Η Τουρκία προσανατολίζεται στο νέο τοπίο–Τι σημαίνει αυτό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

778
Η Τουρκία προσανατολίζεται στο νέο τοπίο

Η Τουρκία σταδιακά προσαρμόζεται στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην Ουάσιγκτον και αυτό θα επηρεάσει και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Έχοντας τη συνήθεια να παρακολουθούμε τη ρητορική που έρχεται από τη μεριά της Άγκυρας, ρητορική που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενα στοιχεία, κάποιες φορές παραβλέπουμε την ικανότητα που έχει δείξει η Τουρκία της εποχής Ερντογάν να προσαρμόζεται σε καταστάσεις που αλλάζουν.

Και όμως αυτή είναι μια κρίσιμη πλευρά που φάνηκε και όλο το προηγούμενο διάστημα. Για παράδειγμα, πώς αλλιώς από προσαρμογή μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία μετά το 2015, όταν αντιμέτωπη με το χειρότερο δυνατό ενδεχόμενο, δηλαδή την ταυτόχρονη ισχυρή επιρροή του Ισλαμικού Κράτους και το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα στη βορειοανατολική Συρία, η Τουρκία επέλεξε την τακτική συμπόρευση με τη Ρωσία και το Ιράν.

Άλλωστε, ικανότητα προσαρμογής έχει δείξει ο Ερντογάν και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Η συμπόρευση του για παράδειγμα με το εθνικιστικό και κατά παράδοση όχι ιδιαίτερα φιλικό προς το «πολιτικό Ισλάμ» MHP, μπορεί να σήμαινε την ακύρωση των σχεδίων για μια πιο «ήπια» αντιμετώπιση των Κούρδων και την πιο εθνικιστική στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όμως έδωσε στον Ερντογάν κοινοβουλευτική πλειοψηφία όπως και στήριξη (ιδίως εντός κρίσιμων μηχανισμών ασφαλείας) στην περίοδο μετά το πραξικόπημα.

Τώρα, με έναν νέο πρόεδρο στην Ουάσιγκτον, με τον οποίο δεν υπάρχει ίσως η ίδια άμεση ικανότητα συνεννόησης, όπως με τον Τραμπ, η Τουρκία προσπαθεί να αναπροσαρμόσει ξανά την εξωτερική της πολιτική.

Ο παντουρκισμός και η επαναπροσέγγιση με τις ΗΠΑ

Η πρόσφατη εμπλοκή της Τουρκίας στη σύγκρουση ανάμεσα στην Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν με επίδικο την τύχη του θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, συνδυάστηκε με μια έντονη επιστροφή παντουρκιστικών τόνων στη ρητορική της Άγκυρας και του ίδιου του Ερντογάν.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο παντουρκισμός, δηλαδή η αντίληψη ότι η Τουρκία πρέπει να ηγηθεί του ευρύτερου τουρκικού κόσμου, ήτοι των περιοχών με ισχυρή παρουσία πληθυσμών με κοινή καταγωγή με του Τούρκους, είναι μια πλευρά του τουρκικού εθνικισμού στην οποία συμπλέει ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων.

Μόνο που αυτό συνεπάγεται και πιθανές συγκρούσεις με άλλες δυνάμεις στην περιοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν της Ρωσίας που παραδοσιακά θεωρεί τον Καύκασο τμήμα της δικής της «ζώνης ευθύνης», ούτε το Ιράν είδε με καλό μάτι τον Ερντογάν να απαγγέλλει κατά τη διάρκεια στρατιωτικής παρέλασης στο Μπακού στίχους ενός εθνικιστή Αζέρου που θρηνούσε το μοίρασμα του Αζερμπαϊτζάν ανάμεσα στο Ιράν και τη Ρωσία.

Τον στρατηγικό χαρακτήρα τέτοιων κινήσεων υπογράμμισε πρόσφατο άρθρο του Μπουρχανετίν Ντουράν, επικεφαλής ενός think tank συνδεδεμένου με το AKP που έσπευσε να υπογραμμίσει τον τρόπο που πλέον η Τουρκία αναδεικνύεται σε περιφερειακή δύναμη.

Για τον Ντουράν, η Τουρκία έχει δείξει όταν έπρεπε την υποστήριξή της στον ιρανικό λαό σε ζητήματα όπως το πυρηνικό πρόγραμμα, όμως πρέπει και η Τεχεράνη να κατανοήσει την αναβαθμισμένη πλέον παρουσία της Τουρκίας σε μια ευρύτερη περιοχή.

Κατά τον Ντουράν το Ιράν τα προηγούμενα χρόνια είχε αποκτήσει μεγάλη επιρροή στην περιοχή, ιδίως στην εποχή Ομπάμα, μέσα από τον «άξονα της αντίστασης» και τον τρόπο που παρενέβη στη Συρία αλλά και ενίσχυσε την παρουσία της στο Ιράκ. Όμως, την ίδια στιγμή και το Ισραήλ κατάφερε σημαντικά πλήγματα στο Ιράν, ενώ και η κυβέρνηση Τραμπ επέλεξε μια κατεύθυνση μεγάλης πίεσης στην Τεχεράνη.

Για τον Ντουράν όλα αυτά σημαίνουν ότι ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο σε μια ευρύτερη περιοχή και το «μεγάλο παιχνίδι» θα είναι ανάμεσα σε τρεις περιφερειακές δυνάμεις: την Τουρκία, το Ισραήλ και το Ιράν. Η Τουρκία μπαίνει σε αυτό το παιχνίδι αναβαθμισμένη, έχοντας αποδείξει με τη στρατιωτική της παρουσία στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, την Ανατολική Μεσόγειο και το Ναγκόρνο Καραμπάχ ότι είναι περιφερειακή δύναμη και έχοντας βρει σημεία ισορροπίας με τη Ρωσία.

Ανεξαρτήτως της υπερεκτίμησης των τουρκικών δυνατοτήτων που αποτυπώνουν τέτοιες τοποθετήσεις είναι προφανές ότι η Τουρκία αυτή τη στιγμή προσπαθεί να παρουσιάσει την παρουσία της σε κρίσιμα μέτωπα ως ένα στοιχείο που την καθιστά προνομιακό συνομιλητή των ΗΠΑ σε μια προσπάθεια ανάσχεσης της επιρροής του Ιράν που να γίνει όχι τόσο με όρους «μέγιστης πίεσης», όσο διαμόρφωσης νέων ισορροπιών και συσχετισμών δύναμης ανάμεσα σε περιφερειακές δυνάμεις.

Η επαναπροσέγγιση με το Ισραήλ

Τμήμα της ίδιας προσπάθειας να παρουσιαστεί η Τουρκία ως μια περιφερειακή δύναμη που χωρίς να έρχεται σε άμεση ρήξη με την Τεχεράνη και τη Μόσχα εντούτοις αποτελεί αναγκαίο αντίβαρο ιδίως απέναντι στο Ιράν, είναι και η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με το Ισραήλ.

Η σχετική άνοδος στις οικονομικές σχέσεις, οι μυστικές συνομιλίες του  Χακάν Φιντάν, επικεφαλής της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ) με ισραηλινούς αξιωματούχους, οι προτάσεις για αμοιβαία χάραξη θαλασσίων συνόρων, η διαρροή των υποδείξεων του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγιεφ στον Ερντογάν να βελτιώσει τις σχέσεις με το Ισραήλ και φυσικά οι πληροφορίες ότι η Τουρκία ετοιμάζεται να στείλει ξανά πρεσβευτή στο Ισραήλ ύστερα από δύο χρόνια, σε αυτό κατατείνουν.

Το Ισραήλ, που πρόσφατα είχε επίσης κάνει σαφές το ενδιαφέρον του για μια επαναπροσέγγιση, προς το παρόν τηρεί στάση αναμονής, καθώς αφενός δεν θέλει να διακυβεύσει μια σειρά από συμμαχίες που έχει οικοδομήσει στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο (συμπεριλαμβανομένων αυτών με την Ελλάδα και την Κύπρο) και από την άλλη θα ήθελε μια πιο ξεκάθαρη τουρκική στάση πάνω στο ζήτημα της υποστήριξης της Χαμάς.

Το αγκάθι των S-400 και η απροθυμία του Ερντογάν να δείξει ότι υποχωρεί

Ωστόσο τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο εύκολα. Καταρχάς ως προς τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις υπάρχει το αγκάθι των S-400 αλλά και συνολικά της τακτικής συμπόρευσης με τη Ρωσία.

Παρά την προσπάθεια να υποβαθμιστεί στο εσωτερικό της Τουρκίας η βαρύτητα των κυρώσεων είναι σαφές ότι σε συνδυασμό με την αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο αυξάνουν την πίεση σε βάρος της Άγκυρας.

Και εδώ είναι ένα από τα πιο κρίσιμα διλήμματα του Ερντογάν. Μεγάλο μέρος της εξωτερικής του πολιτικής, ιδίως σε σχέση με τη Συρία στηρίχτηκε στον τρόπο που η Ρωσία εγγυήθηκε την πολιτική ακεραιότητα της Συρίας, έβαλε ένα όριο στις όποιες κουρδικές φιλοδοξίες και επέτρεψε την – στα μάτια της Μόσχας προσωρινή – τουρκική στρατιωτική παρουσία σε συριακό έδαφος. Ακόμη περισσότερο η επιμονή σε μια διατήρηση καλών σχέσεων με τη Ρωσία εντάσσεται στο πλαίσιο μιας αντίληψης «περιφερειακής δύναμης» που δεν περιορίζεται σε «μονόπλευρες» συμμαχίες. Σε αυτό ας προσθέσουμε και την τάση του Ερντογάν να μη θέλει να δείχνει ότι παίρνει αποφάσεις υπό καθεστώς πίεσης.

Όμως, την ίδια στιγμή δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στο εσωτερικό της ίδιας της Τουρκίας ακούγονται φωνές που καλούν σε μια διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος και επίλυση του προβλήματος με τους S-400. Ενδεικτική η πρόσφατη κοινή τοποθέτηση τριών πρώην μονίμων αντιπροσώπων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ που πρότειναν έναν συμβιβασμό σύμφωνα με τον οποίο η Τουρκία θα συναινούσε να μην ενεργοποιήσει τους S-400 και οι ΗΠΑ θα αναιρούσαν τον αποκλεισμό της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35.

Ο δύσκολος ρόλος της περιφερειακής δύναμης

Σε όλα αυτά προστίθεται και η ίδια η δυσκολία του ρόλου «περιφερειακής δύναμης». Η τουρκική εξωτερική πολιτική δείχνει να πιστεύει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί απλώς με την διαρκώς αναβαθμισμένη πολιτική και στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων και την ικανότητα να επηρεάζει το στρατιωτικό συσχετισμό, όπως έκανε τόσο στη Λιβύη υπέρ της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης στην Τρίπολη, όσο και στην σύγκρουση γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, υπέρ του Αζερμπαϊτζάν.

Όμως, αυτό που προς το παρόν δεν μπορεί να επιδείξει η Τουρκία είναι η ικανότητα να εγγυηθεί μια λύση και μια διαδικασία ειρήνευσης σε μια κρίση. Στον Καύκασο εν τέλει ήταν η Ρωσία που εγγυήθηκε την κατάπαυση του πυρός και την ειρηνευτική διαδικασίας, όπως άλλωστε κάνει και στη συριακή κρίση. Αλλά και στη Λιβύη, χρειάστηκε ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων να κινητοποιηθούν για να δρομολογηθεί ξανά πολιτική διαδικασία, από τη Ρωσία μέχρι την Αίγυπτο. Ούτε είναι εύκολο για την Τουρκία να κάνει κινήσεις όπως αυτή της Αιγύπτου που στη Λιβύη ταυτόχρονα στηρίζει την πλευρά του κοινοβουλίου τη Βεγγάζη και του στρατηγού Χαφτάρ αλλά και συνομιλεί με την κυβέρνηση της Τρίπολης.

Ούτε, η Τουρκία έχει προς το παρόν την ικανότητα να κάνει κάτι ανάλογο με αυτό που μπορεί να κάνει το Ιράν με τη στήριξη που δίνει στους αντάρτες της Υεμένης διαμορφώνοντας μια ανοιχτή πληγή για την Σαουδική Αραβία (ή αυτό που έκανε τόσο στο Ιράκ και τη Συρία).

Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Σε αυτό το πλαίσιο της τακτικής αναπροσαρμογής μιας στρατηγικής που επιμένει στη λογική της «περιφερειακής δύναμης» πρέπει να δούμε και τις προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Το προηγούμενο διάστημα η Τουρκία είναι γεγονός ότι δοκίμασε σε σημαντικό βαθμό την τακτική των «προβολών ισχύος» και των «τετελεσμένων», από το τουρκολιβυκό σύμφωνο για την αμοιβαία χάραξη ΑΟΖ μέχρι τις αλλεπάλληλες NAVTEX και τις έρευνες μέχρι και το όριο των ελληνικών χωρικών υδάτων.

Η προσπάθεια αποφυγής μιας ακόμη μεγαλύτερης ρήξης με την ΕΕ και η αναμονή των εξελίξεων στην Ουάσιγκτον οδήγησαν σε μια ηπιότερη στάση στο ίδιο το πεδίο, αν και όχι απαραίτητα στο επίπεδο της ρητορικής. Δεν είναι τυχαία έτσι η διαρκής επαναφορά θεμάτων όπως το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών ή ακόμη και η αναφορά σε αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης.

Ωστόσο, υπάρχουν αρκετά σημάδια ότι σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, όπου η Τουρκία θέλει να διατηρήσει ένα βαθμό σχέσεων με τη Δύση χωρίς να απεμπολεί τις περιφερειακές φιλοδοξίες της, η Άγκυρα θα προσπαθήσει να δώσει τον τόνο ότι παραμένει ανοιχτή σε διάλογο με την Ελλάδα και άρα θα έχουμε επανέναρξη των διερευνητικών επαφών.

Ωστόσο, μια τέτοια εξέλιξη δεν σημαίνει ότι η Τουρκία θα κάνει κάποια μεγάλη αλλαγή πολιτικής ή ότι θα εγκαταλείψει την αναθεωρητική της αντίληψη για αρκετά ζητήματα που αφορούν τις δύο χώρες. Θα είναι, όμως, μια ένδειξη ότι θα προσπαθήσει αυτή την πολιτική να την προωθήσει μέσα στα δεδομένα που διαμορφώνει ένα νέο διεθνές τοπίο.

Ας μην υποτιμάμε πάντως ότι πολλά θα εξαρτηθούν και από τα εσωτερικά μέτωπα της Τουρκίας και ιδίως την κατάσταση με την οικονομία, όπου η κυβέρνηση Ερντογάν θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύο μεταξύ τους αντιθετικές πιέσεις: την ανάγκη να σταθεροποιήσει το  νόμισμα και τον πληθωρισμό, που αποτυπώνεται στην αύξηση των επιτοκίων και τη διαρκή πίεση για χαλαρότερη πιστωτική πολιτική για να τονωθεί η εσωτερική κατανάλωση.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας