Μεγάλη Τετάρτη Ενύπνιον (περίπου)

1824
Εκβιαζόμαστε

Είχαμε έναν λόφο κούφιον γεμάτον καύσιμα. Στην κορυφή του λόφου είχαμε φυλάκιο. Το φύλαγε ένας μόνος του. Εμείς πηγαίναμε και φεύγαμε, αυτός παρέμενε, σπανίως κατέβαινε στη μονάδα. Συνήθως μονόχνωτος, απόμακρος, αλλά πάντα ευγενής. Ενίοτε έμπαινε κι αυτός στις κουβέντες της φρουράς που πήγαινε κι ερχότανε με διαφορετική σύνθεση κάθε φορά.

Εκείνο το Μεγαλοβδόμαδο, Μεγάλη Παρασκευή, το Ρέο αγκομαχούσε στην ανηφόρα, όταν απ’ την κορφή του λόφου ακούσαμε να κατεβαίνουν μελωδίες σαν άγγελοι.

Βρήκαμε τον ερημίτη ανάμεσα σε δυο γιγάντια επαγγελματικά ηχεία, να παίζει από ένα φτωχοκασετοφωνάκι συνδεδεμένο με έναν βρυχώμενο ενισχυτή, Πινκ Φλόιντ.

Πάνω στον λόφο, καθώς ο ήλιος έγερνε, το Wish you were here ηχούσε σαν τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής. Έως βαθείας νυκτός ακούγαμε, κουκουλωμένοι στις χλαίνες μας, πίνοντας, καπνίζοντας και τρώγοντας απ’ τις κονσέρβες μας.

Χαράματα, πριν να έρθει το Ρέο να μας μαζέψει, πλάκωσε η Αερονομία. Τα καρακόλια άρπαξαν τον φίλο μας, τον πλάκωσαν στις μάπες, φόρτωσαν τα δυο ηχεία στην καναδέζα που ακολουθούσε τα τζιπ και χάθηκαν κομβόι στον κατήφορο.

Ο δικός μας είχε κλέψει για την περίσταση τα δυο ηχεία από μια κλειστή, ώσπου να ’ρθει το καλοκαίρι, ντισκοτέκ. Μάθαμε τα νέα στη μονάδα, μαντάτα απ’ τον ίδιο ή για τον ίδιο δεν μάθαμε ποτέ. Μόνο τα ρούχα του και τα λιγοστά πράγματα που είχε βλέπαμε κάθε φορά που ανεβαίναμε στο φυλάκιο. Τα τακτοποίησε ο ένας από μας, τα συνηθίσαμε, μετά ένας – ένας φύγαμε…

***

  Πολλά έτη μετά το σωτήριον έτος 1977, στη Σταδίου βραδιάζοντας, με γραπώνει απαλά και σταθερά ένα χέρι. Δεν τον γνώρισα. Σμηνία, μου λέει, φυλάνε ακόμα οι άγγελοι στο φυλάκιο; Τον φίλησα, με φίλησε. Τι γίνεσαι; τι κάνεις; Γάμησέ τα, δικηγόρος.

Γελώντας, τραβήξαμε ο καθένας τον δρόμο του.

Γύρω μου ο τόπος μοσχοβόλησε κονσέρβα, φθηνό κρασί και τσιγάρο…

*Πηγή: topontiki.gr

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας