Κριτική θεάτρου – Σοφία Μαραθάκη και Ομάδα Θεάτρου ΑΤΟΝΑλ: «Ουγκώ: μια ουτοπία», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 13-22/10

1746
θεσμοφοριάζουσες

Η σκηνοθέτις Σοφία Μαραθάκη με την Ομάδα Θεάτρου ΑΤΟΝΑλ ανέβασε στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση την παράσταση Ουγκώ: μια ουτοπία. Δραματουργία βασισμένη κυρίως πάνω σε ένα κείμενο του Βίκτορος Ουγκώ, το οποίο διάνθισε με τη βοήθεια της δραματολόγου Έλενας Τριανταφυλλοπούλου, με λόγια άλλων διανοητών (Νίτσε, Μαλαπάρτε) καθώς και με κείμενα των μελών της ομάδας.

Η Μαραθάκη είναι από τις πιο νέες, αξιόλογες, και διακριτές για το σκηνοθετικό της ύφος παρουσίες στο θεατρικό χώρο, καθώς έχει ήδη στο ενεργητικό της πέντε σκηνοθεσίες εξόχως επιτυχημένες από το 2012, με τελευταία αυτή του Εθνικού Θεάτρου, μερικούς μήνες πριν, με το έργο του Ηλία Καπετανάκη Ο Γενικός Γραμματεύς.

Το κείμενο της παράστασης αποδίδεται σε ύφος αποσπασματικό, σχεδόν συνθηματολογικό όχι μόνο επειδή είναι σύνθεση κειμένων αλλά και επειδή το βασικό μέρος του, που προέρχεται από Τα έργα και τα λόγια του Ουγκώ, έχει αυτό το ύφος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για κείμενο που είχε εκφωνηθεί στη Συνδιάσκεψη για την ειρήνη το 1849 από τον ίδιο, στις απαρχές του ειρηνιστικού κινήματος. «Ένα μεγαλειώδες αντιπολεμικό μανιφέστο» και ένα αίτημα για μια Ενωμένη Ευρώπη, μια «Ευρώπη των λαών», αναφέρει το πρόγραμμα. Η Μαραθάκη, γοητεύεται από το ευθύβολο, επαναστατικό και ρομαντικό ύφος του συγγραφέα και φροντίζει να το περάσει στη σκηνή. Μαζί με την ομάδα της ΑΤΟΝΑλ –η ίδια προτιμά να τους αποκαλεί συνεργάτες– παραδίδουν μια παράσταση, η οποία φέρει όλα τα διακριτά χαρακτηριστικά των προηγούμενων δουλειών τους.

Ουγκώ - μια ουτοπία

Το έργο ξεκινά σε έναν σκηνικό χώρο λιτό και απέριττο (σκηνικά και κοστούμια Εύα Μαραθάκη φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης) στις αποχρώσεις του γκρι. Οι πέντε ηθοποιοί/περφόρμερς (Μιχάλης Βαλάσογλου, Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας) φορώντας κουστούμια επίσης γκρι, μας κάνουν μια μικρή ευσύνοπτη και χαριτωμένη εξιστόρηση της εξέλιξης της ανθρωπότητας από τον κόσμο των πρωτόγονων έως τη Γαλλική Επανάσταση, τους αποκεφαλισμούς των βασιλιάδων αλλά και των επαναστατών. Στη συνέχεια βρίσκονται όλοι καθισμένοι γύρω από το μοναδικό σχεδόν σκηνικό αντικείμενο της παράστασης, μια μοντέρνα τραπεζαρία με σερβίτσια. Είναι η ώρα που όλοι εν ειρήνη φαίνεται να απολαμβάνουν το γεύμα τους. Το στιγμιότυπο φέρει έντονα όλα τα χαρακτηριστικά του σκηνοθετικού ύφους της Μαραθάκη: αργή κίνηση (Βρισηίδα Σολωμού), «ενορχηστρωμένοι» φωνητικοί ήχοι από τους ηθοποιούς και μουσική (Βασίλης Τζαβάρας) απόλυτα ενταγμένη στη συνολική σύνθεση. Όμως η στιγμή αυτής της ευωχίας, όπου, εξαιτίας της αντι-ρεαλιστικής της παρουσίασης και της έντονης επιτήδευσης την οποία αποπνέει, δεν πείθει για την αλήθεια της, διακόπτεται βιαίως από την είδηση πως με μια πραξικοπηματική ενέργεια του Κάρολου Λουδοβίκου Βοναπάρτη (Ναπολέοντα Γ’) καταλύθηκε η δημοκρατία, και ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας. Ένας «κατακλυσμός» αρχίζει, εύρημα της σκηνοθέτιδας, που θέλει να «αγκαλιάσει» και να αφανίσει την Ευρώπη. Τα σώματα των ηθοποιών αφού «κτυπηθούν» κινούμενα μπρος πίσω, σωριάζονται στο πάτωμα. Όταν θα ξανασηκωθούν ένα παιδικό τραγουδάκι θα τα συνοδεύει και ψευδαισθησιακά θα ορίσει ένα νέο ξεκίνημα. Αλλά ποιος πείθεται πως αυτό είναι κάτι το εφικτό, στο βαθμό μάλιστα που λίγα μόλις χρόνια μετά τα κελεύσματα και τις υποσχέσεις της επανάστασης η δημοκρατία είχε αποδειχθεί τόσο ευάλωτη;

Η σκηνοθέτις μας προτρέπει γενικότερα να σκεφτούμε πάνω στα ανοιχτά έως σήμερα ζητήματα της συνάντησης των λαών της Ευρώπης και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας κοινότητας. Μας οδηγεί μέσα από μια έμμεση σύγκριση του χθες με το σήμερα να διαπιστώσουμε πως τίποτε δεν έχει πραγματικά αλλάξει, όπως έχει πει σε συνέντευξή της, αφού ούτε ειρήνη υπάρχει ούτε κατάργηση των συνόρων ούτε πρόκριση των αιτημάτων των λαών αλλά μόνο της εξουσίας. Κι ίσως, σε αυτό το σημείο, θα ήταν σκόπιμο να σταθούμε: Μπορεί αισθητικά η παράσταση να μας κάλυψε και με το παραπάνω με την αρτιότητά της, ωστόσο θεωρώ πως υποστήριξε, με τον τρόπο που εξέθεσε την επιχειρηματολογία της, την πεποίθηση πως η «ιστορία επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά»: κάτι, ωστόσο, που δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί στις μέρες μας. Οι πύρινοι λόγοι του Ουγκώ στα μέσα του 19ου αιώνα έφερναν έναν ενθουσιασμό κι ανοίγονταν σε ένα μέλλον που έδινε ελπίδα. Σήμερα πρέπει να μπολιαστούν με τα νέα δεδομένα, έτσι ώστε να μην ακούγονται σαν μια στείρα συνθηματολογία, που είχε νόημα να διατυπώνεται με αυτόν τον τρόπο κάποιες άλλες παλαιότερες εποχές.

*Η Ναταλί Μηνιώτη είναι διδάκτωρ Θεατρολογίας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας