«Έφυγε» από τη ζωή ο κομμουνιστής, εικαστικός και λογοτέχνης, Γιώργος Φαρσακίδης

1085
φαρσακίδης

Ο Γιώργος Φαρσακίδης, ο κομμουνιστής, ο αγωνιστής εικαστικός, ο μαχητής του ΕΛΑΣ, ο αλύγιστος που πέρασε 16 χρόνια από τη ζωή του σε φυλακές και εξορίες, «έφυγε» σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών. Η πολιτική τελετή αποχαιρετισμού του Γιώργη Φαρσακίδη θα γίνει αύριο Πέμπτη 23 Ιουλίου στις 7.00 μ. μ. στο αίθριο του Δημαρχείου Θεσσαλονίκης.

Ο Γιώργος Φαρσακίδης, γεννήθηκε το 1926 στην Οδησσό της Σοβιετικής Ένωσης. Μητέρα του ήταν η Ρωσίδα Έλενα και πατέρας του ο Πόντιος Αναστάσιος Φαρσακίδης τιμημένος από τη νεαρή ΕΣΣΔ σαν «πρωτοπόρος της σοσιαλιστικής εργασίας», γιατί παρότι μη επαναστάτης πίστευε πως «το μεγάλο δίκιο, είναι το δίκιο της επανάστασης». Το 1934 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Ντεπώ της Θεσσαλονίκης.

Στις γειτονιές του Ντεπώ. Ο Γ. Φαρσακίδης είναι στη μεσαία σειρά.

Ο νεαρός Γιώργος από μικρή ηλικία ήρθε σε επαφή με τις αξίες και τα ιδανικά του ΚΚΕ. Η κατοχή τον βρήκε να φοιτά στη Β’ Γυμνασίου. Αναγκάζεται να δουλέψει για την επιβίωση της οικογένειας. Κάνει διάφορες δουλειές και καταλήγει εργάτης στους φούρνους της βιομηχανίας «Αλλατίνη», οργανωμένος ήδη στην ΕΠΟΝ. Εκεί ξεκινά και η πρώτη του επαφή με τη δημιουργία, φιλοτεχνώντας πανέμορφες έγχρωμες αντιφασιστικές γελοιογραφίες. Την άνοιξη του 1943 εντάσσεται στην ΕΠΟΝίτικη Υποδειγματική Διμοιρία του «Τάγματος Χορτιάτη» στο 2/31 Σύνταγμα του ΕΛΑΣ. Πολεμά, γράφει ημερολόγιο και σκιτσάρει την αντάρτικη ζωή και δράση. Σε μάχη κατά των Βουλγάρων τραυματίζεται στο κεφάλι και τρέχοντας χάνει το σακίδιό του, όπου ήταν και τα σκίτσα του, που βρήκε ένας Βούλγαρος φαντάρος και του τα παρέδωσε πολλές δεκαετίες αργότερα. Τον Σεπτέμβρη του 1944, σε μάχη κατά γερμανικού στρατοπέδου έξω από το χωριό Κρήνη της Χαλκιδικής οπλοπολυβόλο τσακίζει τα δυο χέρια του Γιώργη. Τον Μάρτη του ’45 βγαίνει από το νοσοκομείο. Οι σύντροφοί του, οι φίλοι του, οι συναγωνιστές του διώκονται. Άλλοι βγαίνουν πάλι στο βουνό. Την Πρωτοχρονιά του ’47 ο Φαρσακίδης συλλαμβάνεται και βασανίζεται στην Ειδική Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. Για το πώς άντεξε τα βασανιστήρια απαντούσε με μια φράση του πατέρα του. «Είναι θαυμάσιο να μπορείς ν’ αγαπάς στη ζωή σου κάτι πιο πολύ κι από τη ζωή σου ακόμα». Τον Αύγουστο του ’47 ξανασυλλαμβάνεται. «Μας βρόντηξαν την πόρτα του σπιτιού και πάλι νυχτιάτικα, κι όπως την προηγούμενη φορά, με ξύπνησε η μάνα: “Ήρθανε, σήκω…”».

Ακολουθούν τα σκληρά χρόνια στις φυλακές και τις εξορίες. Εκεί, όπου ο Φαρσακίδης έκανε τα τσακισμένα χέρια του «όπλα» του απροσκύνητου και αλύγιστου αγώνα. Ζωγραφίζει, αποτυπώνει τις στιγμές, τα βασανιστήρια, σκηνές από τη ζωή των εξόριστων. Συμμετέχει στη δημιουργία σκηνικών για τις παραστάσεις που ανέβαζαν οι εξόριστοι. Αη Στράτης, Μακρόνησος, ξανά Αη Στράτης και αργότερα, στα χρόνια της χούντας Γυάρος και Λέρος είναι τα νησιά που εξορίζεται.

«Η πρώτη μου γνωριμία με την ξυλογραφία είχε γίνει το 1949 – ’50 στο “Σύρμα” των πολιτών στο ΑΕΤΟ – ΕΣΑΙ στο Μακρονήσι. Είχε πέσει στα χέρια μου μια “Φιλολογική Πρωτοχρονιά” με χαρακτικά, απ’ ό,τι θυμάμαι, των Κορογιαννάκη, Τάσσου, Βασιλείου, Χυτήρη και άλλων». Ακολούθησε ξανά ο Αη Στράτης. «Εκεί, οι συνθήκες ήταν κάπως καλύτερες από εκείνες της Μακρονήσου. Δε σε σκοτώνανε, δε σε βασάνιζαν, αλλά υπήρχε η πολύχρονη κράτηση. Όλη τη δεκαετία του ’50 ήμουν εκεί. Στο στρατόπεδο των πολιτικών εξόριστων του Αη Στράτη, ο δάσκαλος, που μας μύησε στην τεχνική της ξυλογραφίας, στάθηκε ο ζωγράφος – χαράκτης Χρήστος Δαγκλής». Και συνεχίζει: «Στον Αη Στράτη υπήρχε πολλή αρρώστια μετά τα βασανιστήρια της Μακρονήσου. Όλοι κάναμε φοβερή οικονομία. Στέλνοντας κάρτες, δηλώναμε ότι ζούμε, ότι αντιστεκόμαστε. Οι κάρτες θα ήταν μια επαφή, θα είχαμε μια συμπαράσταση από τις οικογένειές μας και τον περίγυρο. Τα βάλαμε κάτω. Χαρτιά, πινέλα, χρώματα, δραχμές διακόσιες είκοσι. Κινήσαμε, λοιπόν, να βρούμε τον γραμματέα της Ομάδας, να μοιραστούμε μαζί του τη χαρά της ανακάλυψης, να μας δώσει χρήματα. Ο μπάρμπα Χρήστος, ο Γραμματέας μας, άνθρωπος θετικός, υπεύθυνος με πολύπλευρη πείρα. Οργανωτικός προπολεμικά ακόμη, στον Αη Στράτη με τον Γληνό και τον Βάρναλη. Τότε αυτός σκεφτόταν, πώς θα έκοβε χρήματα για να αγοράσουμε πινελάκια. Όμως, όπως και αν τα υπολόγιζε, λεφτά για πινελάκια δεν μπορούσε να μας δώσει. Ήταν μεγάλη πολυτέλεια. Ο σωτήρας άγγελός μας βρέθηκε στο πρόσωπο του Γιάννη Ρίτσου. Συμπλήρωσε το ποσό από την τσέπη του και σε λίγο οι πρώτες χειροποίητες κάρτες γίναν ανάρπαστες. Η πρόβλεψή μας δικαιώθηκε πανηγυρικά, με την ανταπόκριση από τα έξω και τη σημαντική οικονομική ενίσχυση της Ομάδας». Γυρίζοντας από την εξορία, ο Φαρσακίδης συζητώντας με τη μάνα του της είπε: «Σ’ ευχαριστώ μάνα, που δε μου ζήτησες ποτέ να υπογράψω δήλωση για να βγω». Κι εκείνη απάντησε: «Αυτό μου ‘λειπε. Ήσουν που ήσουν χοντροκέφαλος, να γύριζες και με προσκυνημένο, σκυμμένο το κεφάλι».

Από τη μεταπολίτευση και μετά ο Γ. Φαρσακίδης τυπώνει τα έργα του, συμμετέχει σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις. Εκδίδει πολλά βιβλία και λευκώματα τα οποία αποτυπώνουν πλευρές της πολυτάραχης ζωής του. Το έργο του περνά τα σύνορα της πατρίδας μας. Για τη μεγάλη αγωνιστική και καλλιτεχνική προσφορά του με το ανώτατο Χρυσό Μετάλλιο της Σοβιετικής Επιτροπής Ειρήνης. Το 1984, το βιβλίο του «Η Πρώτη Πατρίδα» πήρε το πρώτο βραβείο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

«Ορθοστατών και ορθοβαδίζων» μέχρι τέλους. Ήταν μέλος της ΚΟΒ Εικαστικών της ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ. Όσο του το επέτρεπαν οι δυνάμεις του συμμετείχε σε δραστηριότητες του ΚΚΕ. «Μια ζωή και για πάντα, πλάι στην πιο ζωογόνα πηγή της ελληνικής κοινωνίας, το ΚΚΕ», είχε αναφέρει σε μια τελευταία δήλωσή του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη έχοντας τη βοήθεια και τη συντροφιά φίλων και συντρόφων.

*Πηγή: 902.g

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας