει αναγκάσει την Αφρική σε ένα φαύλο κύκλο διαρκούς δανεισμού, ότι οι κινεζικές επενδύσεις στην Αφρική ωφελούν μόνο την Κίνα. Έχω γράψει λεπτομερώς για αυτό το ζήτημα και συνεπώς θα αναλύσω μόνο ένα σύντομο μέρος εδώ.

Η Deborah Bräutigam, Καθηγήτρια Πολιτικής Οικονομίας και Διευθυντής της Ερευνητικής Πρωτοβουλίας Κίνας-Αφρικής στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, έχει πραγματοποιήσει εκτενή έρευνα σχετικά με το ζήτημα της εμπλοκής της Κίνας στην Αφρική. Με βάση αυτήν την έρευνα, μπορεί να καταρρίψει μερικούς από τους πιο δημοφιλείς μύθους. Για παράδειγμα, ως απάντηση στο γεγονός ότι οι κινεζικές εταιρείες απασχολούν μόνο Κινέζους εργαζόμενους, σημειώνει η Bräutigam: «Οι έρευνες για την απασχόληση σε κινέζικα έργα στην Αφρική διαπιστώνουν επανειλημμένα ότι τα τρία τέταρτα ή περισσότερο από τους εργαζόμενους είναι στην πραγματικότητα ντόπιοι». Εν τω μεταξύ, «Αφρικανοί προσκαλούνται σε κινεζικά πανεπιστήμια. Η Κίνα προσφέρει υποτροφίες. Όταν οι Αφρικανοί αναζητούν προοπτικές όσον αφορά την απόκτηση τεχνολογίας και δεξιότητων, σκέφτονται την Κίνα ως μια έγκυρη επιλογή».

Όσον αφορά τη λεγόμενη παγίδα χρέους, η ερευνητική ομάδα της Bräutigam διαπίστωσε ότι «η Κίνα είχε δανείσει τουλάχιστον 95,5 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2000 και 2015. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι μία μεγάλη μάζα χρέους. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, τα δεδομένα δείχνουν ότι τα κινεζικά δάνεια στη πραγματικότητα παρείχαν μια χρήσιμη υπηρεσία: χρηματοδότησαν το σοβαρό κενό υποδομών της Αφρικής. Σε μια ήπειρο όπου πάνω από 600 εκατομμύρια Αφρικανοί δεν έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια, το 40% των κινεζικών δανείων επενδύθηκαν για την παραγωγή και την μετάδοση ηλεκτρικής ενέργειας. Ένα άλλο 30% πήγε για τον εκσυγχρονισμό της καταρρέουσας υποδομής μεταφορών της Αφρικής… Συνολικά, η ενέργεια και οι μεταφορές είναι επενδύσεις που ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Και διαπιστώσαμε ότι τα κινεζικά δάνεια έχουν γενικά συγκριτικά χαμηλά επιτόκια και μεγάλες περιόδους αποπληρωμής». Πράγματι, η απροθυμία των δυτικών αναπτυξιακών τραπεζών να αναλάβουν επικίνδυνα δάνεια σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για κινεζικά δάνεια.

Σε ότι αφορά την λεγόμενη «αρπαγή γης», οι διάφορες ιστορίες για πλούσιους Κινέζους που αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις αφρικανικής γης για να καλλιεργήσουν τρόφιμα για την Κίνα «αποδείχθηκαν ως επί το πλείστον ότι είναι μύθοι… η Κίνα δεν είναι κυρίαρχος επενδυτής στη γεωργικές φυτείες στην Αφρική, σε αντίθεση με το πώς απεικονίζεται συχνά».

Διάφοροι φορείς του δυτικού κατεστημένου αγκαλιάζουν με ενθουσιασμό την ιδέα ότι η Κίνα είναι μια ιμπεριαλιστική δύναμη, για τους προφανείς λόγους ότι αποσπά την προσοχή από τον ιμπεριαλισμό τους και συμβάλλει στην προώθηση της διάσπασης και της δυσπιστίας του Παγκόσμιου Νότου προς την Κίνα. Η Χίλαρι Κλίντον λέει ότι η Κίνα προωθεί μια «νεοαποικιοκρατία» στην Αφρική. Ο Τζον Μπόλτον πιστεύει ότι η Κίνα χρησιμοποιεί «επιθετικές πρακτικές» για να εμποδίσει την ανάπτυξη της Αφρικής. Ωστόσο, αυτές οι ιδέες δεν αφορούν αποκλειστικά τους επαγγελματίες υπερασπιστές του ιμπεριαλισμού. Ο Adrian Budd, γράφοντας στο Socialist Review (προωθητή της ιδεολογίας του τρίτου στρατοπέδου από το 1950), δηλώνει κατηγορηματικά ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική και διαμαρτύρεται ότι «οι κινεζικές επενδύσεις στην Αφρική, που κυριαρχούνταν επί μακρόν από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, ήταν 36 δισεκατομμύρια δολάρια το 2016 έναντι 3,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων των ΗΠΑ, 2,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Βρετανίας και 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων της Γαλλίας».

Αλλά δεν υπάρχει ίση ένδειξη μεταξύ των επενδύσεων και του ιμπεριαλισμο. Η Αγκόλα δεν είναι ιμπεριαλιστική δύναμη στην Πορτογαλία, παρά τις εκτεταμένες επενδύσεις της εκεί. Οι επενδύσεις της Κίνας στην Αφρική είναι ευπρόσδεκτες στις δικαιούχες χώρες, επειδή χρησιμεύουν για την αντιμετώπιση κρίσιμων κενών στις υποδομές και τη χρηματοδότηση. Οι συμφωνίες πραγματοποιούνται με βάση την κυριαρχία και την ισότητα, χωρίς εξαναγκασμό. Ο προοδευτικός Έλληνας οικονομολόγος και πρώην υπουργός  Γιάνης Βαρουφάκης σημειώνει ότι «οι Κινέζοι είναι μη παρεμβατικοί με τρόπο που οι Δυτικοί δεν κατάφεραν ποτέ να καταλάβουν… Δεν φαίνεται να έχουν στρατιωτικές φιλοδοξίες… Αντί να πάνε στην Αφρική με στρατεύματα, σκοτώνοντας ανθρώπους όπως έκανε η Δύση… πήγαν στην Αντίς Αμπέμπα και είπαν στην κυβέρνηση: βλέπουμε ότι έχετε κάποια προβλήματα με την υποδομή σας και θα θέλαμε να χτίσουμε μερικά νέα αεροδρόμια, να αναβαθμίσουμε το σιδηροδρομικό σας σύστημα, να δημιουργήσουμε ένα τηλεφωνικό σύστημα και να ανοικοδομήσουμε τους δρόμους σας». Ο Βαρουφάκης – ο οποίος ξεκινά το σχόλιό του σημειώνοντας ότι δεν είναι καθόλου οπαδός του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος – υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτής της προσφοράς δεν ήταν καθαρή φιλανθρωπία, αλλά μάλλον η οικοδόμηση εμπιστοσύνη με την κυβέρνηση της Αιθιοπίας, ώστε να είναι σε καλή θέση στην διανομή συμβάσεων πετρελαίου. Παρ ‘όλα αυτά, είναι μια θεμελιωδώς διαφορετική προσέγγιση στην επιχειρηματική δραστηριότητα από αυτήν που υιοθέτησαν οι Ευρωπαίοι και οι Βόρειοι Αμερικανοί κατά τη διάρκεια αιώνων.

Τα κινεζικά δάνεια δεν επιβάλλουν λιτότητα ή ιδιωτικοποίηση. Πράγματι, η διαθεσιμότητα εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης σημαίνει ότι οι χώρες οφειλέτες δεν υποχρεούνται να αποδεχτούν τους άδικους όρους που έχουν επιβληθεί από τα δυτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τόσο καιρό. Όπως το έθεσε ο πρώην υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας της Νοτίου Αφρικής Rob Davies, η επεκτεινόμενη παρουσία της Κίνας στην Αφρική «μπορεί να είναι μόνο καλό… γιατί αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να υπογράφουμε δεσμευόμενοι σε ό, τι προωθείται κάτω από τις μύτες μας … Έχουμε τώρα εναλλακτικές λύσεις και αυτό είναι προς όφελός μας».

Ο Martin Jacques ασχολείται με αυτό το ζήτημα στο βιβλίο του «Όταν η Κίνα κυβερνά τον κόσμο»: «Η κινεζική βοήθεια έχει πολύ λιγότερες δεσμεύσεις από εκείνες των δυτικών εθνών και θεσμών. Ενώ το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επέμειναν, σύμφωνα με την ιδεολογική τους ατζέντα που εμπνέεται από τη Δύση, για την απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου, την ιδιωτικοποίηση και τον μειωμένο ρόλο του κράτους, η κινεζική στάση είναι πολύ λιγότερο περιοριστική και δογματική». Ο Jacques επισημαίνει ότι η κινεζική έμφαση στον σεβασμό της κυριαρχίας είναι «μια αρχή που θεωρείται απαραβίαστη και η οποία σχετίζεται άμεσα με τη δική τους ιστορική εμπειρία κατά τον «αιώνα ταπείνωσης».

Η επέκταση των επενδύσεων σε υποδομές που επιτρέπουν την ανάπτυξη των χωρών που έχουν υποστεί βίαιη υπανάπτυξη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (απαιτείται ανάγνωση του έργου του Walter Rodney σχετικά με το θέμα αυτό). Για παράδειγμα, η Chiponda Chibelu σημειώνει ότι «την τελευταία δεκαετία, οι αφρικανικές χώρες στράφηκαν σε μεγάλο βαθμό στην Κίνα για να τους βοηθήσουν να κατασκευάσουν και να επεκτείνουν την ψηφιακή τους υποδομή», έχοντας «λάβει λίγη υποστήριξη από τις δυτικές κυβερνήσεις για τεχνολογική υποδομή». Η Κίνα ενθαρρύνει ενεργά την επανάσταση των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας στην Αφρική.

Εν τω μεταξύ, οι κινεζικές εταιρείες επενδύουν σε έργα πράσινης ανάπτυξης σε ολόκληρη την ήπειρο – και τον κόσμο. Η Κίνα υπήρξε ο κορυφαίος επενδυτής στην καθαρή ενέργεια για εννέα από τα τελευταία δέκα χρόνια, σύμφωνα με τη Σχολή Οικονομικών και Διοίκησης της Φρανκφούρτης. Η Κινεζική Ακαδημία Επιστημών συμμετέχει σε μεγάλο βαθμό στη στήριξη ερευνητικών έργων στην Αφρική, συμπεριλαμβανομένης της αγρονομικής έρευνας που στοχεύει στον τερματισμό της έλλειψης τροφίμων.  Δεκάδες χιλιάδες Αφρικανοί φοιτητές παρακολουθούν πανεπιστήμια στην Κίνα, που προσφέρουν τώρα «περισσότερες πανεπιστημιακές υποτροφίες σε Αφρικανούς φοιτητές από ό, τι οι κορυφαίες δυτικές κυβερνήσεις συνδιαστικά». Ο Mohamed Hassan, πρόεδρος της Παγκόσμιας Ακαδημίας Επιστημών, λέει ότι η Κίνα «κάνει τα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα για την Αφρική» όταν πρόκειται για την εκπαίδευση των μελετητών.

Συνολικά, οι αυξανόμενες κινεζικές επενδύσεις και εμπόριο καλωσορίστηκαν από τις αφρικανικές χώρες και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της ηπείρου. Η Κίνα επέμεινε σταθερά στην προσέγγιση «πέντε-όχι», όπως περιγράφεται από τον Πρόεδρο Xi στη Σύνοδο Κορυφής του Φόρουμ για τη Συνεργασία Κίνας-Αφρικής του Πεκίνου το 2018: «Καμία παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις των αφρικανικών χωρών, καμία επιβολή της βούλησής μας στις αφρικανικές χώρες, καμία επιβολή πολιτικών δεσμών στη βοήθεια προς την Αφρική και καμία επιδίωξη σε εγωιστικά πολιτικά κέρδη στη συνεργασία επενδύσεων και χρηματοδότησης με την Αφρική».  Η Αφρική γνωρίζει τι είναι ο ιμπεριαλισμός και δεν μοιάζει με αυτό.

Επομένως, η δέσμευση της Κίνας με την Αφρική έχει πολύ μικρή ομοιότητα με τον «παραδοσιακό δρόμο» της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Πορτογαλίας, του Βελγίου, της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Κάτω από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και τη νεοαποικιοκρατία, η Αφρική παρέμεινε στην ίδια κατάσταση όπως περιγράφεται από τον Μαρξ το 1867: «Αναδύεται ένας νέος και διεθνής καταμερισμός εργασίας, που ταιριάζει στις απαιτήσεις των κύριων βιομηχανικών χωρών και μετατρέπει ένα μέρος του πλανήτη σε κυρίως γεωργικό τομέα παραγωγής για τον εφοδιασμό του άλλου μέρους, το οποίο παραμένει πρωταρχικά κατεξοχήν στον βιομηχανικό τομέα». Όπως γράφει ο πρώην υπουργός Δημοσίων Έργων της Λιβερίας W Gyude Moore, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας «δεν υπήρξε ποτέ πρόγραμμα οικοδόμησης υποδομής ηπειρωτικής κλίμακας για τους σιδηροδρόμους, τους δρόμους, τους λιμένες, τους σταθμούς διήθησης νερού και τους σταθμούς παραγωγής ενέργειας της Αφρικής». Εν τω μεταξύ «η Κίνα έχει χτίσει περισσότερες υποδομές στην Αφρική σε δύο δεκαετίες από ό, τι η Δύση σε τόσους αιώνες».

Ο ηγέτης της ανεξαρτησίας της Μοζαμβίκης, Samora Machel, πρόεδρος από το 1975 μέχρι το θάνατό του το 1986, έκανε ένα παρόμοιο σχόλιο σχετικά με τη νεοαποικιακή υπανάπτυξη: «Χρειάζονται η Αφρική να μην έχει βιομηχανία, ώστε να συνεχίσει να παρέχει πρώτες ύλες. Να μην έχουμε βιομηχανία χάλυβα. Δεδομένου ότι αυτό θα ήταν μια πολυτέλεια για τους Αφρικανούς. Χρειάζονται η Αφρική να μην έχει φράγματα, γέφυρες, υφαντικούς μύλους για ρούχα. Ένα εργοστάσιο για παπούτσια; Όχι, ο Αφρικανός δεν το αξίζει. Όχι, αυτό δεν ισχύει για τους Αφρικανούς».

Σε αυτό το ερώτημα, ο Σενεγαλο-Αμερικανός μουσικός Akon δείχνει πολύ καλύτερη αντίληψη από τους οπαδούς του τρίτου δρόμου όταν δηλώνει ότι «κανείς δεν έχει κάνει περισσότερα για να ωφελήσει την Αφρική από τους Κινέζους».

Κίνα και Λατινική Αμερική

Οι κινεζικές εταιρείες έχουν επίσης επενδύσει σημαντικά σε έργα υποδομής στη Λατινική Αμερική, ενώ έχουν καταστεί ο μεγαλύτερος πιστωτής και βασικός εμπορικός εταίρος της ηπείρου. Ο Max Nathanson παρατηρεί ότι «οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής εκφράζουν δυσφορία εδώ και πολύ καιρό για την ελλιπή υποδομή των χωρών τους» και ότι η Κίνα έχει «παρέμβει με μια λύση: περίπου 150 δισεκατομμύρια δολάρια δανείστηκαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής από το 2005.» Η ανάδυση της κινεζικής οικονομικής συμμετοχής στη Λατινική Αμερική ενέπνευσε τον τότε αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον -ο οποίος δεν είναι ακριβώς γνωστός για τον ριζοσπαστικό αντι-ιμπεριαλισμό του- να κατηγορήσει την Κίνα ότι είναι «νέα αυτοκρατορική δύναμη… η οποία  χρησιμοποεί οικονομική κρατική δύναμη για να τραβήξει την περιοχή στην σφαίρα επιρροής της.»

Ωστόσο, ο ρόλος της Κίνας στη Λατινική Αμερική δεν θεωρείται «ιμπεριαλιστικός» από τους εκπροσώπους της εργατικής τάξης και τις καταπιεσμένες μάζες στην ήπειρο αυτή. Για παράδειγμα, ο εκλιπών πρόεδρος της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες επισκέφθηκε την Κίνα έξι φορές κατά τη διάρκεια των 13 ετών του ως πρόεδρος της Βενεζουέλας και ήταν ισχυρός υποστηρικτής των σχέσεων Κίνας-Βενεζουέλας. Θεώρησε την Κίνα βασικό εταίρο στον αγώνα για ένα νέο κόσμο, δηλώνοντας αναμφισβήτητα: «Μας έχουν χειραγωγήσει για να πιστέψουμε ότι ο πρώτος άνθρωπος στο φεγγάρι ήταν το πιο σημαντικό γεγονός του 20ου αιώνα. Αλλά όχι, πολύ πιο σημαντικά πράγματα συνέβησαν, και ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα του 20ού αιώνα ήταν η κινεζική επανάσταση.»

Η κυβέρνηση Chávez και ο διάδοχός της ενθάρρυναν πάντα την κινεζική οικονομική συνεργασία με τη Βενεζουέλα και δεν την θεώρησαν ποτέ ιμπεριαλιστική. Αντιθέτως, ο Chávez θεώρησε ότι μια συμμαχία με την Κίνα αποτελούσε οχυρό κατά του ιμπεριαλισμού – ένα «Μεγάλο Τείχος κατά του αμερικανικού ηγεμονισμού.» Οι κινεζικές χρηματοδοτήσεις ήταν κρίσιμες για αναπτυξιακά έργα στους τομείς της ενέργειας, της εξόρυξης, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας, των επικοινωνιών, των μεταφορών, της στέγασης και του πολιτισμού, και ως εκ τούτου, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φτωχών της Βενεζουέλας, των φτωχών της Βενεζουέλας κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο Kevin Gallagher γράφει στο The China Triangle ότι τα πρωτοφανή προγράμματα της Βενεζουέλας για την καταπολέμηση της φτώχειας έγιναν δυνατά μέσω του συνδυασμού ανάμεσα «στην υψηλή τιμή του πετρελαίου της δεκαετία του 2000 και … του κοινού ταμείου με την Κίνα.» Σε όλη την ήπειρο, η «Έκρηξη της Κίνας» από το 2003-13 «βοήθησε στην εξάλειψη των αυξήσεων ανισότητα στη Λατινική Αμερική που συσσωρεύτηκε κατά την περίοδο του λεγόμενου «Washington Consensus».»

Μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των κινεζικών και των δυτικών επενδύσεων -μεταξύ της «Άνθισης της Κίνας» της Λατινικής Αμερικής και του «Washington Consensus» – είναι ότι «όταν έρχονται οι κινεζικές τράπεζες, δεν επιβάλλουν κανενός είδους όρους πολιτικής, σύμφωνα με τη γενική εξωτερική πολιτική τους για τη μη παρέμβαση.» Μάλλον, οι κινέζοι επενδυτές αντιμετωπίζουν τις δανειζόμενες χώρες ως ισότιμες και εργάζονται για τον σχεδιασμό αμοιβαίως επωφελών συμφωνιών. Δεδομένου ότι τα κινεζικά δάνεια δεν συνοδεύονται από συνθήκες λιτότητας και ιδιωτικοποίησης, οι κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής κατάφεραν να αξιοποιήσουν τις επενδύσεις της Κίνας και την αγορά βασικών αγαθών για να δαπανήσουν με πρωτοφανή ρυθμό στη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.

Ο Chávez μίλησε ξεκάθαρα για τη διαφορά μεταξύ της Κίνας και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων: «Η Κίνα είναι μεγάλη αλλά δεν είναι αυτοκρατορία. Η Κίνα δεν ποδοπατά κανέναν, δεν έχει εισβάλει σε κανέναν, δεν τριγυρίζει ρίχνοντας βόμβες σε κανέναν.» Αυτή η δυναμική συνεχίζεται. Συγκρίνοντας τη στάση των ΗΠΑ και της Κίνας έναντι της Βενεζουέλας, ο υπουργός Εξωτερικών Jorge Arreaza δήλωσε ότι «η χώρα μας δέχεται διαρκείς επιθέσεις και επιθέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής… Δόξα τω Θεώ, η ανθρωπότητα μπορεί να βασιστεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας για να εγγυηθεί την ειρήνη ή τουλάχιστον λιγότερες συγκρούσεις.» Ο Arreaza περιέγραψε τις εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες μεταξύ Κίνας και Βενεζουρίας. Είναι σαν να έχουν συσταθεί  στη βάση ενός «δίκαιου, ορθού και ισότιμου τρόπου.»

Ο Φιντέλ Κάστρο –που ούτε κατά διάνοια μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται στο τμήμα κατά των ιμπεριαλιστών- απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα ότι η Κίνα ήταν ιμπεριαλιστική δύναμη. «Η Κίνα έχει γίνει αντικειμενικά η πιο υποσχόμενη ελπίδα και το καλύτερο παράδειγμα για όλες τις χώρες του Τρίτου Κόσμου… ένα σημαντικό στοιχείο ισορροπίας, προόδου και διασφάλισης της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας.» Η βοήθεια και φιλία της Κίνας έχει αποδειχθεί ανεκτίμητη για τη σοσιαλιστική Κούβα. Η Κίνα είναι τώρα ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της νήσου και η κύρια πηγή τεχνικής βοήθειας.

Η Κίνα καθιέρωσε επίσης ισχυρές σχέσεις με τη Βολιβία υπό την προοδευτική κυβέρνηση του Evo Morales. Μιλώντας σε μια πρόσφατη εκδήλωση της εκστρατείας No Cold War, ο Βολιβιανός δημοσιογράφος Ollie Vargas μίλησε για το ρόλο της Κίνας στην εκτόξευση του πρώτου τηλεπικοινωνιακού δορυφόρου της Βολιβίας: «Η Βολιβία είναι μια μικρή χώρα, δεν έχει την εμπειρογνωμοσύνη να εκτοξεύσει έναν πύραυλο στο διάστημα, έτσι συνεργάστηκε με την Κίνα για να εκτοξεύσει τον δορυφόρο που τώρα παρέχει το διαδίκτυο και το τηλεφωνικό σήμα σε όλες τις γωνιές της χώρας, από τον Αμαζόνιο μέχρι τις Άνδεις, και εδώ στις περιοχές της εργατικής τάξης των μεγάλων πόλεων.» Ο Vargas είπε ότι το έργο ήταν ένα θετικό μοντέλο αμοιβαίας ωφέλιμης συνεργασίας, καθώς η Κίνα προσέφερε εμπειρογνωμοσύνη και επενδύσεις. αλλά δεν επεδίωξε να αποκτήσει την κυριότητα του τελικού προϊόντος· ο δορυφόρος ανήκει στον βολιβιανό λαό.

Όπως και στην Αφρική, οι κατηγορίες για κινεζικό ιμπεριαλισμό στη Λατινική Αμερική δεν μπορούν να αντέξουν στη κριτική. Η κίνα πραγματοποιεί εμπορικές συναλλαγές με τη Λατινική Αμερική· η Κίνα επενδύει στη Λατινική Αμερική· Ωστόσο, η Κίνα δεν επιχειρεί να κυριαρχήσει στη Λατινική Αμερική ούτε να θέσει σε κίνδυνο την εθνική της ανεξαρτησία.

Belt and Road

Η Belt and Road Initiative (BRI) είναι μια παγκόσμια στρατηγική ανάπτυξης υποδομών που προτάθηκε από την Κίνα το 2013. Αποτελεί ένα πρόγραμμα με πρωτόγνωρες προοπτικές, καθώς η BRI επιδιώκει να αναβιώσει τον αρχικό Δρόμο του Μεταξιού – ένα τεράστιο εμπορικό δίκτυο που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δυναστείας Χαν (206 BCE-220 CE) και το οποίο συνέδεε την Κίνα με την Ινδία, την Κεντρική Ασία και άλλες περιοχές. Η BRI επιδιώκει να προωθήσει την παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση και την συνεργασία μέσω της κατασκευής τεράστιου αριθμού δρόμων, σιδηροδρόμων, γεφυρών, εργοστασίων, λιμένων, αερολιμένων, ενεργειακών υποδομών και τηλεπικοινωνιακών συστημάτων, που όλα αυτά θα επιτρέψουν τη βαθύτερη ολοκλήρωση των αγορών και την αποτελεσματικότερη μεταφορά των πόρων.

Από τις αρχές του 2021, 140 χώρες σε όλη την Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική εντάχθηκαν στο BRI υπογράφοντας ένα μνημόνιο συμφωνίας με την Κίνα. Σύμφωνα με το πρόγραμμα επενδύσεων του BRI «εκτιμάται ότι επενδυθούν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια για την οικοδόμηση ξένων υποδομών» κατά την δεκαετία από το 2017.

Ο βασικός οικονομικός σκοπός του BRI είναι η προώθηση της ανάπτυξης μέσω της διεύρυνσης της συνεργασίας και του διασυνοριακού συντονισμού. Σύμφωνα με τον Κινέζο οικονομολόγο Justin Yifu Lin, «όσο βαθύτερος είναι ο καταμερισμός εργασίας, τόσο μεγαλύτερη είναι η παραγωγικότητα της οικονομίας. Όμως ο καταμερισμός εργασίας περιορίζεται από το μέγεθος της αγοράς. Έτσι, όσο μεγαλύτερη είναι η αγορά, τόσο πιο εξειδικευμένη είναι η εργασία.»

Από πολιτική άποψη, το σχέδιο εντάσσεται σε μία στρατηγική μακράς πνοής που έχει ως στόχο να χρησιμοποιήσει την οικονομική ενσωμάτωση για να αυξήσει το κόστος (και έτσι να μειώσει την πιθανότητα) μίας ενδεχόμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Ο Peter Nolan γράφει ότι «η Κίνα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την πλούσια εμπειρία της στην κατασκευή εγχώριων υποδομών προκειμένου να συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη του Δρόμου του Μεταξιού στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ασία.» Ένα βασικό πολιτικό υποπροϊόν αυτού είναι και «η τόνωση αρμονικών σχέσεων μεταξύ αυτών των χωρών.»

Η Κίνα βρίσκεται σε πολύ καλή θέση στο να αποτελέσει την κινητήρια δύναμη ενός τέτοιου σχεδίου, δεδομένου του μεγέθους του, της τοποθεσίας του και της φύσης της οικονομίας της. Ο πορτογάλος πολιτικός και ακαδημαϊκός Bruno Maçães παρατηρεί ότι η κεντρικά σχεδιασμένη φύση της κινεζικής οικονομίας, με το κράτος να είναι » υπεύθυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα», έχει επιτρέψει στην Κίνα να δράσει γρήγορα και αποφασιστικά, κατευθύνοντας τεράστιους οικονομικούς πόρους σε έργα που αφορούν τη BRI. Η κινεζική εμπειρογνωμοσύνη στην μηχανική ανοίγει ήδη μερικούς από τους πιο δύσκολους δρόμους και σιδηροδρόμους στον κόσμο για παράδειγμα.

Η Ashley Smith και ο Kevin Lin, γράφοντας για το Σοσιαλιστικό Φόρουμ του DSA, θεωρούν ότι το BRI είναι «αδιαμφισβήτητα μία ιμπεριαλιστική πρωτοβουλία», διαλέγοντας χωρία από τον Ιμπεριαλισμό του Λένιν, για να αποδείξουν την θέση τους. Η Κίνα επιχειρεί να «εξάγει την τεράστια πλεονάζουσα παραγωγική της ικανότητά, να εξασφαλίσει πρώτες ύλες για την αναπτυσσόμενη οικονομία της και να βρει νέες αγορές για τα προϊόντα της.» Ισχυρίζονται ότι μέσω της BRI εξαναγκάζει ολόκληρες χώρες σε «εξαρτημένη ανάπτυξη», ακόμη και «αποβιομηχάνιση ορισμένων χωρών, όπως η Βραζιλία και με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του κινεζικού καπιταλισμού.»

Αυτή η κριτική θυμίζει περισσότερο τον Mike Pompeo παρά τον Vladimir Lenin, και συνδέεται με την αναδυόμενη πολιτική του Νέου Ψυχρού Πολέμου που κατηγορεί την Κίνα για όλα τα οικονομικά προβλήματα. Είναι βέβαιο ότι το άνοιγμα της αγοράς θα καταστήσει ορισμένες επιχειρήσεις μη βιώσιμες, αλλά η ανάδειξη της Κίνας ως ένα μεγάλο εμπορικό έταιρο της Βραζιλίας υπήρξε επωφελής για τους ανθρώπους και των δύο χωρών. Πράγματι, ο υπουργός Εξωτερικών της Βραζιλίας στην κυβέρνηση Λούλα, Celso Amorim, θεώρησε ότι η ανθούσα σχέση Κίνας-Βραζιλίας βρίσκεται στο επίκεντρο μιας «αναδιαμόρφωσης της εμπορικής και διπλωματικής γεωγραφίας του κόσμου.»

Εάν η BRI αποσκοπεί όντως στο να επιβάλει μία συνθήκη «εξαρτημένης ανάπτυξης», ίσως θα προκαλέσει έκπληξη το γεγονός ότι σχεδόν κάθε χώρα του Παγκόσμιου Νότου την έχει υπογράψει – συμπεριλαμβανομένων 42 από τις 56 χώρες της Αφρικής. Είναι βέβαιο ότι δεν θα θελήσουν να συμμετάσχουν όλοι. Στην πραγματικότητα όμως, οι περισσότερες χώρες είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές έναντι της BRI, διότι προσφέρει ακριβώς αυτό που χρειάζονται, και ακριβώς αυτό που ο παγκόσμιος ιμπεριαλισμός παρακωλύει εδώ και αιώνες: ανάπτυξη. Επί του παρόντος, για παράδειγμα, μόλις το 43 τοις εκατό των ανθρώπων στην Αφρική έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα. Τα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα είναι πολύ υπανάπτυκτα. Εκατοντάδες χρόνια ευρωπαϊκού «εκπολιτισμού» στην Αφρική που οδήγησαν αν όχι στη σημαντικότερη εξαθλίωση και τη δυστυχία του σύγχρονου καπιταλισμού και ελάχιστη πρόοδο;

Η πρωτοβουλία Bealt και Road συμβάλει στη συγκρότηση ενός βασικού πλαισίου για την οικονομική ανάπτυξη και, ως εκ τούτου, δημιουργεί τις απαραίτητες συνθήκες για τις πρώην αποικιοκρατικές χώρες ώστε να ξεφύγουν από την εξάρτηση, να αποφύγουν τον οικονομικό εξαναγκασμό που οργάνωσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους. Ο βασικός λόγος για τον οποίο το Washington Consensus –δηλαδή η επιβολή του «δόγματος του σοκ» στην οικονομία- έχει μερικώς αρθεί είναι η διαθεσιμότητα εναλλακτικής χρηματοδότησης, ιδίως από κινεζικές αναπτυξιακές τράπεζες ή τράπεζες με σημαντική κινεζική παρουσία. Ακόμη και το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα χρειάστηκε να κάνουν εκπτώσεις στις προϋποθέσεις των δανείων τους, καθώς οι χρεώστριες χώρες έχουν πλέον καλύτερες επιλογές. Ο Kevin Gallagher σημειώνει ότι, για παράδειγμα, οι ηγέτες της Λατινικής Αμερικής «ήταν απρόθυμοι να συνδέσουν περαιτέρω τις οικονομίες τους με τις πολιτικές της Washington Consensus — σε μεγάλο βαθμό επειδή πιστεύουν ότι έχουν ως εναλλακτική την Κίνα.» Επιπλέον, οι επενδύσεις της BRI έχουν φιλικό προς το περιβάλλον πρόσημο – για παράδειγμα, η αιολική, η ηλιακή και η υδροηλεκτρική ενέργεια αποτελούσαν το 57 τοις εκατό των επενδύσεων της BRI σε ενέργεια σε 2020, από 38 τοις εκατό που ήταν το 2019.

Αν και στη Δύση είναι πολύ δημοφιλής η ιδέα ότι η Κίνα ασκεί διπλωματία παγιδεύοντας ολόκληρες χώρες σε “φαύλο κύκλο εξυπηρετήσης  χρεών που δεν εξυπηρετούνται» στα πλαίσια της BRI, η πραγματική κατάσταση είναι ότι «σχεδόν κάθε μελέτη που εξετάζει τους όρους του χρέους των αναπτυσσόμενων χωρών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι όροι δανεισμού των αναπτυγμένων χωρών είναι πιο επαχθείς από αυτόν της Κίνας.» Απαντώντας στις κατηγορίες ότι η Κίνα είχε δημιουργήσει μια «παγίδα χρέους» στο Πακιστάν μέσω της BRI, ο κινέζος πρέσβης σημείωσε ότι το 42% του χρέους του Πακιστάν είναι προς τους δυτικούς οργανισμούς και τα κινεζικά δάνεια αποτελούν μόνο το 10%. Γράφοντας για την ενημερωτική πύλη The Atlantic, η Deborah Braütigam και η Meg Rithmire απομυθοποιούν την αφήγηση περί κάποιας στρατηγικής εξάρτησης χωρών μέσω της «παγίδας χρέους», εξετάζοντας με μεγάλη λεπτομέρεια το βασικότερο παράδειγμα, που είναι η περίπτωση του λιμανιού Hambantota στη Σρι Λάνκα. Η Braütigam και Rithmire σχολιάζουν ότι η ιδέα μιας κυνικής Κίνας που τραμπουκίζει τις αφελείς κυβερνήσεις του Παγκόσμιου Νότου «απεικονίζει εσφαλμένα τόσο το Πεκίνο όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες με τις οποίες ασχολείται»· πράγματι, περιέχει ένα στοιχείο ρατσισμού, και ιδιαίτερα την ιδέα ότι η πλειονότητα των χωρών στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική παρατάσσονται πρόθυμα πίσω από κάποια κινεζική αποικιοκρατία η οποία είναι τόσο πονηρή που πετυχαίνει ό,τι θέλει ακόμα και χωρίς την απειλή όπλων.

Το BRI αναμφισβήτητα προωθεί την παγκοσμιοποίηση, αλλά η παγκοσμιοποίηση και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα. Ο αρχικός Δρόμος του Μεταξιού ήταν «το επίκεντρο ενός από τα πρώτα κύματα της παγκοσμιοποίησης, που συνέδεσε τις ανατολικές και τις δυτικές αγορές, συνέβαλε στη συσσώρευση τεράστιου πλούτου και συνέβαλε στην διάχυση διαφορετικών πολιτιστικών και θρησκευτικών παραδόσεων. Πολύτιμα κινέζικα μεταξωτά, μπαχαρικά, νεφρίτες και άλλα αγαθά που μεταφέρθηκαν προς τη δύση, ενώ η Κίνα έλαβε χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα, όπως ελεφαντόδοντο και προϊόντα γυαλιού.»

Πρόκειται προφανώς για μια μορφή παγκοσμιοποίησης, αλλά χωρίς την κυριαρχία και τον εξαναγκασμό που χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό. Η ανάπτυξη του εμπορίου, η δημιουργία υποδομών και η επέκταση της φιλικής συνεργασίας είναι όλα προς το συμφέρον των λαών των συμμετεχουσών χωρών. Το να συγκρίνουμε μια τέτοια διαδικασία με τον ιμπεριαλισμό, όπως εφαρμόζεται από τη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία, αποτελεί προσβολή για τα εκατοντάδες εκατομμύρια σε ολόκληρη την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική που έχουν υποστεί τη δυστυχία της αποικιακής και νεοαποικιακής υποδούλωσης. Οι δυτικές δυνάμεις ανησυχούν σίγουρα για την BRI, δεδομένης της «πρακτικής σημασίας που έχει η μετατόπιση του κέντρου βάρους του κόσμου από τον Ατλαντικό στον Ειρηνικό», όπως είχε αναφέρει και ο Χένρι Κίσινγκερ. Αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι κάτι που πρέπει να φοβούνται οι σοσιαλιστές.

Νότια Κινεζική θάλασσα

Ο «στρατιωτικός επεκτατισμός» της Κίνας στη Νότια Θάλασσα της Κίνας είναι άλλο ένα συχνά αναφερόμενο παράδειγμα αιτιολόγησης του κινεζικού ιμπεριαλισμού. Η Κίνα διεκδικεί την κυριότητα επί του μεγαλύτερου μέρους της Νότιας Θάλασσας της Κίνας, και τα τελευταία χρόνια έχει εντείνει τις ναυτικές της επιχειρήσεις μέσα από την κατασκευή τεχνητών νησιών στην περιοχή. Οι κινεζικοί ισχυρισμοί επικαλύπτονται σε πολλά μέρη με εκείνους του Μπρουνέι, της Ινδονησίας, της Μαλαισίας, των Φιλιππίνων και του Βιετνάμ.

Ο Amitai Etzioni αναφέρει ότι οι διεκδικήσεις της Κίνας σε μεγάλο μέρος της Νότιας Κίνεζικής θάλασσας, παρότι είναι ιδιαίτερα μεγάλες και φιλόδοξες, σε τελική ανάλυση δεν είναι ασυνήθιστες στη διεθνή πολιτική. «Ο Καναδάς, η Ρωσία, η Δανία και η Νορβηγία έχουν υποβάλει αλληλεπικαλυπτόμενες αξιώσεις στον Βόρειο Πόλο και στον Αρκτικό Ωκεανό, και έχουν πραγματοποιήσει εξερευνητικές αποστολές και στρατιωτικές ασκήσεις στην περιοχή για να ενισχύσουν τις θέσεις τους». Ακόμα και στην ίδια την Νότια Κινεζική θάλασσα άλλες χώρες έχουν ιδιαίτερα φιλόδοξες διεκδικήσεις και πραγματοποιούν στρατιωτικά έργα. Ο Jude Woodward παρατήρησε ότι η κατασκευή νησιών από την Κίνα αποτελεί σε μεγάλο βαθμό απάντηση στις ενέργειες άλλων κρατών στην περιοχή: «Όσον αφορά μάλιστα τις ενέργειές σε σχέση αυτά τα αμφισβητούμενα νησιά, η Κίνα μπορεί δικαίως να υποστηρίξει ότι δεν έχει κάνει τίποτα περισσότερο από έχουν κάνει και άλλα κράτη… Άλλωστε σπάνια αναφέρεται ότι γεγονός η Ταϊβάν είχε από καιρό ένα αεροπορικό σταθμό στο Taiping, η Μαλαισία στο Swallow Reef, το Βιετνάμ στο νησί Spratly και τις Φιλιππίνες στο Thitu. »

Το ενδιαφέρον της Κίνας για τα νησιά της Νότιας Κίνας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, ούτε συνδέεται με την ανακάλυψη φυσικών πόρων σε αυτά τα νησιά, όπως ισχυρίζεται συχνά. Πρόκειται για ακατοίκητα νησιά που υπήρξαν σημαντικά σημεία στάσης για τα κινεζικά πλοία για τουλάχιστον 2.000 χρόνια. Η Κίνα θεωρεί αυτά τα νησιά δικά της από την εποχή της δυναστείας των Χαν.

Ο σκοπός του ισχυρισμού της Κίνας για κυριαρχία σε μεγάλο μέρος της Θάλασσας της Νότιας Κίνας δεν έχει καμία σχέση με τον «επεκτατικό» και τίποτα έχει να κάνει με τη διασφάλιση της οικονομικής και στρατιωτικής του ασφάλειας.

Η προσπάθεια επικύρωσης της εθνικής κυριαρχίας στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας δεν είναι σημάδι «επεκτατικής πολιτικής» και πως όλα έχουν να κάνουν με τη διασφάλιση της οικονομικής και στρατιωτικής της ασφάλειας. Ο Robert Kaplan αναφέρει επίσης ότι η Θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι «κρίσιμης σημασίας» για τα συμφέροντα της Κίνας – «τόσο κεντρική όσο είναι η Μεσόγειος για την Ευρώπη». Οι στρατιωτικές της βάσεις στη θάλασσα δεν έχουν κάποιο αντίκτυπο στη ναυτιλία ή σε άλλες ειρηνικές δραστηριότητες, αλλά αποσκοπούν στη μείωση της τρωτότητας και την αποτροπή οποιασδήποτε προσπάθειας από εχθρικές δυνάμεις να επιβάλουν αποκλεισμό. Δεδομένης της συνεχιζόμενης στρατιωτικοποίησης των ΗΠΑ στην περιοχή, και της δημόσιας προσπάθειάς της να δημιουργήσει μια συμμαχία χωρών του Ειρηνικού εναντιόν της Κίνας, δεν μιλάμε πλέον για ένα αφηρημένο υποθετικό ζήτημα. Για παράδειγμα, η μόνη σημαντική θαλάσσια διαδρομή από τη Νότια Κινεζική Θάλασσα μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό είναι μέσω του στενού της Malacca. Αν οι ΗΠΑ είχαν τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο των ωκεανών που είναι κάτι που επιζητεί, θα μπορούσαν να διακόψουν πολύ εύκολα τον ενεργειακό εφοδιασμό της Κίνας.

Ο Peter Frankfopan γράφει: «Το παρόν και το μέλλον της Κίνας εξαρτάται από το αν θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει ότι μπορεί να έχει πρόσβαση σε ό,τι χρειάζεται, με ασφάλεια, χωρίς κινδύνους και  διακοπές — καθώς και να εμποδίσει όποιες προσπάθειες επιχειρούν να εμπλακούν στις υποθέσεις της ή να περιορίσουν την οικονομική της ανάπτυξη μέσω της αμφισβήτησης της ασφάλειας των διαδρομών προς και από αγορές σε άλλα μέρη του κόσμου.»

Οι ανησυχίες για κάποιο κινεζικό επεκτατισμό στον Ειρηνικό είναι άστοχες και υποκριτικές, αν αξιολογήσουμε επίσης τα δικαιώματα που διεκδικούν οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γαλλία και άλλοι στην περιοχή. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS), η οποία εγκρίθηκε το 1992 -αλλά την οποία, κυρίως, οι Ηνωμένες Πολιτείες αρνήθηκαν να υπογράψουν- σε κάθε έθνος απονέμεται μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) 200 ναυτικών μιλίων γύρω από την επικράτειά του. Η ΑΟΖ παρέχει ειδικά δικαιώματα όσον αφορά την εξερεύνηση και τη χρήση των θαλάσσιων πόρων, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής ενέργειας από το νερό και την αιολική ενέργεια. Ο Peter Nolan παρατηρεί ότι, στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η αδιαφιλονίκητη ΑΟΖ της Κίνας είναι λίγο λιγότερο από ένα εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα. Εν τω μεταξύ, η Γαλλία έχει 10 εκατομμύρια, οι ΗΠΑ 10 εκατομμύρια, και το ΗΒ 6 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων του ΗΒ, μαζί με τις αποικίες που διατηρεί έως σήμερα. Τα υπερπόντια εδάφη της Βρετανίας περιλαμβάνουν τα Φώκλαντ (Μαλβίνας), τα Νησιά Σάντουιτς, τις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, τα Νησιά Κάιμαν, το Μονσεράτ, τα Βρετανικά Εδάφη του Ινδικού Ωκεανού και τα Πίτκερς – όλα χιλιάδες μίλια μακριά από τη Βρετανία. Οι Νήσοι Πίτκερν, μια ομάδα τεσσάρων ηφαιστειακών νήσων στον Νότιο Ειρηνικό, με συνολικό πληθυσμό 70 ατόμων, παρέχουν στη Βρετανία μια παρόμοια ΑΟΖ με εκείνη της Κίνας – με πληθυσμό 1,4 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Στο βαθμό στον οποίο έχουμε ένα οφθαλμοφανές πρόβλημα θαλάσσιας αποικιοκρατίας στο οποίο πρέπει να πάρουμε θέση, σίγουρα είναι αυτό.

Υπάρχουν αρκετά ακανθώδη εδαφικά ζητήματα σε σχέση με την Νότια Κινεζική θάλασσα, τα οποία θα χρειαστούν χρόνο και καλή θέληση για να επιλυθούν. Μπορούν να επιλυθούν μόνο από τις ίδιες τις χώρες της περιοχής. Η αυξανόμενη αμερικανοκινούμενη στρατιωτικοποίηση της περιοχής υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, η σκόπιμη συσσώρευση ανεπίλυτων διαφορών, και οι περιπολίες του Αμερικανικού Ναυτικού με πρόσχημα κάποια «ελευθερία της ναυσιπλοΐας» – που είναι εντελώς περιττές δεδομένου ότι «περισσότερα από 100.000 σκάφη διασχίζουν τη Νότια Θάλασσα της Κίνας κάθε χρόνο και σε καμία περίπτωση δεν έχει επηρεαστεί η ελευθερία της ναυσιπλοΐας» – αποσκοπούν μόνο στην κλιμάκωση της εντάσης, την αύξηση του αίσθησης ότι η Κίνα συνιστά απειλή και αναβάλει την επίλυση των διαφορών. Πράγματι, οι ενέργειες των ΗΠΑ (με την πλήρη υποστήριξη της Βρετανίας, φυσικά) δημιουργούν ένα από τα πιο σύνθετα και εύθραυστα σημεία ανάφλεξης στον κόσμο σήμερα. Το να παραπονιέται κανείς για κινεζικό επεκτατισμό στη Νότια Κίνεζική θάλασσα σημαίνει ότι εισέρχεται σε επικίνδυνα νερά ακριβώς στο πλευρό του αμερικάνικου ηγεμονισμού. Το βασικό αίτημα για το ειρηνευτικό κίνημα και για τους αντιιμπεριαλιστές πρέπει να είναι ο τερματισμός της στρατιωτικοποίησης της περιοχής που επιδιώκουν οι ΗΠΑ, καθώς και την υποστήριξη του ειρηνικού διαλόγου ανάμεσα στις χώρες που έχουν ανταγωνιστικές εδαφικές διεκδικήσεις (ένα παράδειγμα αυτού είναι το διαπραγματευτικό πλαίσιο για τον κώδικα συμπεριφοράς στη Νότια Κινεζική Θάλασσα που συμφωνήθηκε ανάμεσα στην Κίνα και το ASEAN το 2017).

Η πολυπολικότητα αποτελεί προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική πρόοδο

Το σύνθημα «Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο, αλλά διεθνής σοσιαλισμός» είναι μία κατηγορηματική στάση, σύμφωνα με την οποία η παγκόσμια εργατική τάξη δεν μπορεί να ελπίζει να προχωρήσει προς τον σοσιαλισμό, είτε συνδεθεί με τις ΗΠΑ είτε με την Κίνα. Επίσης ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο έχει ενδοιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά και ότι και οι δύο χώρες προωθούν ένα μοντέλο διεθνών σχέσεων που αποσκοπεί αποκλειστικά στην προώθηση των ιδιαίτερων τους σχεδίων παγκόσμιας ηγεμονίας.

Ωστόσο, μια πιο προσεκτική αξιολόγηση δείχνει ότι η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστική, και οι Μαρξιστές πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερη διανοητική προσπάθεια αν θέλουν να αναλύσουν τη στρατηγική της και να αξιολογήσουν τον βαθμό στον οποίο συμβάλει στην επίτευξη της παγκόσμιας σοσιαλιστικής προοπτικής. Ίσως το πιο σωστό σύνθημα να είναι το «Όχι η Ουάσιγκτον αλλά το Πεκίνο και διεθνής σοσιαλισμός». Δεν πρόκειται απλώς για ένα ζήτημα χώρις αξία για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Συμφωνούμε ότι η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει μια σειρά δυσεπίλυτων προβλημάτων που δεν μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού. ότι η εξάλειψη της θεμελιώδους αντίφασης ανάμεσα στην κοινωνική παραγωγή και την ιδιωτική απαλλοτρίωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Εάν υπάρχει πιθανότητα η στρατηγική της Κίνας να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας σοσιαλιστικής πορείας, θα πρέπει να μελετηθεί και να ληφθεί σοβαρά υπόψη.

Στις δεκαετίες του 1950 και του 60’, η επαναστατική Κίνα ακολούθησε μια αναμφισβήτητα επαναστατική αντι-ιμπεριαλιστική εξωτερική πολιτική, παρέχοντας κρίσιμη στήριξη στα απελευθερωτικά κινήματα στο Βιετνάμ, την Αλγερία, τη Μοζαμβίκη, τη Ζιμπάμπουε και αλλού. Μόλις ένα χρόνο μετά τη διακήρυξη της ΛΔΚ, ο Κινεζικός Λαϊκός Εθελοντικός Στρατός διέσχισε τον ποταμό προκειμένου να προσφέρει βοήθεια προς τον λαό της Κορέας στα πλαίσια του γενοκτονικού πολέμου που ξεκίνησαν οι ΗΠΑ και οι συμμάχους της. Τρία εκατομμύρια Κινέζοι πολέμησαν σε αυτόν τον πόλεμο, και εκτιμάται ότι 180.000 έχασαν τη ζωή τους. Αν και η έντονη ιδεολογική διαμάχη μεταξύ της Κίνας και της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε σε ορισμένες αντικειμενικά αντιδραστικές θέσεις (για παράδειγμα στην Αγκόλα και το Αφγανιστάν), η κατευθυντήρια αρχή της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ο μαχητικός αντιιμπεριαλισμός.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, έπειτα από δύο δεκαετίες έντονης αντιπαλότητας, δημιουργήθηκε η δυνατότητα για βελτίωση των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ. Έτσι, η Κίνα μπόρεσε να επανακτήσει την έδρα της στα Ηνωμένα Έθνη το 1971 και, στο τέλος της δεκαετίας, να συνάψει επίσημες διπλωματικές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Με την έναρξη της οικονομικής μεταρρύθμισης του 1978, η Κίνα επιδίωξε να δεχτεί ξένες επενδύσεις και να ξεκινήσει το εμπόριο με τη Νοτιοανατολική Ασία, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ. Η ανάγκη δημιουργίας ενός ευνοϊκού επιχειρηματικού περιβάλλοντος οδήγησε στην υιοθέτηση μιας πολιτικής «καλής γειτονίας», η οποία περιελάμβανε τη μείωση της στήριξης του αριστερού ένοπλου αγώνα στη Μαλαισία, την Ταϊλάνδη και αλλού. Η σύσταση του Deng Xiaoping για «απόκρυψη των δυνατοτήτων μας και εξοικονόμηση χρόνου» σήμαινε, στην ουσία, ότι η Κίνα όφειλε να στραφεί προς τις δικές της επιχειρήσεις και να επικεντρωθεί στην εσωτερική της ανάπτυξη.

Τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια, και ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, ωστόσο, η Κίνα έχει γίνει πιο ενεργή στην εξωτερική της πολιτική, με έντονη έμφαση στην πολυπολικότητα: «ένα πρότυπο πολλαπλών κέντρων εξουσίας, όλα με κάποια ικανότητα να επηρεάζουν τις παγκόσμιες υποθέσεις, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς που θα υπάρχει η δυνατότητα διαπραγματεύσεων.» Μια  παγκόσμια κατάσταση αυτού του είδους δεν θα διέπεται από ηγεμονισμό αλλά θα αποσκοπεί στη μετάβαση από την αμερικάνικη μονοπολική παγκόσμια τάξη σε ένα πιο ισότιμο σύστημα διεθνών σχέσεων στο οποίο οι μεγάλες δυνάμεις και οι περιφερειακοί συνασπισμοί θα συνεργάζονται και ανταγωνίζονται. Ένα καθεστώς αλληλεξάρτησης ανάμεσα στις διάφορες δυνάμεις, οι οποίες θα έχουν σχετικά συγκρίσιμα επίπεδα ισχύος, θα αυξάνει το κόστος και τους κινδύνους μιας πιθανής σύγκρουσης, προωθώντας έτσι την ειρήνη.

Αν και η πολυπολική αφήγηση δεν κάνει ρητή αναφορά στον αντιιμπεριαλισμό, είναι σαφές ότι ένας πολυπολικός κόσμος υπονοεί την άρνηση του αμερικανικού ηγεμονικού σχεδίου για στρατιωτικό και οικονομικό έλεγχο του πλανήτη. Ως εκ τούτου, ο βασικός του χαρακτήρας είναι αντιιμπεριαλιστικός, και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται με τέτοια περιφρόνηση από τους κύκλους της αμερικανικής πολιτικής. Αντιπροσωπεύει έναν κόσμο που φαίνεται πολύ διαφορετικός από την «παγκόσμια αμερικανική ηγεσία» , έναν κόσμο όπου οι ΗΠΑ δεν θα έχουν το ελέυθερο » να προβάλλουν την εξουσία τους σε όλο τον κόσμο.»

Όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο το γεγονός ότι η Κίνα υπάρχει ως πηγή επενδύσεων και χρηματοδότησης δημιουργεί σημαντική ώθηση για τις χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου (και μάλιστα σε μέρη της Ευρώπης), οι οποίες δεν χρειάζεται πλέον να δέχονται την επιβολή κυρώσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις ως προϋποθέσεις για τη λήψη έκτακτων δανείων. Η Τζένυ Κλεγκ γράφει ότι «οι αναπτυσσόμενες χώρες στο σύνολό τους μπορεί να βρουν, στις ευκαιρίες που δημιουργεί η άνοδος της Κίνας, περισσότερο περιθώριο ευελιξίας για να ακολουθήσουν το δικό τους μίγμα κράτους και αγοράς, ακόμα και για να εξερευνήσουν τα σοσιαλιστικά πειράματα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν λόγω των παρεμβάσεων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) τη δεκαετία του 1980.» Αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο. Η πολυπολικότητα ανοίγει το δρόμο για μεγαλύτερη εθνική αυτοδιάθεση στις αναπτυσσόμενες χώρες· σπάει τον ασφυκτικό κλοιό του ιμπεριαλιστικού πυρήνα (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία) στην περιφέρεια και, με τον τρόπο αυτό, «παρέχει το πλαίσιο για την πιθανή και αναγκαία υπέρβαση του καπιταλισμού», αντανακλώντας τα αξιομνημόνευτα λόγια του Samir Amin. Μέσω φόρουμ όπως το BRICS (μια διεθνής συμμαχία πέντε μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), FOCAC (Φόρουμ για τη συνεργασία Κίνας-Αφρικής), China-CELAC (Φόρουμ της Κίνας και της Κοινότητας των κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής) και άλλα, η Κίνα προωθεί σθεναρά την οικοδόμηση συνεργασίων Νότου-Νότου και συμβάλλει στην προώθηση των συμφερόντων του αναπτυσσόμενου κόσμου εν γένει.

Ο Clegg σημειώνει ότι «αυτό που διακυβεύεται λόγω της ανόδου της Κίνας είναι… μια πραγματική προοπτική που αντιτίθεται στο μελλοντικό μοντέλο της διεθνούς τάξης: είτε θα έχουμε την επίτευξη του στρατηγικού στόχου των ΗΠΑ για έναν μονοπολικό κόσμο με τη διατήρηση και την επέκταση των υφιστάμενων προτύπων εκμετάλλευσης, ή θα έχουμε ένα πολυπολικό και δημοκρατικό κόσμο, ένα πιο δίκαιο και ειρηνικό κόσμο». Αν η αριστερά καταδικάσει και τις δύο οδούς δεν θα καταφέρει τίποτα λιγότερο από την αυτογελοιοποίηση της.

Στην πραγματικότητα, το ούτε Ουάσιγκτον ούτε Πεκίνο σημαίνει υποστήριξη προς την Ουάσινγκτον

Σε αυτό το άρθρο, προσπάθησα να δείξω ότι ο βασικός χαρακτήρας της παγκόσμιας πολιτικής στη σημερινή εποχή δεν είναι αυτός του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, αλλά ένας αγώνας ανάμεσα στη πρόθεση των ΗΠΑ να συνεχίσουν την ηγεμονία τους και την Κίνα που επιδιώκει την εγκαθίδρυση μίας πολυπολικούς παγκόσμιας τάξης. Προσπάθησα ακόμα να δείξω ότι η πολυπολικότητα παρέχει μεγαλύτερες ευκαιρίες για ειρήνη και ανάπτυξη και ένα ευνοϊκότερο πλαίσιο για την πρόοδο της ανθρωπότητας προς τον σοσιαλισμό. Εάν οι μαρξιστές πράγματι «επισημαίνουν και αναδεικνύουν τα κοινά συμφέροντα ολόκληρου του προλεταριάτου, ανεξάρτητα από κάθε εθνικότητα», θα πρέπει να υποστηρίξουν την πολυπολικότητα. Η Κίνα ηγείται αυτού του κινήματος και οι ΗΠΑ ηγούνται της αντιπολίτευσης σε αυτό.

Εάν υπήρχε ένα ακμάζον πολιτικό κίνημα προς τα αριστερά του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος το οποίο θα επεδίωκε να συνεχίσει την προοδευτική παγκόσμια στρατηγική της Κίνας καθώς και να αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς που έγιναν μετά τον Μάο και να συμβάλει στη μετάβαση σε ένα σύστημα συνεταιρισμών υπό τον έλεγχο των εργαζομένων (για παράδειγμα), η αριστερά της Δύσης θα έπρεπε να αξιολογήσουν το τι θα σηματοδοτούσε η στήριξη ενός τέτοιου κινήματος στον αγώνα του εναντίον της κυβέρνησης του ΚΚΚ. Αλλά αυτό είναι μία απλή υπόθεση προς το παρόν. Η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση του ΚΚΚ στην Κίνα προέρχεται κυρίως από φιλοδυτικά νεοφιλελεύθερα στοιχεία που επιδιώκουν να υπονομεύσουν τον σοσιαλισμό και να ανατρέψουν το σχέδιο της πολυπολικότητας. Εν τω μεταξύ, οι Κινέζοι εργαζόμενοι και οι αγρότες γενικά υποστηρίζουν την κυβέρνηση, και γιατί να μην το κάνουν; Κατά τις τέσσερις δεκαετίες από το 1981, ο αριθμός των ανθρώπων στην Κίνα που ζουν σε διεθνώς καθορισμένη απόλυτη φτώχεια μειώθηκε από 850 εκατομμύρια σε μηδέν. Το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται σταθερά σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Οι μισθοί αυξάνονται, η κοινωνική πρόνοια βελτιώνεται. Σύμφωνα με μια εκτενή μελέτη που διεξήχθη από την Σχολή Διοίκησης του Κένεντι στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το 93 τοις εκατό των Κινέζων είναι ικανοποιημένοι από την κεντρική τους κυβέρνηση. Ακόμα και ο πρώην διευθυντής επιχειρήσεων και πληροφοριών της MI6 Nigel Inkster ομολογεί οικτρά ότι «αν μη τι άλλο, τα αντικειμενικά στοιχεία δείχνουν αυξανόμενα επίπεδα δημοφιλίας στην Κίνα λόγω της απόδοσης της κυβέρνησής τους.» Οι βασικές προυποθέσεις που εμπνέουν τους ανθρώπους να αντιστέκονται στην κυβέρνησή τους απλά δεν επικρατούν.

Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς για τον σοσιαλισμό με τα κινεζικά χαρακτηριστικά, οποιοσδήποτε ανήκει στην αριστερά πρέπει να υποστηρίξει την Κίνα κατά των αμερικανικών ιμπεριαλιστικών επιθέσεων και του Νέου Ψυχρού Πολέμου. Ο διακεκριμένος βέλγος οικονομολόγος Ernest Mandel δεν ήταν σε καμία περίπτωση υποστηρικτής του σοβιετικού σοσιαλισμού, αλλά επέμεινε σθεναρά ότι η Σοβιετική Ένωση πρέπει να προστατευθεί από τον ιμπεριαλισμό. Επιχειρηματολογώντας κατά του συνθήματος του Τόνι Κλιφ «Ούτε Ουάσιγκτον ούτε Μόσχα», έγραφε: «Γιατί, είναι αδιανόητο να υπερασπιστούμε την ΕΣΣΔ ενάντια στον ιμπεριαλισμό, την στιγμή που υπερασπιστήκαμε στο παρελθόν στηρίξαμε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ενάντια στον φασισμό, παρά το γεγονός ότι στην ηγεσία του βρίσκονταν οι Noskes, οι δολοφόνοι των Karl Liebknecht και Rosa Luxemburg,;»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας