Η κυβέρνηση Τσίπρα ως συνεργός της επιβολής λιτότητας στην Ιταλία

1042
μέτωπο
…και η στρατηγική μας στις ευρωεκλογές.
(Με αφορμή μια πρόσφατη τοποθέτηση του Γ. Βαρουφάκη).

Στην Εφημερίδα  των Συντακτών του Σαββάτου 10 Νοέμβρη, δημοσιεύτηκε μια παρέμβαση του Γιάνη Βαρουφάκη, με αφορμή τη συμφωνία της κυβέρνησης του Σύριζα να ξεκινήσει η διαδικασία κυρώσεων της Ευρωζώνης κατά της Ιταλίας, αν η κυβέρνηση της τελευταίας δεν αλλάξει τον προϋπολογισμό της για το 2019, συμμορφούμενη προς τις υποδείξεις του Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ύψος του δημοσιονομικού της ελλείμματος (σε σχέση με το ΑΕΠ της)˙ οι υποδείξεις αυτές έχουν ως στόχο να γίνει συμβατός ο προϋπολογισμός της Ιταλίας με το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας. Ο Γ. Βαρουφάκης θεωρεί ότι η συνέργεια της κυβέρνησης Σύριζα στην ομόφωνη αυτή απόφαση και απαίτηση του  Eurogroup έναντι της Ιταλίας είναι ακόμη χειρότερη από την πλήρη εφαρμογή του τρίτου μνημονίου εκ μέρους της κυβέρνησης Σύριζα, καθώς οδηγεί στην ενίσχυση του φασίστα Σαλβίνι στην Ιταλία και των φασιστικών πολιτικών κομμάτων της ΕΕ γενικότερα εν όψει των προγραμματισμένων ευρωεκλογών του Μαΐου. Ο Γ. Βαρουφάκης ως ηγετικό στέλεχος του ΜέΡΑ25 αντιπαραθέτει μια πολιτική πρόταση με κύριο άξονα ένα μεγάλο πενταετές πρόγραμμα επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο πλαίσιο ενός διμέτωπου αγώνα, τόσο κατά του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας του “αριστεροδεξιού κατεστημένού” της Ευρωζώνης, όσο και κατά των “φασιστοειδών” αντιευρωπαϊστών αρνητών της.

Τον λόγο για τον οποίο ο Γ. Βαρουφάκης εστιάζει στην ενίσχυση του “φασίστα” Σαλβίνι και των ακροδεξιών της ΕΕ γενικότερα, ώς την κυριότερη συνέπεια της στάσης αυτής των Ευρωπαϊκών Θεσμών έναντι της Ιταλίας, την οποία συμμερίζεται και η κυβέρνηση του Σύριζα, μπορεί να μας βοηθήσει να τον καταλάβουμε ευκρινέστερα ένα άλλο άρθρο γνώμης του ίδιου φύλλου της Εφ.Συν., αυτό του Τάσου Παππά. Ο τελευταίος, κρίνοντας τους πολιτικούς και εκλογικούς συσχετισμούς στην Ελλάδα, εν όψει των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών, καταλήγει τονίζοντας πως μια κύρια αιτία που η ΝΔ δεν μπορεί να πείσει ένα ευρύτερο ακροατήριο και να μεγαλώσει έτσι το εκλογικό της προβάδισμα ως προς τον Σύριζα είναι η κυριαρχία στο εσωτερικό της στοιχείων με ακροδεξιά ρητορική. Το επιχείρημα αυτό του Τ. Παππά αναπαράγει ένα μέρος της πολεμικής του ίδιου του Σύριζα κατά της ΝΔ. Αφού ο Σύριζα εφαρμόζει πιστά το τρίτο μνημόνιο και τηρεί τις  δεσμεύσεις και των τριών μνημονίων, η ρητορική του έναντι της ΝΔ εστιάζει στη διαφθορά, τη διαπλοκή και τις πελατειακές σχέσεις (που υποτίθεται πως είναι υπεύθυνες για την “κρίση” και τα μνημόνια) και στην κυριαρχία των ακροδεξιών τάσεων στο εσωτερικό της (αντιμεταναστευτικός λόγος, εθνικισμός, ομοφοβία, παραδοσιοκρατία κ.ο.κ.)˙ η κυβέρνηση Σύριζα κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη πως όχι μόνο δεν έχει αποδειχθεί ικανός να τιθασεύσει τις ακροδεξιές τάσεις στο κόμμα του, αλλά και ότι τους έχει επιτρέψει να καθορίζουν την πολιτική του. Όταν λοιπόν ο Γ. Βαρουφάκης κατηγορεί τη συμμόρφωση της κυβέρνησης Σύριζα με μια πολιτική που ενισχύει πολύ τον φασισμό στην Ιταλία και την ΕΕ γενικότερα, τότε εννοεί ότι η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα κοντεύει να απεμπολήσει εντελώς τον χαρακτήρα μιας αριστερής διαχείρισης των μνημονίων και του ασφυκτικού πλαισίου που αυτά και οι επιτηρητές τους έχουν δημιουργήσει στη χώρα. Ακόμη, υπονοεί πως η κυβέρνηση Σύριζα, εναρμονιζόμενη με μια πολιτική του Eurogroup που ενισχύει τον φασιστικό αντιευρωπαϊσμό, κάνει μεγάλη ζημιά πλέον στον ευρωπαϊσμό, το ευρωπαϊκό όραμα και όλα τα σχετικά.

Τονίζοντας πως η συμμόρφωση της κυβέρνησης Τσίπρα με την απόφαση του Eurogroup να τιμωρήσει την προσπάθεια της ιταλικής κυβέρνησης να εισάγει έναν προϋπολογισμό εναντίον της λιτότητας και υπέρ της ανάπτυξης ενισχύει τον Σαλβίνι (δίχως να αναφέρει τον Ντι Μάϊο των Πέντε Αστέρων ή τον υπουργό Οικονομικών Τρία που δεν ανήκει σε κανένα από τα δύο κόμματα), ο Γ. Βαρουφάκης αποφεύγει να εξάγει πλήρως το κύριο λογικό συμπέρασμα από τη στάση της. Η κυβέρνηση Σύριζα (όπως άλλωστε και η κυβέρνηση της ΝΔ και εκείνη του ΠΑΣΟΚ από το 2010 ώς το 2015), είχε ισχυριστεί ότι η συνθηκολόγησή της απέναντι στους δανειστές, με την υπογραφή του (τρίτου) μνημονίου και την πιστή του εφαρμογή, την οποία έκρινε αναγκαία για να κρατήσει το ελληνικό κράτος στην Ευρωζώνη, οφειλόταν στους δυσμενείς συσχετισμούς στους κόλπους της και επομένως θα ανατρεπόταν μόνο με την αλλαγή αυτών των συσχετισμών υπέρ των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων της Ευρωζώνης. Όμως, τώρα που μια μεγάλη οικονομία της Ευρωζώνης στρέφεται κατά της λιτότητας και υπέρ της ανάπτυξης, η κυβέρνηση Σύριζα, αντί να συνταχθεί με την ιταλική κυβέρνηση σε αυτό το σημείο, εναρμονίζεται πλήρως με την καταστολή της. Από αυτή την ξεκάθαρη στάση της ευρωπαϊστικής κυβέρνησης Τσίπρα εξάγεται λογικά ότι δεν υπηρετεί το τρίτο μνημόνιο, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που δημιούργησαν τα τρία μνημόνια στη χώρα μας και τους ευρωζωνικούς θεσμικούς επιτηρητές τους επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς,[1] αλλά και επειδή το θέλει. Νομιμοποιεί έτσι απόψεις σαν εκείνη του  Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ο οποίος, με το οξύ πολιτικό ένστικτο υπεράσπισης των κύριων και πάγιων συμφερόντων του ελληνικού αστικού κόσμου που τον διέκρινε, είχε υποστηρίξει από την αρχή της μνημονιακής περιδίνησης της χώρας με στόχο την προσαρμογή της με κάθε κοινωνικό κόστος στο Ευρώ, ότι η συζήτηση για το δίκαιο ή το άδικο των μνημονιακών μέτρων δεν του φαινόταν λογικά σαφής και έγκυρη: τι πα να πει δίκαια ή άδικα; είναι αναγκαία,  έλεγε.

Αντίθετα, ο ισχυρισμός του Γ. Βαρουφάκη ότι η εν λόγω στάση του Σύριζα και των ευρωπαίων τεχνοκρατών ενισχύει τον φασίστα Σαλβίνι, είναι ανακριβής μέσα στην απολυτότητά του. Πράγματι, ο Γ. Βαρουφάκης δεν εξηγεί γιατί η επιλογή αυτή του “αριστεροδεξιού” κατεστημένου της ευρωζώνης δεν καταλήγει σε μια πύκνωση των γραμμών των αντιπάλων του που βρίσκονται σε άλλες θέσεις της (φιλελεύθερης) πολιτικής χωροθεσίας, πχ. των αριστερών. Όμως αν ο Γ. Βαρουφάκης δοκίμαζε να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, δύσκολα θα αμφισβητούσε (μεταξύ άλλων), ότι λίγοι μόνο Ευρωπαίοι που προέρχονται από την αριστερά μπορούν να πείσουν πως αντιτάσσονται στο “αριστεροδεξιό”[2] ευρωπαϊστικό κατεστημένο, όταν στη συνείδηση των πολιτών παραμένουν αριστεροί και όσο είναι, όπως κι’ ο ίδιος ο Βαρουφάκης, ευρωπαϊστές.

Αντίθετα, ελπιδοφόρες μπορούν να θεωρηθούν πρωτοβουλίες όπως αυτή της Σάρα Βάγκενκνεχτ για ένα κίνημα Αντίστασης που συνθέτει κοινωνικά κινήματα, μα και πολίτες προερχόμενους από τη Σοσιαλδημοκρατία, τους Πράσινους και την Αριστερά, σε μια προοπτική βιώσιμης ανατροπής της μακρόχρονης κυριαρχίας της χριστιανοδημοκρατικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού και του απόλυτου εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας, με σοσιαλδημοκρατική υποστήριξη, στη Γερμανία. Μάλιστα η Σ. Βάγκενκνεχτ στέκεται κριτικά απέναντι στη (μαζική) οικονομική μετανάστευση προς τη Γερμανία και αυτό επιφέρει κατηγορίες εναντίον της από νεοφιλελεύθερους και αριστερούς. Γι’ αυτούς η παραμικρή κριτική στάση και νηφάλια συζήτηση για έναν κοινωνικό έλεγχο της οικονομικής μετανάστευσης, στο πλαίσιο του γενικότερου κοινωνικού ελέγχου των αγορών, ισοδυναμεί με ξενοφοβία, ρατσισμό, φασισμό, αλλά και με μια ευρύτερη αναχρονιστική αμφισβήτηση της παγκοσμιοποίησης ως φαινομένου που εκδηλώνεται με φυσική αναγκαιότητα και το οποίο συνοδεύεται και νομιμοποιείται από την επίκληση σε ένα απόλυτο “ανθρώπινο” δικαίωμα στη μετακίνηση με οικονομικούς σκοπούς.

Όταν λοιπόν ο Γ. Βαρουφάκης ως ηγέτης του ΜέΡΑ25 ορίζει ως διακύβευμα των ευρωεκλογών του Μαΐου την καταπολέμηση του αντιθετικού διπόλου του “αριστεροδεξιού κατεστημένου” της ευρωζώνης και των φασιστών τύπου Σαλβίνι, τότε αποφεύγει να επισημάνει το προφανές πρόβλημα, ότι δηλαδή μοιράζεται με το εν λόγω “κατεστημένο” τη σταθερή του πίστη στο ευρωπαϊστικό ιδανικό. Τη μοιράζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε σε εκδήλωση στο πλαίσιο του πανευρωπαϊκού εκλογικού αγώνα του, που διεξήχθη “για δυο ώρες μπροστά σε όλη την ιταλική επιχειρηματική κοινότητα στο Στούντιο Κέρτις, στον τελευταίο όροφο με θέα στην πλατεία Βενέτσια της Ρώμης”, να κατηγορήσει έναν “ξενόφοβο όπως τον Σαλβίνι”.[3] Μάλιστα, η πίστη του Γ. Βαρουφάκη στην ολοκλήρωση της ΕΕ παίρνει τη μορφή μιας ιδανικής ΕΕ, τέτοιας που δεν υπήρξε ποτέ ούτε ως δευτερεύουσα τάση της εξέλιξής της στα 61 χρόνια από τη συνθήκη της Ρώμης˙ όσο κι’ ακούγεται παράδοξο, η πίστη σε μια τόσο ιδανική ΕΕ όχι μόνο δεν μπορεί να ελαττωθεί από τις απογοητεύσεις που διαρκώς σωρεύει η πραγματική ιστορική της εξέλιξη, αλλά αντίθετα, ως πίστη σε ένα καθαρό ευρωπαϊστικό ιδανικό που κινείται σχεδόν στον ουρανό και στον χώρο του ιερού, μπορεί να δυναμώνει από αυτές.

Πιο κοντά στη γη, είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς ότι η πρόταση του Γ. Βαρουφάκη για την αναμόρφωση της ευρωζώνης μέσω μεγάλου επενδυτικού προγράμματος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων σε αυτήν[4] κινείται στο ίδιο μήκος κύματος με τις προτάσεις του Σύριζα από το 2012 ώς τον Ιούνιο του 2015 υπέρ μιας αναστολής πληρωμών του εξωτερικού δημόσιου χρέους της Ελλάδας και μιας μελλοντικής σταδιακής αποπληρωμής του στη βάση των ρυθμών ανάπτυξής της˙ (τους στόχους αυτούς συμπλήρωνε τότε ως υπουργός Οικονομικών ο Γ. Βαρουφάκης, αντιδιαστέλλοντάς τους με ανάλογες απαιτήσεις του για ένα φιλόδοξο επενδυτικό πρόγραμμα της Ευρωζώνης στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες της). Από αυτή την άποψη ο Γ. Βαρουφάκης δείχνει να πιστεύει πως, σύμφωνα και με τον τίτλο του γνωστού βιβλίου του παραμένει ένας “ανίκητος ηττημένος” και να έχει μείνει ένας από τους λίγους της αντιμνημονιακής φάσης του Σύριζα που (σε αντίθεση με την κυβέρνηση Σύριζα μετά τον Ιούλη του 2015, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τη ΛΑΕ) οι θέσεις τους δεν έχουν παρακολουθήσει ουσιαστικά καθόλου την εξέλιξη της πραγματικότητας. Κι’ όμως το ευρωπαϊστικό ιδανικό και την αντίστοιχη πρόταση της ευρωπαϊστικής μερίδας της κυβέρνησης Σύριζα και του Γ. Βαρουφάκη τα είχαν διαψεύσει οι ίδιοι με τις πράξεις τους ώς τον Ιούνη του 2015. Τα περί μορατόριουμ στην  αποπληρωμή του χρέους συνοδεύονταν από το σύνθημα “ούτε έξοδος από την ευρωζώνη ούτε υποταγή” στα κελεύσματα των ευρωζωνικών μελών της τρόικας. Τη λογική προϋπόθεση αυτών των απαιτήσεων και συνθημάτων την είχε εξηγήσει ωραία τότε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, υποστηρίζοντας ότι την έσχατη στιγμή της αντιπαράθεσης με την ελληνική κυβέρνηση οι ευρωπαϊκές ελίτ θα προτιμούσαν να κάνουν ένα βήμα πίσω για να αποτρέψουν την έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ και τη θέση σε κίνδυνο του ίδιου του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ακόμα και οι συντηρητικές δυνάμεις που έλεγχαν την ευρωζώνη, έλεγε ο Τσακαλώτος, θα λειτουργούσαν εκείνη την έσχατη στιγμή, με καταλύτη την αδιαπραγμάτευτη αντιμνημονιακή και  (προοδευτικά) ευρωπαϊστική στάση της πλειοψηφίας της κυβέρνησης Σύριζα, με κριτήριο την λογική και το καλό της “ευρωπαϊκής” ολοκλήρωσης.

Αλλά γνωρίζουμε πως τον Φεβρουάριο του 2015 ο υπουργός Οικονομικών Γ. Βαρουφάκης υπέγραψε την παράταση του υφιστάμενου μνημονιακού προγράμματος. Συνεπώς, τον Ιούνιο του 2015, κάτω από την ασφυξία που επέφερε στην ελληνική οικονομία η επιλογή της κυβέρνησης να αποπληρώνει με τα τελευταία της ταμειακά διαθέσιμα τις δόσεις του εξωτερικού χρέους και ο περιορισμός της παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ, η κυβέρνηση Τσίπρα άρχισε να αποδέχεται τη σύναψη ενός νέου μνημονίου προτείνοντας μάλιστα συγκεκριμένα μέτρα προς συμπερίληψη σε αυτό. Το ότι αυτά τα μέτρα ήταν ήπια σε σχέση με το τρίτο μνημόνιο που σύντομα τα ακολούθησε δεν αλλάζει το γεγονός πως τόσο τα μέλη της κυβέρνησης Τσίπρα που τα πρότειναν, όσο και ο Γ. Βαρουφάκης που δεν διαχώρισε δημόσια τη θέση του ως προς αυτά, αποδέχθηκαν με τις ίδιες τους τις πράξεις πως το σύνθημά τους “ούτε έξοδος ούτε υποταγή”, καθώς και η λογική του προϋπόθεση της ύπαρξης ενός “καλού Ευρώ”, δηλαδή μιας Ευρωζώνης των έστω συντηρητικών μα λογικών ελίτ, που θα προχωρούσε την ύστατη στιγμή στη διάσωση της Ελλάδας και στην ταυτόχρονη διεύρυνση της “ευρωπαϊκής” πολιτικής ολοκλήρωσης, δεν ίσχυε. Η κυβέρνηση Τσίπρα και ο Γ. Βαρουφάκης προτείνοντας ή μη απορρίπτοντας τον Ιούνιο κάποια πρώτα ήπια μνημονιακά μέτρα, αποδέχθηκαν στην πράξη πως το σύνθημα θα είχε διατυπωθεί καλύτερα ως ένα δίλημμα: “Ή Έξοδος ή Υποταγή”. Οι ίδιοι διάλεξαν το δεύτερο, αλλά ο Γ. Βαρουφάκης, μετά το καταλυτικό γι’ αυτόν ΟΧΙ του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη, δεν ολοκλήρωσε αυτή την επιλογή, καταψηφίζοντας το τρίτο μνημόνιο στη βουλή.[5] Έτσι μπορούσε να παρουσιάζεται, ενεργοποιούμενος πλέον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ως άγρυπνος φρουρός των παρακαταθηκών των προ του δημοψηφίσματος ευρωπαϊστικών υποσχέσεων του Σύριζα. Με αυτό τον τρόπο συνεχίζει τον αγώνα για το μεγάλο ευρωπαϊστικό ιδανικό, υποστηρίζοντας στην ανάγκη τη μια χρονιά τον υποψήφιο για την γαλλική προεδρία και ρήτορα της “ευρωπαϊκής” ολοκλήρωσης Εμμανουέλ Μακρόν ως σωτήρα του κοινοβουλευτισμού απέναντι στη Μαρίν Λε Πεν, για να τον καταδικάσει την αμέσως επόμενη: “…Μακρόν, Γιούνκερ κ.λ.π. χρειάζονται τον Σαλβίνι για να δικαιώνονται οι αντικοινωνικές πολιτικές τους”.[6]

Η κριτική αντιπαράθεση με την απόπειρα του ηγέτη του ΜέΡΑ25 να προσελκύσει εκλογικά μέρος των “συντρόφων του Σύριζα”, πείθοντάς τους ότι ο διμέτωπος αγώνας του κατά του κατεστημένου της ΕΕ και των ευρωπαίων φασιστών, από τις θέσεις ενός αριστερού ευρωπαϊσμού, προωθεί πιο πετυχημένα τον αγώνα τους εναντίον του συντηρητισμού, μας βοηθά να αποσαφηνίσουμε περισσότερο τη δική μας στάση εν όψει των προγραμματισμένων ευρωεκλογών. Η στάση μας απέναντι στην υπαρκτή ευρωζώνη δεν μπορεί να είναι ούτε η ˗κριτική ή μη˗ υποστήριξή της, ούτε η αντιπαράθεση σε αυτήν από τις θέσεις ενός εθνικισμού ο οποίος δεν αποτελεί παρά την αποσπασματική αντίδραση ορισμένων κρατών προς τη γερμανική Ευρώπη, δηλαδή προς τον γερμανικό εθνικισμό που προβάλλεται ως ευρωπαϊσμός. Δεν μπορούμε να είμαστε ούτε με τον πλουραλισμό των ευρωπαϊστών, ούτε με τους εθνικιστές που αντιμάχονται τον ευρωπαϊσμό υπερτονίζοντας τη συνοχή που δίνει στο έθνος τους η πολιτισμική του “ταυτότητα” και υποτιμώντας τις κοινωνικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του.

Η αντιευρωπαϊστική μας στάση εκκινεί από τις κοινωνικές αντιθέσεις της υπαρκτής (όχι της ψευδαισθητικής) ευρωζώνης. Πρόκειται για τη διαρκή και οξυνόμενη ανατροπή του συσχετισμού δύναμης κεφαλαίου και εργασίας υπέρ του πρώτου, μέσω της (μονιμοποίησης της) νεοφιλελεύθερης διαχείρισης της κρίσης του 2007/8 από την ευρωζώνη, δηλαδή μέσω της περικοπής δημοσίων δαπανών και της αύξησης των έμμεσων φόρων, της περικοπής των μισθών, της περαιτέρω δημιουργίας “ελεύθερων” αγορών από τα κράτη, των ιδιωτικοποιήσεων κ.λ.π. Πρόκειται ακόμη για την αύξηση του χρέους, τον κίνδυνο για τις τράπεζες, την αποανάπτυξη στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, που με τη σειρά τους οφείλονται στις αντιθέσεις της ευρωζώνης και τις διαφορές ανταγωνιστικότητας μεταξύ χωρών του κέντρου και της περιφέρειας, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών του κέντρου.[7] Στην Ελλάδα οι αντιφατικές αυτές συνέπειες της διαχείρισης της κρίσης χρέους με πρωτοβουλία των δανειστών και στο πλαίσιο του Ευρώ οδήγησαν σε συμπτώματα που θα ίσχυαν ακόμη και στην περίπτωση της αθέτησης χρέους με πρωτοβουλία του οφειλέτη και της εξόδου από την ευρωζώνη, ιδίως το καλοκαίρι του 2012 και εκείνο του 2015: ευρωπαίοι εξαγωγείς εμπορευμάτων στην Ελλάδα ζητούσαν πληρωμή τοις μετρητοίς από τους πελάτες τους στη χώρα, επιβλήθηκαν έλεγχοι κεφαλαίου από την ελληνική κυβέρνηση κ.λ.π.

Η συνειδητοποίηση και θεώρηση αυτών των αντιθέσεων στην Ελλάδα δεν μπορεί παρά να μορφοποιείται σε μια στρατηγική ενός αντιευρωπαϊσμού των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας, καθώς και (δεδομένων των αντιφατικών συνεπειών της ευρωζωνικής διαχείρισης της κρίσης χρέους στις χώρες της περιφέρειας), της κοινωνικής κυριαρχίας και του πατριωτισμού. Βεβαίως αντιπαραθέτουμε την κοινωνική κυριαρχία στην κρατική κυριαρχία του προαναφερόμενου αντιευρωπαϊσμού των εθνικιστών. Επίσης διακρίνουμε τον πατριωτισμό από τον εθνικισμό, αλλά όχι θεωρώντας τον πρώτο άχρωμο και άγευστο, όπως έκανε πρόσφατα ο Μακρόν αντιπαραβάλλοντάς τον με τον εθνικισμό του Τραμπ. Γιατί δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως το ΕΑΜ είχε υπερασπιστεί τα συμφέροντα της πατρίδας απέναντι στους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους παράσιτους και συνεργάτες τους με το γάντι.

Ειδικότερα η αναφορά μας σε έναν αντιευρωπαϊσμό από τις θέσεις της δημοκρατίας, της κοινωνικής κυριαρχίας και του πατριωτισμού, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να τον προωθήσουμε μόνο μέσα από τη λαϊκή αυτοοργάνωση και τη σύνθεση αντινεοφιλελεύθερων κοινωνικών κινημάτων.[8] Για να το πούμε απλά: δεν μπορούμε να παραμένουμε στο επίπεδο ενός κινήματος κοινωνικής διαμαρτυρίας ή ενός ‘κοινωνικού συνδικαλισμού’. Χρειάζεται επίσης να τονίσουμε το πολιτικό στοιχείο στη δράση μας και να προσπαθήσουμε, συγκεκριμενοποιώντας τις πολιτικές μας επιδιώξεις, να αλλάξουμε τους συσχετισμούς δύναμης στην πολιτική εξουσία, στους διοικητικούς μηχανισμούς του κράτους και στη διεθνοπολιτική θέση της χώρας, προς την κατεύθυνση της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας. Έχουμε ανάγκη επομένως από πολιτικούς ηγέτες, άντρες και γυναίκες, που να χρησιμοποιήσουν τις πολιτικές ικανότητες και αρετές τους για την κοινωνική χειραφέτηση και για τη διασφάλιση της ιστορικής πορείας της κοινής πατρίδας.

[1] Ο Γ. Βαρουφάκης αναφέρεται αρχικά στο “αφήγημα της κυβέρνησης του καλοκαιριού του 2015 ότι δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να διακινδυνεύσουμε τη θέση μας στο ευρώ ‘τώρα που η ευρωζώνη αρχίζει να απομακρύνεται από τη θεσμικά εδραιωμένη λιτότητα'”. Όμως, διαπιστώνει, “σήμερα (…) ακόμα κι αυτό το μετριοπαθές όραμα˗αφήγημα κείται νεκρό (…) πράγματι, στο Eurogroup της 5ης Νοεμβρίου, η ελληνική πλευρά προσυπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν (που στο στόχαστρό του είχε την ιταλική κυβέρνηση) το οποίο περιέχει δήλωση πίστης και αφοσίωσης στη θεσμικά εδραιωμένη λιτότητα”.

Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η ερμηνεία αυτού του “αφηγήματος” της κυβέρνησης από τον Γ. Βαρουφάκη δεν είναι πειστική. Πράγματι, η ευρωζώνη που επέβαλλε στην Ελλάδα την επέκταση και ενίσχυση της λιτότητας με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου και η κυβέρνηση Τσίπρα που συνθηκολόγησε και το συνυπέγραψε, δεν μπορούσαν με λογική συνέπεια να υποστηρίζουν την ίδια στιγμή ότι “τώρα (…) η ευρωζώνη αρχίζει να απομακρύνεται από τη θεσμικά εδραιωμένη λιτότητα”.

[2] Η έμφαση δική μου.

[3] Από την ηλεκτρονική έκδοση του Il fatto quotidiano, της 27 Νοεμβρίου 2018, άρθρο της Wanda Marra με τίτλο: “Γιάνης Βαρουφάκης, ‘Η Ιταλία να μην το κάνει όπως ο Τσίπρας, να μην υποχωρήσει'”. Ο Γ. Βαρουφάκης μίλησε για την αποτυχία του “κατεστημένου” των ευρωτεχνοκρατών που δημιούργησε τον Σαλβίνι, τον οποίο έχουν ανάγκη να παρουσιάζουν ως εχθρό τους, αλλά με τον οποίο λειτουργούν σε ένα αντιθετικό και συμπληρωματικό δίπολο, προς όφελος και των δύο.

Το πόσο δεσμεύεται από τους κανόνες της ΟΝΕ ο ίδιος ο Βαρουφάκης φαίνεται από τη συμβουλή του για την Ιταλία, την οποία απεύθυνε στους επιχειρηματίες της που τον άκουγαν: “[ενν. Οι ιταλοί κυβερνώντες] θα έπρεπε να παρουσιάσουν την έκτακτη απαίτηση ενός σχεδίου ευρωπαϊκών επενδύσεων, ή πράγματι ενός ομολόγου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας, για πραγματικές επενδύσεις (…) Αν γινόταν αποδεκτό, η Ιταλία δεσμεύεται να σεβαστεί όλες τις υποχρεώσεις, αν δεχόταν άρνηση, [η Ιταλία] θα έπρεπε να φύγει [ενν. από τις συνεννοήσεις, δ.μ.] με ένα μονομερές σχέδιο εθνικών επενδύσεων και να φτάσει [το δημοσιονομικό έλλειμμα, δ.μ.] ακόμη και στο 3%”. Ως γνωστόν, το 3% είναι το έλλειμμα που έθετε ως ανώτατο όριο το αρχικό σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο συμφωνήθηκε για την εισαγωγή του Ευρώ και περιείχε και την πρόβλεψη για επιβολή προστίμου και γενικότερα σωφρονιστικής δράσης από τους ευρωζωνικούς θεσμούς (και τους τεχνοκράτες τους) σε περίπτωση υπέρβασής του. Ο Γ. Βαρουφάκης λοιπόν κάνει πολεμική στο αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας των “ψευδοτεχνοκρατών των Βρυξελλών”, αλλά δεσμεύεται από το αρχικό και αυθεντικό Σύμφωνο Σταθερότητας.

[4]  Τα εισαγωγικά δικά μου. Εννοείται πως η κριτική που ασκείται εδώ στο άρθρο του Γ. Βαρουφάκη δεν αναφέρεται σε αυτόν ως οικονομολόγο, αλλά ως ιδεολόγο.

[5] Εξάλλου, ως οικονομολόγος, ο Γ. Βαρουφάκης δεν θα μπορούσε στη συνέχεια να κάνει το άσπρο μαύρο, δηλαδή να πάψει να υποστηρίζει ή να αποσιωπήσει ό,τι βεβαίωνε εμφατικά μέχρι τότε, ότι δηλαδή τα μνημόνια ήταν αντιαναπτυξιακά, καταστροφικά για την κοινωνία και την πολιτική ελευθερία, αλλά και οικονομικά αδιέξοδα. Αντίθετα, ο ευρωπαϊστικός Σύριζα, ενώ δεν απέρριψε δημόσια και με σαφήνεια την εν λόγω καταδικαστική του κρίση για τα μνημόνια, τα υϊοθέτησε αμέσως μετά το ΟΧΙ στα μνημόνια του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου και, έπειτα από την εκ νέου επιβεβαίωση των δεδομένων εκλογικών συσχετισμών στη χώρα τον Σεπτέμβριο του 2015, τα εφάρμοσε πιστά˙ σαν να υπονοούσε ότι κάποιες εκλογές μπορούν να κάνουν το λανθασμένο από οικονομικής άποψης σωστό.

Στην πορεία βέβαια, ο ευρωπαϊστικός Σύριζα των Τσίπρα και Τσακαλώτου, μέσα στις συνθήκες απογοήτευσης, παθητικότητας και κυνισμού  που προκάλεσε, έφτασε από τη μια μεριά να μιλά για τον κοινωνικά άδικο χαρακτήρα των μνημονίων και να ισχυρίζεται ότι για την επιβολή τους ήταν αποκλειστικά υπεύθυνα τα κόμματα του κατεστημένου και από την άλλη μεριά να πανηγυρίζει για την πλήρη υλοποίηση των μνημονιακών μέτρων και για την επίτευξη των “υπερπλεονασμάτων”. Έτσι ο Σύριζα υπονοεί ότι μόνο η ˗πρώτη φορά˗ αριστερά απέδειξε στην πράξη πως τελικά τα μνημόνια “βγαίνουν”.

[6] “Η κυβέρνηση [Σύριζα] συμβάλλει στον χυδαίο de facto συνεταιρισμό κατεστημένου και φασιστών, με τον Σαλβίνι να χρειάζεται τέτοιες αποφάσεις του Eurogroup για να κερδίζει την αποδοχή των απελπισμένων λαϊκών μαζών στην Ιταλία, την ώρα που Μακρόν, Γιούνκερ κ.λ.π. χρειάζονται τον Σαλβίνι για να δικαιώνονται οι αντικοινωνικές πολιτικές τους” (η έμφαση δική μου). Με απόλυτη λογική συνέπεια θα μπορούσε αντί (ή εκτός) του ονόματος του Σαλβίνι να είχε χρησιμοποιήσει αυτό της Λε Πεν.

[7] Κ. Λαπαβίτσας κ.ά., Ρήξη; Διέξοδος από την κρίση της ευρωζώνης, Λιβάνη, Αθήνα 2012, σ. 26.

[8] Αναφέρομαι εδώ στο άρθρο των Κώστα Λαπαβίτσα και Στάθη Κουβελάκη της 17 Νοεμβρίου στο μπλογκ του Κ. Λαπαβίτσα, με τη θεώρηση του οποίου συμφωνώ σε πολλά. Όμως προς το τέλος ασκούν υπερβολική κριτική (π.χ. απευθύνουν άμεσες και έμμεσες μομφές για “σύγχυση” ή για “αρχηγισμό”), με αφορφή μία παρουσία του Παναγιώτη Λαφαζάνη σε εθνικιστικό μέσο ενημέρωσης, το λάθος της οποίας έχει άλλωστε αναγνωριστεί από την αρχή.

*Σημ. Iskra: Είναι αυτονόητο ότι οι απόψεις του αρθρογράφου είναι σε ορισμένα σημεία τους προσωπικές.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας