Οι εξελίξεις στον τραπεζικό κλάδο και οι επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις

τραπεζικό
  1. Σε αναιμική κατάσταση το “σταθεροποιημένο” εγχώριο τραπεζικό σύστημα

Μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις και την στήριξή τους με πακτωλούς δημόσιου χρήματος, οι τράπεζες στην Ελλάδα ακόμη ψάχνουν τις συνθήκες σταθεροποίησής τους. Μπορεί σε όρους δημόσιας αφήγησης, η σταθερότητα αυτή να έχει κατακτηθεί, μια βαθύτερη ματιά, ωστόσο, δείχνει, ότι η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη, ενώ και η ίδια η τραπεζική λειτουργία βρίσκεται σε αναιμικά επίπεδα.

Μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων άλλαξε ολοκληρωτικά ο ιδιοκτησιακός χάρτης του τραπεζικού συστήματος. Η όποια δημόσια συμμετοχή είχε απομείνει εξανεμίστηκε εντελώς, ενώ και η συμμετοχή του ΤΧΣ δεν έχει τον χαρακτήρα του δημόσιου συμφέροντος, αλλά του τοποτηρητή του SSM και της ΕΚΤ. Ειδικά μετά την τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια έχουν πάρει ήδη θέση και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική, Alpha και Eurobank). Καθόλη αυτήν την περίοδο, οι αλλεπάλληλοι έλεγχοι της BlackRock έδωσαν τη δυνατότητα στα funds να έχουν μια συνολική και σε βάθος ακτινογραφία της εγχώριας παραγωγής και οικονομίας, δυνατότητα που θέλουν τώρα να αξιοποιήσουν για να πετύχουν άμεσα κέρδη. Ενώ και τα διάφορα λογής συμφέροντα, διεθνή και εγχώρια, επιχειρούν να πάρουν θέση στο νέο μοίρασμα του παιχνιδιού.

Με τα πλάνα αναδιάρθρωσης που επιβλήθηκαν στις τράπεζες, προχώρησαν θεμελιακές αναδιαρθρώσεις, οι οποίες έπληξαν σε σημαντικό βαθμό τους εργαζόμενους στον κλάδο. Μέσα σε 8 χρόνια οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν πάνω από 40%. Όσο κι αν η μέθοδος που ακολουθήθηκε ήταν αυτή των “εθελούσιων”, δεν παύει να πρόκειται για μια άνευ προηγουμένη επιθετική μείωση προσωπικού, που σε πολλές περιπτώσεις δεν είχε καθόλου “εθελοντικό” χαρακτήρα. Οι τράπεζες αποφάσισαν να “χρυσώσουν” το χάπι για τις απολύσεις που έτσι κι αλλιώς επιδίωκαν και επιδιώκουν, ώστε να έχουν “διαχειρίσιμες” αντιδράσεις και να εξασφαλίσουν την συναίνεση των συνδικαλιστικών ηγεσιών.

Η συρρίκνωση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος, που υπήρξε ο βασικός στόχος των πλάνων αναδιάρθρωσης, εκτελέστηκε μέσω πολλαπλών μεθόδων: αποεπένδυση από θυγατρικές στο εξωτερικό, εκποίηση μη τραπεζικών δραστηριοτήτων, περιορισμός του δικτύου καταστημάτων, outsourcing. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η στρατηγική αυτή δεν πέτυχε να επαναφέρει τις τράπεζες στην επιδιωκόμενη “κανονικότητα”. Κι αυτό, γιατί το μεγάλο πρόβλημα ήταν και παραμένει η τεράστια έκθεση σε προβληματικό δανειακό χαρτοφυλάκιο.

Κι αν το έγκλημα της δεύτερης ανακεφαλαιοποίησης ήταν το “φάγωμα” των εγχώριων ομολογιούχων μέσω του PSI, με συντριπτικό πλήγμα σε ασφαλιστικά ταμεία και δημόσιους φορείς, η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση συνοδεύτηκε με νόμο που άνοιξε τον δρόμο στην μαζική πώληση κόκκινων δανείων στα funds. Κι όσο κι αν κυβέρνηση και τράπεζες αρχικά έκαναν λόγο “μόνο” για 5 δις, σήμερα το ποσό αυτό έχει τετραπλασιαστεί, ενώ συνεχώς προωθούνται νέα πακέτα δανείων, ακόμη και ενήμερων, προς πώληση. Ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου για την κοινωνία, τους δανειολήπτες και κυρίως το δικαίωμα στην πρώτη κατοικία, που τίθεται ευθέως στο στόχαστρο με την βίαιη επέκταση των πλειστηριασμών.

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, η τραπεζική λειτουργία δεν φαίνεται να ενισχύεται. Οι νέες πιστοδοτήσεις δίνονται με το σταγονόμετρο, ενώ οι καταθέσεις δεν επανακάμπτουν στους αναγκαίους ρυθμούς, λόγω κυρίως της λιτότητας και της φοροεπιδρομής στα λαϊκά στρώματα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει έναν νέο κύκλο ανακατατάξεων στις τράπεζες, με συγχωνεύσεις, εξαγορές ή εμφάνιση νέων εγχειρημάτων. Με ανυπολόγιστες συνέπειες, σε όρους τόσο της ολιγοπωλιακής διάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος, όσο και της περαιτέρω επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας, των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων.

Πόσα ακόμη, όμως, πρέπει να δώσουν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία για την υπόθεση της “σταθεροποίησης” των τραπεζών; Στην κατάσταση που βρισκόμαστε, το συμφέρον της εργαζόμενης πλειοψηφίας και το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μπορούν να υπηρετηθούν μόνο από ένα τραπεζικό σύστημα που θα βρίσκεται υπό δημόσια ιδιοκτησία και κοινωνικό έλεγχο.

  1. Κορυφώνονται οι επιθέσεις των τραπεζών στα εργασιακά δικαιώματα

Κατά την τριετία 2015-18 κορυφώθηκε η σχεδιασμένη και συντονισμένη επίθεση των τραπεζών στα δικαιώματα των τραπεζοϋπαλλήλων. Μια επίθεση που άρχισε να διαμορφώνεται στα πρώτα χρόνια της κρίσης, με την άρνηση δύο φορές των τραπεζών να υπογράψουν Κλαδική ΣΣΕ, και τον ΟΜΕΔ, ως ισχυρό ακόμη θεσμό τότε, να δίνει την λύση. Επίθεση, που έφερε τα πρώτα της αποτελέσματα με την σημαντική υποβάθμιση του εισοδήματός μας με την Κλαδική ΣΣΕ του 2013, με την μισθολογική ωρίμανση και την πολυετία να είναι παγωμένες ήδη από την ΠΥΣ 6 του 2012, ενώ στην πορεία ακολούθησαν και άλλες μειώσεις μέσω Επιχειρησιακών ΣΣΕ σε μια σειρά από τράπεζες. Ενώ και στην σημερινή συνθήκη, οι τράπεζες επιδιώκουν για ακόμη μία φορά να υποβαθμίσουν περαιτέρω το περιεχόμενο της Κλαδικής ΣΣΕ, που ήδη βρίσκεται σε καθεστώς μετενέργειας. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζει για την δήθεν “επέκταση” της Κλαδικής ΣΣΕ στις τράπεζες, όταν στην πραγματικότητα η επέκταση αυτή δεν αφορά παρά μερικές δεκάδες εργαζομένων που εργάζονται σε μικρά παραρτήματα αλλοδαπών τραπεζών με περιορισμένα αντικείμενα.

Όλα αυτά τα χρόνια, πέρα από την σημαντική μείωση των θέσεων εργασίας, οι συνθήκες εργασίας εντατικοποιήθηκαν συστηματικά, και επεκτάθηκαν οι ελαστικές μορφές απασχόλησης στον κλάδο. Εφαρμόστηκαν συστήματα στοχοθεσίας, που ολοένα και περισσότερο έχουν ατομικά χαρακτηριστικά, ενώ λειτουργούν και ως μοχλός πίεσης για τον πειθαναγκασμό των εργαζομένων, αφού λειτουργούν και ως αξιολογικός μηχανισμός. Η μη τήρηση του συμβατικού ωραρίου έχει γίνει πλέον καθεστώς, τόσο που θεωρείται περίπου αυτονόητο, ότι το ωράριο τελειώνει όταν τελειώνει η δουλειά. Όμως οι εργαζόμενοι στις τράπεζες δεν έχουμε συμβάσεις έργου, αλλά συμβάσεις εργασίας με καθορισμένο ωράριο.

Κι επειδή τα παραπάνω μάλλον δεν τους είναι αρκετά, οι τράπεζες πλέον προχωρούν σε ακόμη επιθετικότερες μεθόδους. Την τελευταία τριετία βιώσαμε εκδικητικές μεταθέσεις και υπηρεσιακή απαξίωση ως απάντηση στην άρνηση εργαζόμενων να δεχτούν την “εθελούσια”, προσπάθειες για απόσχιση κλάδων με το αιτιολογικό ότι δεν αποτελούν τραπεζικές εργασίες (φύλαξη, καθαριότητα, καταμέτρηση), ενώ τελευταία αμφισβητείται ακόμη και η σταθερή εργασία, αφού με πρωτεργάτη την Πειραιώς, οι τράπεζες επεξεργάζονται προτάσεις περαιτέρω ελαστικοποίησης της εργασίας, με μοντέλα τύπου “εθελοντικής μερικής απασχόλησης”.

Είναι προφανές, ότι όλα αυτά δεν αποτελούν “σημεία των καιρών”. Ούτε απλά ιδέες κάποιων “αφελληνισμένων” διοικητικών στελεχών και μάνατζερ. Η πλευρά της εργοδοσίας ξέρει να σχεδιάζει την επόμενη ημέρα. Η οποία, όπως πλέον γνωρίζουμε, βασίζεται στον ψηφιακό μετασχηματισμό της τραπεζικής εργασίας. Μπορεί η μετάβαση αυτή να απαιτεί τον χρόνο της, οι πιέσεις, ωστόσο, για την προσαρμογή της εργασιακής πραγματικότητας στις νέες συνθήκες, που οι διοικήσεις των τραπεζών θέλουν να επιβάλλουν, είναι και θα γίνουν ακόμη πιο αμείλικτες.

  1. Το νέο μοντέλο διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων: Αποσχίσεις κλάδων και εργασιών

Μετά την δημοσιοποίηση, μερικούς μήνες πριν, του λεγόμενου “Σχεδίου Στουρνάρα” για το νέο μοντέλο διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων, οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει να θέτουν σε εφαρμογή τα δικά τους πλάνα. Κωδικοποιημένα, αυτά συμπυκνώνονται σε ένα μείγμα κινήσεων αναδιάρθρωσης, με κύριες αιχμές τις πωλήσεις-εκχωρήσεις ή τιτλοποιήσεις δανειακών συμβάσεων, τις οιονεί ανακεφαλαιοποιήσεις μέσω εισφοράς σε είδος (ακίνητα, πωληθέντες τίτλοι κλπ) και την απόσχιση του κλάδου διαχείρισης των κόκκινων δανείων, με μεταφορά της τραπεζικής αυτής εργασίας σε θυγατρικές ή άλλες εταιρίες.

Πρώτη η Eurobank ανακοίνωσε τον Δεκέμβρη το “μεγάλο κόλπο”, δηλαδή ένα λογιστικό σχέδιο συγχώνευσης και επαναδιαχώρισης της θυγατρικής της Grivalia, η οποία θα συνεισφέρει στην τράπεζα τα ακίνητα του χαρτοφυλακίου της, ανακεφαλαιοποιώντας την με τον τρόπο αυτό, ενώ στην συνέχεια θα μετατραπεί σε “όχημα” διαχείρισης του προβληματικού δανειακού χαρτοφυλακίου. Αντίστοιχα, η Τράπεζα Πειραιώς διατίθεται να αποσχίσει το RBU, μετεξελίσσοντάς το σε θυγατρική εξωτραπεζική εργασία για την διαχείριση των “κόκκινων” δανείων. Ανάλογες κινήσεις αναμένονται πιθανότατα και στις υπόλοιπες τράπεζες.

Πέρα από τις κοινωνικές επιπτώσεις και την επιδείνωση της θέσης των δανειοληπτών, σημαντική επίπτωση θα έχουν οι παραπάνω κινήσεις και για τους τραπεζοϋπαλλήλους. Όσο κι αν αρχικά οι τράπεζες επιδιώκουν να “χρυσώσουν το χάπι”, παρέχοντας είτε αυξημένα κίνητρα εθελούσιας αποχώρησης, είτε πρόσληψη στην νέα εταιρία με μεγαλύτερες απολαβές, είτε και μεταφορά του προσωπικού στις νέες εταιρίες με συμβάσεις δανεισμού και όχι με νέα πρόσληψη, η προβληματική προοπτική για τους εργαζόμενους είναι αμείλικτη. Μπορεί με την σύμβαση δανεισμού ο μεταφερόμενος εργαζόμενος να παραμένει τραπεζοϋπάλληλος και να είναι ενταγμένος στην Κλαδική ΣΣΕ, κανείς όμως δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει με την λήξη του δανεισμού του. Με δεδομένο ότι οι συμβάσεις δανεισμού έχουν περιορισμένη διάρκεια, συνήθως διετή, οι διοικήσεις σήμερα διατείνονται, ότι θα προκύπτει στο μέλλον αυτόματη ανανέωση των συμβάσεων αυτών. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να το εγγυηθεί, ειδικά στον βαθμό, που το αντικείμενο της διαχείρισης των “κόκκινων” δανείων έχει χρονικά πεπερασμένο ορίζοντα. Και άπαξ και περατωθεί, ή έστω απομειωθεί ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας, κανείς δεν μπορεί να απαντήσει τι θα γίνει με τον μεγάλο αυτόν όγκο τραπεζοϋπαλλήλων, οι οποίοι δεν θα έχουν αντικείμενο, και ταυτόχρονα θα είναι πρακτικά αδύνατη η επανένταξή τους στον ιστό των εναπομείναντων τραπεζικών αντικειμένων. Ειδικά αν αναλογιστούμε, ότι η τάση είναι να θεωρούνται όλο και περισσότερα αντικείμενα ως “μη αμιγώς τραπεζικά” και να εργολαβοποιούνται – εκχωρούνται.

Σε τελική ανάλυση, κανείς δεν πρέπει να εκπλήσσεται από την διαγραφόμενη πραγματικότητα. Σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, και με την πλήρη κυριαρχία του χρηματιστικού και τραπεζικού κεφαλαίου σε όλους τους συντελεστές παραγωγής, είναι που διαλύονται οι όποιες αυταπάτες περί “δίκαιης ανάπτυξης” και “κοινών συμφερόντων”. Το κεφάλαιο απαιτεί κέρδη, και μάλιστα άμεσα, ανεξαρτήτως συνεπειών. Κι από την στιγμή που οι κυβερνήσεις εξυπηρετούν την επιδίωξη αυτή, είναι δική μας υπόθεση να χτίσουμε τις αναγκαίες αντιστάσεις, ώστε να αποκρουστούν οι επιθέσεις απέναντι στην εργασία και τα δικαιώματά μας. Όπως και να δώσουμε τις κατάλληλες απαντήσεις, με ένα νέο καθαρό αιτηματολόγιο, που πέρα από την εθνικοποίηση των τραπεζών, θα βάζει ως προτεραιότητα την διατήρηση των τραπεζικών αντικειμένων στην εσωτερική δομή των τραπεζών, και την άμεση μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας τουλάχιστον στις 35 ώρες, ως έμπρακτη απάντηση στην ανάπτυξη της ψηφιακής τραπεζικής.

*Τοποθέτηση του Νίκου Παπατριανταφύλλου, συνδικαλιστή ΟΤΟΕ στην Ημερίδα της ΛΑ.Ε – Κόκκινα δάνεια (27/2)

** Την τοποθέτηση παρουσίασε ο Θανάσης Κατσάνος, συνταξιούχος Τραπεζικός

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας