Μίκης Θεοδωράκης: Η μυθιστορηματική ζωή ενός μεγάλου Έλληνα-Κλείνει σήμερα 96-χρόνια

1612
Μίκης Θεοδωράκης

O Μίκης Θεοδωράκης, γίνεται σήμερα 96 χρονών και εμείς θυμόμαστε μερικές από τις πιο καθοριστικές στιγμές της ζωής και του έργου του.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, είναι ένας από τους σπουδαιότερους εν ζωή καλλιτέχνες της χώρας, αλλά και μια από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεότερης Ελλάδας.

Μέσα από τις δημιουργίες του, κατάφερε να αποτυπώσει τις πιο καθοριστικές περιόδους στην σύγχρονη ιστορία της χώρας, από την Κατοχή μέχρι και την Μεταπολίτευση, ενώ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του αγώνα.

Συνθέτης, πολιτικός και συγγραφέας. Αγωνιστής, ιδεαλιστής, φάρος ελπίδας και πηγή δύναμης για χιλιάδες Έλληνες.

Με αφορμή τα 96α γενέθλιά του, ρίχνουμε μια ματιά στη ζωή και το έργο του κορυφαίου δημιουργού που επηρέασε όσο λίγοι το πολιτιστικό στίγμα της χώρας για ολόκληρες δεκαετίες.

Τα παιδικά του χρόνια

Ο Μιχαήλ (Μίκης) Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925, από πατέρα Κρητικό και μητέρα Μικρασιάτισσα.

Λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, πέρασε τα παιδικά του χρόνια μετακινούμενος σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας: Μυτιλήνη (1925-1928), Σύρο και Αθήνα (1929), Ιωάννινα (1930-1932) Αργοστόλι (1933-1936), Πάτρα (1937-1938), Πύργο (1938-1939) και Τρίπολη (1939-1943).

Οι πρώτες συνθέσεις και τα πρώτα ποιήματα

Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ανακαλύψει την αγάπη του για τη μουσική κι έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις, ενώ το 1942 εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα, με το ψευδώνυμο Ντίνος Μάης.

Το 1943 εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Παράλληλα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ.

Θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο.

Συνθέτει έργα «κλασσικής» μουσικής και στις 5 Μαρτίου 1950 παρουσιάζεται στο θέατρο «Ορφέας» της Αθήνας το πρώτο του έργο, «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946), από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, με μαέστρο τον δάσκαλό του Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Το 1953 θα νυμφευθεί τη γιατρό Μυρτώ Αλτίνογλου (το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Μαργαρίτα) και θα συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο Παρίσι, με δασκάλους τον Ολιβιέ Μεσιάν και τον Εζέν Μπιγκό.

Συνεχίζει να συνθέτει και το 1959 του απονέμεται το βραβείο «Κόπλεϋ» για τον καλύτερο Ευρωπαίο συνθέτη της χρονιάς.

Η ιστορική μελοποίηση του «Επιτάφιου» του Ρίτσου

Ένα βράδυ του 1958, ενώ περιμένει τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, διαβάζει τον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου κι επί τόπου μελοποιεί τα πρώτα οκτώ ποιήματα.

Το 1960 θα ηχογραφηθούν για πρώτη φορά με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Είναι η εποχή, που ο Θεοδωράκης περνάει στο χώρο του τραγουδιού και «παντρεύει» τους λαϊκούς ρυθμούς, τα λαϊκά όργανα, τους λαϊκούς τραγουδιστές και την ποίηση των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του ’30 (Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος κ.ά.).

Από τα έργα του εκείνης της περιόδου ξεχωρίζουν τα «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία Α’ και Β’», «Επιφάνεια», «Μαουτχάουζεν», «Άξιον Εστί».

Θα γράψει μουσική για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Ζορμπάς» και για δύο θεατρικές παραστάσεις που σημάδεψαν τη δεκαετία του ’60, τη «Μαγική Πόλη» και τη «Η γειτονιά των Αγγέλων».

Το 1963, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος ενώ την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ.

Με την επιβολή της Δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 ξεκινά ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που θα τελειώσει το 1970 με την αμνηστία που θα του χορηγηθεί, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ.

Θα φύγει στο εξωτερικό και θα δώσει δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που θα τον κάνουν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.

Ο διεθνής Ζορμπάς

Η ταινία Ζορμπάς ήταν ένας σημαντικός σταθμός στην καριέρα του σκηνοθέτη Μιχάλη Κακογιάννη, ωστόσο το μαγικό άγγιγμα του Θεοδωράκη, μαθαίνει την υφήλιο να χορεύει συρτάκι.

Το 1964, ο Κακογιάννης αποφάσισε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο βιβλίο του Καζαντζάκη.

Έπεισε τον Άντονι Κουίν να πρωταγωνιστήσει και ξεκίνησε τα γυρίσματα στην Κρήτη, μια συνεργασία δύσκολη, αλλά άκρως επιτυχημένη.

Η ταινία απέσπασε τρία Όσκαρ και μια τεράστια φήμη στο εξωτερικό που κρατάει μέχρι σήμερα.

Εκτός από τις ερμηνείες των ηθοποιών, το σενάριο και τη σκηνοθεσία, ο Ζορμπάς έγινε παγκοσμίως γνωστός και για τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.

Το βασικό μουσικό θέμα ήταν το περίφημο συρτάκι, που αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο διάσημη ελληνική μελωδία στο εξωτερικό.

Ένας συνθέτης-σύμβολο αγώνων

Την περίοδο της Μεταπολίτευσης θα γνωρίσει ευρεία αποδοχή και η μουσική του, που θα ακουστεί πάλι ελεύθερα.

Θα γίνει σημείο αναφοράς μιας νέας περιόδου για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα παραμείνει σύμβολο για τους αγωνιστές πολλών χωρών ενάντια σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Πολλά από τα έργα που έγραψε κατά τη διάρκεια της επταετίας θα εκδοθούν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης («Ο ήλιος και ο χρόνος», «Τα Λαϊκά», «Τα τραγούδια του Ανδρέα», «Λιανοτράγουδα», «Κάντο Χενεράλ», «Επιφάνεια Αβέρωφ» και πολλά άλλα), ενώ σταδιακά θα αρχίσει η ηχογράφηση και η έκδοση των συμφωνικών του έργων.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.

Έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς», εκλέχθηκε βουλευτής (δύο φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Παράλληλα, ξεκίνησε με τον τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Στην εξηντάχρονη καριέρα του, ο Μίκης Θεοδωράκης έχει γράψει πάνω από 1.000 τραγούδια, πολλά συμφωνικά έργα, καντάτες και ορατόρια, μουσική για δεκάδες θεατρικά έργα και τραγωδίες, όπερες και μουσική για τον κινηματογράφο.

Όταν ο Μπιθικώτσης συναντήθηκε με τον Θεοδωράκη

Το 1973 η αρχή του τέλους της Χούντας φαινόταν παντού.

Ο Μάκης Μάτσας, της δισκογραφικής ΜΙΝΟS  στο βιβλίο του Πίσω από την Μαρκίζα, περιγράφει την ιστορία για την επαφή του με τον Μίκη Θεοδωράκη και την προσπάθεια του για την δημιουργία του πρώτου του δίσκου μετά την πτώση της Χούντας των στρατιωτικών.

«Λόγω της δουλειάς μου ταξίδευα συχνά στο Λονδίνο και, επιστρέφοντας στην Αθήνα, περνούσα από το Παρίσι για να επισκεφθώ τον Μίκη.

Κάθε φορά τού έλεγα τα νέα από την Ελλάδα και περνούσαμε τα βράδια μας με φιλολογικό-πολιτικές συζητήσεις, που ανέκαθεν είχε τρομερό ενδιαφέρον να τις κάνεις με τον Μίκη.

Οι συζητήσεις αυτές κατέληγαν πάντα στο συμπέρασμα ότι η ζωή της δικτατορίας δεν μπορεί να είναι μακρά».

Μετά από τις νομικές λεπτομέρειες που λύθηκαν ο Μάτσας ξαναπήγε στο Παρίσι με το συμβόλαιο για τον υπογράψει ο Θεοδωράκης.

Η συζήτηση έρχεται γύρω από τα ονόματα των τραγουδιστών που θα ερμήνευαν στον πρώτο δίσκο του μετά την πτώση της Δικτατορίας.

«Με ποιους τραγουδιστές θα ηχογραφήσω» ήταν η πρώτη ερώτηση που έκανε ο συνθέτης πριν βάλει την υπογραφή του.

Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Μάτσας:

«Ο Μίκης έλειπε καιρό από την Ελλάδα και δεν είχε πλήρη εικόνα της νέας δισκογραφικής πραγματικότητας. Του λέω λοιπόν: «Τώρα πια έχουμε πολλούς νέους τραγουδιστές. Ο Μπιθικώτσης δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει». Η αντίδραση του με άφησε άφωνο: «Μη μου μιλάς για αυτόν. Πήγε και τραγούδησε τον ύμνο της χούντας!» «Μίκη μου», τον διακόπτω, «μην τον αδικείς. Δεν ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες δέχτηκε να το κάνει ο Γρηγόρης».

Και να τι είχε προηγηθεί.

Μπιθικώτσης και Μοσχολιού παρουσιάζουν για πρώτη φορά τον ύμνο της δικτατορίας σε απευθείας σύνθεση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος από τα «Δειλινά» τον Ιούλιο του 1967.

Ο Θεοδωράκης που είχε ενημερωθεί για την εξέλιξη αυτή, φέρεται να είχε προσπαθήσει να τον αποτρέψει σύμφωνα με δημοσίευμα της φιλοχουντικής εφημερίδας «Ελεύθερος Κόσμος».

Στην επιστολή που είχε στείλει ο συνθέτης στον τραγουδιστή του «Άξιον Εστί» έγραφε:

«Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα «Δειλινά» τον «Υμνο της Επαναστάσεως». Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις.

Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια.

Μην γκρεμίζεις με μια κλωτσιά αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια. Μην ακούς τους κερδοσκόπους και τους προσκυνημένους.

Μη ρίχνεις στον βούρκο το όνομά σου και το όνομα των παιδιών σου, που σε λίγο θα ντρέπονται για σένα. Κάνε τον άρρωστο. Φύγε για το εξωτερικό. Εκεί μπορείς ν’ αρχίσεις μια καινούργια καριέρα.

Η Μελίνα σε περιμένει. Γιατί αν εσύ ο Μπιθικώτσης, το πρωτοπαλίκαρο του Θεοδωράκη, γίνεις επίσημος τραγουδιστής της Δικτατορίας τραγουδώντας αυτό το άθλιο κατασκεύασμα, θα πρέπει να ξέρεις ότι θα γίνεις ο πιο αχάριστος και τιποτένιος προδότης που γέννησε ο Λαός μας.

Στο όνομα της φιλίας μας και για χάρη της γυναίκας σου, των παιδιών σου και όλων των αμέτρητων φίλων μας, σε ικετεύω να μ’ ακούσεις για τελευταία φορά.

Μετά την Πέμπτη θα είναι αργά. Πάρα πολύ αργά».

Στο βιβλίο του ο Μάκης Μάτσας μιλώντας για την αρχή την αρχή της κορυφαίας μουσικής συνάντησης,αναφέρει:

«Αργότερα ο Μπιθικώτσης δικαιολογήθηκε στον ίδιο τον Θεοδωράκη με τη θυμοσοφία που τον χαρακτηρίζει: “Μη μου βαστάς κακία Μίκη μου. Τι ξέρω εγώ από αυτά;

Όταν μου ζήτησαν να πάω να τραγουδήσω, σκέφτηκα ότι εγώ παπάς είμαι και όπου μου πουν να ψάλλω… ψέλνω”. Έτσι του απολογήθηκε ο Γρηγόρης και ο Μίκης όχι μόνο τον συγχώρησε αλλά έσκασε και στα γέλια».

Η ιστορική συναυλία στο Καραϊσκάκη

Τον Οκτώβριο του 1974, τρεις μήνες μετά την πανηγυρική επιστροφή του Καραμανλή την Ελλάδα, ο Μίκης Θοδωράκης αποφασίζει να οργανώνει μια μεγάλη συναυλία στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

Οι ιαχές του πλήθους που είχε κατακλίσει το Καραϊσκάκη, η πανηγυρική είσοδος του Θεοδωράκη και τα  πλάνα του να διευθύνει στη σκηνή, τραγουδώντας  με δάκρυα στα μάτια, έκαναν το γύρο του κόσμου και άφησαν ιστορία.

Αντί επιλόγου

Σε κάθε μεγάλη στιγμή της ελληνικής σύγχρονης ιστορίας, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν εκεί.

Με ανεξάντλητο ταλέντο, με πάθος και σθένος απέναντι αντιμετώπιζε ό,τι και όποιον καταπίεζε την αγαπημένη του Ελλάδα.

Οι αντιπαραθέσεις γύρω από το όνομά του, αναπόφευκτες αλλά ανάξιες λόγου, αν αναλογιστεί κανείς την πολύτιμη παρακαταθήκη του.

Ο Γιάννης Ρίτσος έχει γράψει για τον φίλο, συναγωνιστή και συνεργάτη του:

«Μίκης Θεοδωράκης: ο πολυτάλαντος, ο πολυδιάστατος, ο πολυσύνθετος, ο πολυδύναμος. Όλα σ’ αυτόν είναι μεγάλα: ανάστημα, χέρια, πόδια, φωνή, γέλιο, κίνηση – όλα στον υπερθετικό βαθμό.

Είναι απ’ αυτούς που όταν χορεύουν στην πλατεία μέσο στο σπίτια τρέμουν τα ταβάνια και κουδουνίζουνε τα γυαλικά στα ράφια.

Ρωμιός. Γνήσιος Ρωμιός. Κι έχει πάντα κρεμασμένο στον κόρφο του. σε χοντρό, λαϊκό, τσαγκαράδικο σπάγκο (κι όχι σε χρυσή αλυσιδίτσα) γκόλφι του την Ελλάδα. Κι η Ελλάδα αναγνωρίζει στο έργο του το πρόσωπό της.

[…]

Μα τι να πει κανείς για το Μίκη; Τι να πρωτοπεί; Ένα ακατάπαυστο μονάχα χειροκρότημα κι ένα μεγάλο «Γεια σου Μίκη»».

*με πληροφορίες από το sansimera.gr, mixanitouxronou.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας