Moody’s-Στις πιο χρεωμένες παγκοσμίως χώρες η Ελλάδα-Ανθεκτικές αλλά ασταθείς οι τράπεζες

1156
Συνέντευξη του Νώντα Νικολαΐδη, Vice President και Senior Credit Officer της Moody’s στο Βankingnews (ΒΝ)
Την ανάγκη για αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας υπογραμμίζει με παρέμβασή της στο Bankingnews, η Moody’s, παραθέτοντας ταυτόχρονα μια σειρά από προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να δώσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας στην οικονομία μας.
Σύμφωνα με τον Νώντα Νικολαΐδη, Vice President και Senior Credit Officer του αμερικανικού οίκου, εκ των ων ουκ άνευ είναι η συνέχιση των τρεχουσών οικονομικών πολιτικών, η δημοσιονομική εξομάλυνση και η περαιτέρω εξυγίανση των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που πρέπει να κατέλθουν στο 2,5%, ώστε να υπάρξει σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Εν προκειμένω πρόκληση αποτελεί το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων, που πλήττει κυρίως τους ευάλωτους δανειολήπτες.
Σε ό,τι αφορά το μείζον ζήτημα του χρέους, η Moody’s το «βλέπει» στο 150% έως το 2025, ωστόσο, ακόμα και έτσι, τα επόμενα 3-5 χρόνια η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη παγκοσμίως.
Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, οι διαρκείς προσπάθειές τους να μειώσουν περαιτέρω τα κόστη τους θα συμβάλουν στην υποστήριξη των κερδών τους το 2024.

«Η κερδοφορία τους θα παραμείνει ισχυρή, παρά το ότι δεν θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2023.

Τα υψηλά επιτόκια θα συνεχίσουν να είναι επωφελή για τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, παρόλο που το β’ εξάμηνο του 2024 θα υπάρξει νομισματική χαλάρωση, ενώ το beta των καταθέσεων θα είναι υψηλότερο από το 2023, αυξάνοντας το κόστος των τραπεζικών καταθέσεων» επισημαίνεται.

Η συνέντευξη του Νώντα Νικολαΐδη, Vice President και Senior Credit Officer της Moody’s, στον δημοσιογράφο του ΒΝ, Νίκο Μπαρτζελιώτη.
2391fe73838f48bcb0c50f1eb07f2655.jpg
Τη 13η Σεπτεμβρίου 2024, η Moody’s αναμένεται αξιολογήσει την ελληνική οικονομία. Υπάρχει πιθανότητα να την αναβαθμίσετε στην επενδυτική βαθμίδα. Ποιοι παράγοντες θα συμβάλουν στην αναβάθμιση ή τη διατήρηση της τρέχουσας αξιολόγησης;

Δεν αποκαλύπτουμε ποτέ το αποτέλεσμα μιας αξιολόγησης πριν έρθει η ώρα να δημοσιοποιηθεί.
Οπωσδήποτε, η συνέχιση των τρεχουσών οικονομικών πολιτικών, η δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων ιδίως στο δικαστικό σύστημα, που θα θωρακίσει την ελληνική οικονομία απέναντι σε εξωτερικούς κραδασμούς και πλήγματα, η ταχύτερη του αναμενομένου βελτίωση της δημοσιονομικής υγείας και η απαλλαγή από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα αποτελούσαν υποστηρικτικούς παράγοντες για αναβάθμιση και υψηλότερη αξιολόγησή της Ελλάδας.
Επιπλέον, τυχόν γρηγορότερη αλλαγή στην οικονομική δομή της χώρας, που θα βελτίωνε τις αντοχές της, θα κρινόταν πιστωτικά θετική.
Περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, η μείωση της αστάθειας σε ό,τι αφορά την κερδοφορία των τραπεζών και η σύγκλιση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και των κεφαλαιακών δεικτών με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο θα ήταν επίσης θετικά πιστωτικά γεγονότα.

Παρότι ο λόγος «χρέος προς ΑΕΠ» μειώνεται, το χρέος ως απόλυτο μέγεθος, μαζί με τα repos, παραμένει αμετάβλητο. Τι πρέπει να γίνει για να μειωθεί; Σε τελική ανάλυση η μείωση του χρέους δεν πρέπει να είναι η απόλυτη προτεραιότητα ενός κράτους;

Αξιολογούμε τη δημοσιονομική ισχύ της Ελλάδας ως «ba2». Αν μη τι άλλο, με δείκτη χρέος προς ΑΕΠ στο 161% στα τέλη του 2023, η χώρα θα συνεχίσει να παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα δημόσια χρέη μεταξύ των κρατών που αξιολογούμε.
Εν προκειμένω αξίζει να ειπωθεί πως ο δείκτης χρέος προς ΑΕΠ έχει μειωθεί σημαντικά από τα επίπεδα του 207% το 2020.
Το διάστημα 2022 – 2024 αναμένουμε από την Ελλάδα να πετύχει μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που αξιολογούμε, και την οποία αντικατοπτρίζουμε σε μια θετική προσαρμογή της τάσης του χρέους.
Συνολικά, το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σε λιγότερο από 150% έως το 2025.
Ωστόσο, τα επόμενα 3-5 χρόνια η Ελλάδα θα έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη παγκοσμίως.
Να επισημανθεί πως εφαρμόζουμε θετική προσαρμογή για το μεγάλο ταμειακό απόθεμα της χώρας που ξεπερνά τα 30 δισ. ευρώ (περίπου 14% του ΑΕΠ).

Οι ελληνικές τράπεζες επιτυγχάνουν 3,6 δισεκ. κέρδη ετησίως λόγω των επιτοκίων της ΕΚΤ. Αυτή η κερδοφορία πόσο διατηρήσιμη είναι;

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, αναμένουμε πως η κερδοφορία τους θα παραμείνει ισχυρή, παρά το ότι δεν θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2023.
Τα υψηλά επιτόκια θα συνεχίσουν να είναι επωφελή για τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, παρόλο που το β’ εξάμηνο του 2024 θα υπάρξει νομισματική χαλάρωση, ενώ το beta των καταθέσεων θα είναι υψηλότερο από το 2023, αυξάνοντας το κόστος των τραπεζικών καταθέσεων.
Η συνδυασμένη επίδραση αυτών των δύο παραγόντων θα ασκήσει πιέσεις στα επαναλαμβανόμενα κέρδη των τραπεζών, που όμως θα παραμείνουν σε ικανοποιητικά επίπεδα χάρη στον καλό ρυθμό νέων χορήγησης δανείων με αποδέκτριες τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, οι διαρκείς προσπάθειες των τραπεζών να μειώσουν περαιτέρω το κόστος τους θα συμβάλουν στην υποστήριξη της κερδοφορίας τους το 2024.
Στο βασικό μας σενάριο, η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) και η μέση αποδοτικότητα ενεργητικού (RoA) των ελληνικών τραπεζών θα κυμανθούν το 2024 σε περισσότερο εξομαλυμένα επίπεδα, περίπου στο 12% και 1,1% αντίστοιχα.

Οι ελληνικές τράπεζες πραγματοποίησαν ένα εντυπωσιακό άλμα εξυγίανσης από 40% NPEs πριν χρόνια κάτω από 5% σήμερα.
Ποιες είναι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν από εδώ και πέρα;

Πράγματι, η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών μέσω της μείωσης των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων τα τελευταία χρόνια ήταν εντυπωσιακή και αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες που οδήγησαν σε αναβαθμίσεις των αξιολογήσεών μας.
Αναμένουμε, λοιπόν, πως η τάση μείωσης θα συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της περιοδου 2024-2026, καθώς οι τράπεζες στοχεύουν σε μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων περίπου στο 2,5%, ποσοστό που είναι πιο συμβατό με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ωστόσο, αυτός ο στόχος θα αποτελέσει πρόκληση, δεδομένου του περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων το 2024 και των προβλημάτων που αυτό έχει προκαλέσει ιδιαίτερα στους πιο ευάλωτους δανειολήπτες, καθώς επίσης και σε εκείνους που έχουν αναδιαρθρώσει τα δάνειά τους για να τα καταστήσουν πιο διαχειρίσιμα.
Σε κάθε περίπτωση, πιστεύουμε ότι οι προσπάθειες των τραπεζών για ενεργό προσέγγιση αυτών των ευάλωτων δανειοληπτών και το γεγονός ότι πως η πιστωτική επέκταση θα συνεχιστεί με καλό ρυθμό κυρίως λόγω των έργων που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας θα βοηθήσουν στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αναμένουμε επίσης πως νέες τιτλοποιήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, στο πλαίσιο του προγράμματος εγγυοδοσίας «Ηρακλής III», θα βοηθήσουν.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας