Η Ελλάδα κατέγραψε την υψηλότερη αύξηση τιμών στα τρόφιμα πανευρωπαϊκά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δημοσίευσε η Καθημερινή.
Μάλιστα οι εν λόγω αυξήσεις από τον Μάϊο στον Ιούνιο ξεπέρασαν ακόμα και αυτές της Τουρκίας όπου ο πληθωρισμός είχε «χτυπήσει κόκκινο» το προηγούμενο διάστημα.
Ως προς τα αντίστοιχα στοιχεία που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, δείχνουν μεν χαμηλότερη μεταβολή από τον Μάϊο προς τον Ιούνιο (2,10%) αλλά εμφανίζονται εξίσου ανησυχτικά, καθώς καταγράφουν τη δεύτερη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση μετά από εκείνη του Μαρτίου του 2022 (τότε οι τιμές των τροφίμων είχαν αυξηθεί κατά 2,50% λόγω του πολέμου στην Ουκρανία).
Μάλιστα, κατά την ΕΛΣΤΑΤ, πρόκειται για τη δεύτερη συνεχόμενη μηνιαία αύξηση αφού η ανοδική τάση των τιμών εκκινεί ήδη από τον Απρίλιο.
«Χρυσός» τα βασικά είδη διατροφής
Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Καθημερινή, οι τιμές των γαλακτομικών προκαλούν ίλιγγο με τα τυροκομικά να φτάνουν πια στα 13 ως 15 ευρώ το κιλό – σε τιμές, δηλαδή, που παραπέμπουν σε … ντελικατέσεν.
Ως προς το γάλα, διατηρεί τις περσινές τιμές – φωτιά παρά το γεγονός ότι η τιμή παραγωγού έχει υποχωρήσει αισθητά.
Ενδεικτικά, τα στοιχεία του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ δείχνουν πως η μέση τιμή για το αγελαδινό γάλα τον Απρίλιο του 2023 ήταν περίπου 0,52 ευρώ/κιλό έναντι 0,57 ευρώ/κιλό στις αρχές του χρόνου και 0,60 ευρώ/κιλό που είχε φτάσει το περυσινό καλοκαίρι.
Σε αντίστοιχα επίπεδα έχει παγιωθεί και η τιμή του πρόβειου.
Ακόμη και στις περιπτώσεις που καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση τιμών σε βασικές πρώτες ύλες, δεν ακολουθεί ανάλογη μείωση στα δευτερογενή προϊόντα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα προϊόντα άρτου, που αδυνατούν να ακολουθήσουν τις μειώσεις στα άλευρα.
Τέλος, στην τιμή του χοιρινού, στην Ελλάδα τον Ιούνιο καταγράφηκε αύξηση κατά 14,8% έναντι 11,1% στην Ε.Ε.
Ανεπαρκή τα μέτρα της κυβέρνησης
Φαίνεται έτσι τόσο από τα διαθέσιμα στοιχεία, όσο και από την βιωμένη πραγματικότητα που αντανακλάται στα … καλάθια των πολιτών ότι τα μέτρα της κυβέρνησης δεν επαρκούν.
Λειτουργούν μεν ανακουφιστικά για ένα κομμάτι καταναλωτών, αλλά αδυνατούν να παράσχουν μία συνολική λύση στο πρόβλημα της ακρίβειας.
Ο πληθωρισμός «απληστίας» και ειδικότερα η ακρίβεια στα τρόφιμα απαιτούν σοβαρότερη διαχείριση σε άλλη κατεύθυνση και ίσως η κυβέρνηση θα μπορούσε να παραδειγματιστεί από άλλα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν καταγράψει καλύτερες επιδόσεις στον συγκεκριμένο τομέα.