Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ονομάτισε δέκα από τα πιο ευπώλητα φάρμακα φτιάχνοντας την πρώτη λίστα του σχεδίου περιορισμού τιμών με στόχο να μειώσει το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, προκαλώντας τις μεγαλύτερες αναταράξεις στη φαρμακευτική βιομηχανία εδώ και δεκαετίες.
Οι νέοι κανόνες δίνουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση την εξουσία να διαπραγματευτεί χαμηλότερες τιμές για μερικά από τα πιο ακριβά συνταγογραφούμενα φάρμακα που παράγονται από την Pfizer, τη Merck και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες που έχουν ενταχθεί στο Medicare, το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους για τους συνταξιούχους, γράφουν οι Financial Times.
«Ενώ η φαρμακευτική βιομηχανία πραγματοποιεί κέρδη ρεκόρ, εκατομμύρια Αμερικανοί αναγκάζονται να επιλέξουν μεταξύ του να πληρώσουν για φάρμακα που χρειάζονται για να ζήσουν ή να πληρώσουν για φαγητό, ενοίκιο και άλλες βασικές ανάγκες», δήλωσε ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, ο οποίος αναμένεται τις επόμενες ώρες να εκφωνήσει ομιλία στον Λευκό Οίκο για τις εν λόγω αλλαγές. «Αυτές οι μέρες τελειώνουν», είπε.
Το Υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν φέτος και οι όποιες τιμές προκύψουν από τη διαπραγμάτευση θα εφαρμοστούν το 2026 για τα 10 φάρμακα, τα οποία κόστισαν 50 δισ. δολάρια στο Medicare στο 12μηνο που έληξε στα τέλη Μαΐου. Οι ηλικιωμένοι κατέβαλαν 3,4 δισ. δολάρια από την τσέπη τους γι’ αυτά τα φάρμακα το 2022, ένα βάρος που δεν αποζημιώθηκε από τους ασφαλιστές, δήλωσε ο Λευκός Οίκος.
Στην αρχική λίστα των 10 φαρμάκων για διαπραγμάτευση τιμής περιλαμβάνεται ένα χάπι για τον διαβήτη που ονομάζεται Jardiance, που πωλείται από την Boehringer Ingelheim και την Eli Lilly, ένα φάρμακο για την πρόληψη των εγκεφαλικών που ονομάζεται Eliquis, που παράγεται από την Pfizer και την BMS, και ένα φάρμακο της Novartis για τη θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας που ονομάζεται Entresto.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν εφάρμοσε συγκεκριμένα κριτήρια για την επιλογή των προϊόντων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους τους για το Medicare και του επιπέδου ανταγωνισμού για κάθε φάρμακο. Περισσότερα φάρμακα πρόκειται να προστεθούν στην κυβερνητική λίστα της διαπραγμάτευσης.
Σύμφωνα με τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, η ελάχιστη μείωση από την τιμή καταλόγου ενός φαρμάκου θα είναι 25%, αν και η κυβέρνηση μπορεί να διασφαλίσει πολύ μεγαλύτερες εκπτώσεις για ορισμένα φάρμακα.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, μη κομματικός φορέας παρακολούθησης των κυβερνητικών δαπανών, έχει εκτιμήσει ότι η διαπραγμάτευση της τιμής των φαρμάκων που κομίζει το μεταρρυθμιστικό πακέτο Μπάιντεν θα μπορούσε να εξοικονομήσει πάνω από 100 δισ. δολάρια στο Medicare σε βάθος δεκαετίας.
Η φαρμακευτική βιομηχανία έχει καταθέσει πολλές αγωγές με στόχο να εμποδίσει τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αποτελούν μέρος του νόμου Μπάιντεν για τη μείωση του πληθωρισμού. Έχουν προειδοποιήσει ότι η ανατροπή της τιμολόγησης θα ακρωτηριάσει την καινοτομία και θα εμποδίσει την ανάπτυξη φαρμάκων που σώζουν ζωές.
Τα δέκα ευπώλητα φάρμακα που εντάσσονται στη λίστα της αμερικανικής κυβέρνησης για διαπραγμάτευση τιμής είναι:
- Eliquis των εταιρειών BMS/Pfizer για τους θρόμβους στο αίμα, με κόστος 16,4 δισ. δολ. για το Medicare
- Jardiance της Boehringer/Eli Lilly για τον διαβήτη, με κόστος 7 δισ. δολ.
- Xarelto της J&J για τους θρόμβους στο αίμα, με κόστος 6 δισ. δολ.
- Januvia της Merck για τον διαβήτη, με κόστος 4 δισ. δολ.
- Farxiga της AstraZeneca για τον διαβήτη, με κόστος 3,2 δισ. δολ.
- Entresto της Novartis για την καρδιακή ανεπάρκεια, με κόστος 2,8 δισ. δολ.
- Enbrel της Amgen για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, με κόστος 2,7 δισ. δολ.
- Imbruvica των AbbVie/J&J για τον καρκίνο του αίματος, με κόστος 2,6 δισ. δολ.
- Stelara της J&J για την ψωρίαση και τη νόσο του Crohn, με κόστος 2,6 δισ. δολ.
- Fiasp/NovoLog της Novo Nordisk για τον διαβήτη, με κόστος 2,5 δισ. δολ.
Η Phrma, εμπορικός οργανισμός του κλάδου, είπε ότι οι μεταρρυθμίσεις ήταν αποτέλεσμα «βιαστικής διαδικασίας» που επικεντρώθηκε στο βραχυπρόθεσμο πολιτικό κέρδος και όχι στο καλύτερο για τους ασθενείς.
«Πολλά από τα φάρμακα που επιλέχθηκαν για καθορισμό τιμών έχουν ήδη σημαντικές εκπτώσεις μετά την ισχυρή διαπραγμάτευση που διεξάγεται στην ιδιωτική αγορά», δήλωσε ο Stephen J Ubl, διευθύνων σύμβουλος της Phrma.
Ωστόσο, ανώτερος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου είπε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν «δεν υποχωρεί» μπροστά στις νομικές προκλήσεις.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο οι Αμερικανοί θα πρέπει να αναγκαστούν να πληρώσουν περισσότερα από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη χώρα για συνταγές φαρμάκων που σώζουν ζωές, μόνο και μόνο για να γεμίσουν τις τσέπες της Big Pharma», σημείωσε. «Οι εταιρείες φαρμάκων τρέχουν στα δικαστήρια για να προσπαθήσουν να επιτύχουν δικαστικά αυτό που δεν μπόρεσαν να πάρουν στο Κογκρέσο, το μπλοκάρισμα των διαπραγματεύσεων».
Οι κατασκευαστές που δεν συμμορφώνονται με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης θα υπόκεινται σε ειδικό φόρο που θα ξεκινά από το 65% των πωλήσεων ενός προϊόντος στις ΗΠΑ.