Η Μέρκελ φεύγει, νέος καγκελάριος έρχεται, τα Μνημόνια μένουν

585
τα Μνημόνια μένουν

Οι εκλογές που διεξήχθησαν, την Κυριακή,  στη Γερμανία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, σηματοδοτούν το τέλος εποχής για την Ανγκελα Μέρκελ, αλλά αυτό μάλλον δεν αλλάζει πολλά πράγματα -και σίγουρα όχι προς το καλύτερο- για την Ελλάδα. Η μνημονιακή κληρονομιά που αφήνει η «σιδηρά καγκελάριος», ειδικά για χώρες όπως η δική μας, είναι ιδιαίτερα επαχθής και τα περιθώρια αποποίησής της έχουν καταστεί μάλλον ανύπαρκτα.

Καταρχάς, η κυρία Μέρκελ (η οποία έπιασε το ρεκόρ του Χέλμουτ Κολ, με τέσσερις συνεχείς θητείες) δεν πρόκειται να αποχωρήσει άμεσα, καθώς θα παραμείνει στη θέση της μέχρι τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, που αναμένεται να διαρκέσει οπωσδήποτε μερικούς μήνες, ενδέχεται και ως το τέλος του έτους. Στο διάστημα αυτό, κάθε άλλο παρά θα είναι υπηρεσιακή καγκελάριος, ενώ, σε αντίθεση με την ελληνική πολιτική προχειρότητα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των νέων εταίρων στη Γερμανία προβλέπονται εξαντλητικές, μέχρι κεραίας, για τη λεπτομερή καταγραφή του κυβερνητικού προγράμματος που θα τους δεσμεύει πλήρως.

Και ενώ οι τελευταίες δημοσκοπήσεις της Παρασκευής έδειχναν ότι έχει συρρικνωθεί στη μία ποσοστιαία μονάδα το προβάδισμα των Σοσιαλδημοκρατών, το ποιο κόμμα θα ορίσει τον διάδοχο της κυρίας Μέρκελ είναι μια αυστηρά… εσωτερική υπόθεση της Γερμανίας. Ακόμη κι αν νέος καγκελάριος γίνει ο υποψήφιος του SPD Ολαφ Σολτς, το Βερολίνο δεν πρόκειται να αλλάξει πολιτική στο πλαίσιο της ευρωζώνης.

Ο κ. Σολτς, ο οποίος ανήκει στη «σκληρή» πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και είναι ένας από τους πλουσιότερους σε εισοδήματα Γερμανούς πολιτικούς, ήταν άλλωστε υπουργός Οικονομικών έως τώρα στην κυβέρνηση. Μάλιστα, μόλις πριν από τρεις μήνες είχε δώσει σαφή πρόγευση των αντιλήψεών του, τασσόμενος κατά της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε., θεωρώντας ότι είναι ήδη αρκετά ευέλικτοι ακόμη και για την αντιμετώπιση της πανδημίας και υπέρ της επαναφοράς του «φρένου» χρέους οπωσδήποτε από το 2023.

Για όσους παρακολουθούν τη γερμανική πολιτική σκηνή αυτά είναι γνωστά και μόνο για όσους καλλιεργούν –από άγνοια ή σκοπιμότητα– φρούδες ελπίδες ότι διανοίγονται πιο αισιόδοξες προοπτικές η επόμενη ημέρα θα φέρει μια μεγάλη ψυχρολουσία.

Επίσης, οι Πράσινοι στη Γερμανία, που ανάλογα με τους συσχετισμούς είναι λίαν πιθανό να αποτελέσουν τον τρίτο κυβερνητικό εταίρο, έχουν κι αυτοί αυστηρή ατζέντα στα οικονομικά θέματα, αφού το εκλογικό τους ακροατήριο κυριαρχείται από τη μεσαία και την ανώτερη αστική τάξη.

Στην περίπτωση, τέλος, που οι Χριστιανοδημοκράτες κάνουν την ανατροπή και καταφέρουν να κόψουν πρώτοι το νήμα, ο Αρμιν Λάσετ, που θα διαδεχθεί την κυρία Μέρκελ, είναι «πολιτικό παιδί», στενός συνεργάτης της έως τώρα και συνεχιστής της, ενώ η ίδια δήλωσε με νόημα ότι δεν σκοπεύει να μετακομίσει στη γενέτειρά της, την ακριβή συνοικία Μπλανκενέζε του Αμβούργου, αλλά θα παραμείνει στο Βερολίνο. Αλλωστε, αν κερδίσει το CDU, αυτός που… δεν θα φύγει είναι ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος φρόντισε προ ημερών να υποδηλώσει την παρουσία του ως «θεματοφύλακας» της χριστιανοδημοκρατίας, χρεώνοντας με οργή στην κυρία Μέρκελ τα προβλήματα που έκαναν το κόμμα από φαβορί να ιδροκοπά για την πρώτη θέση.

Όλα αυτά περιγράφουν το πλαίσιο της «μετα-Μέρκελ» εποχής για την Ελλάδα, χωρίς αυταπάτες και εξωραϊσμούς. Μάλιστα, διανύουμε μια συγκυρία όπου αναπτύσσονται νέες ψευδαισθήσεις, ότι οι παροχές και τα φιλοδωρήματα με τα οποία η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να κατασιγάσει την κοινωνική δυσαρέσκεια δεν θα «αιτηθούν» πίσω σε ένα με δύο χρόνια, καθώς μάλιστα προέρχονται από εξωτερικό δανεισμό.

Άλλωστε, τα αλλεπάλληλα Μνημόνια που επιβλήθηκαν στη χώρα μας από το 2010 ήρθαν για να μείνουν, κι ας σήμανε τυπικά η έξοδος από αυτά το 2018. Το αλυσοδέσιμο της ελληνικής κοινωνίας, που υπέγραψαν διαδοχικά οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ (προκειμένου να διασωθούν στην πρώτη φάση από τη χρεοκοπία οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες), εκτείνεται σε βάθος δεκαετιών, στη διάρκεια των οποίων η χώρα μας είναι δεσμευμένη, με εγγύηση την ακίνητη κρατική περιουσία, να ακολουθεί αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες, να πιάνει αριθμητικούς στόχους και να επιστρέφει μέσω αιματηρών πλεονασμάτων τα δανεικά.

Έστω κι αν το δημόσιο χρέος -εξαιτίας του οποίου υποτίθεται ότι δεν μπορούσαμε να δανειστούμε και οδηγηθήκαμε στα σαγόνια του ΔΝΤ- όχι μόνο δεν έχει μειωθεί σε σχέση με το 2010, αλλά έχει φτάσει σε πρωτοφανή ύψη, η δε σοβαρή αποκλιμάκωσή του παραπέμπεται τώρα στο μακρινό μέλλον…

Τούτων δοθέντων, δεν «χρειάζεται» πια να βρίσκεται στην Καγκελαρία η κυρία Μέρκελ, όπως δεν ήταν απαραίτητη και η παρουσία του κ. Σόιμπλε, για να συνεχίσει η Ελλάδα να ξεπουλά τα «ασημικά» της, όπως φάνηκε τώρα και με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ μέσω της αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου. Και μπορεί η απόφαση να εμφανίζεται ως αιφνιδιαστική, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά εφαρμογή όσων έχουν υπογραφεί στο πλαίσιο των Μνημονίων. Όλοι οι κρίσιμοι σταθμοί αυτού του μνημονιακού προγράμματος, όπως για τη μετοχοποίηση της ΔΕΗ, έχουν άλλωστε τη σφραγίδα και της προηγούμενης κυβέρνησης, του ΣΥΡΙΖΑ, με συνέπεια να είναι εμφανής η δυσκολία, έως και η αδυναμία του να ασκήσει ριζική αντιπολίτευση.

Το ίδιο ισχύει για τον τομέα της ενέργειας και την απολιγνιτοποίηση που επέβαλε στην Ελλάδα η Γερμανία, προκειμένου να εξυπηρετήσει και επ’ αυτού τα δικά της συμφέροντα και τον οικονομικό και ενεργειακό εθνικισμό της.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας