η αλλιώς
«Τι να τα κάνεις τα λεφτά άμα δεν έχεις φράγκο…»
Πρώτον: Το επιτόκιο του δημοσίου χρέους είναι σημαντικός παράγοντας για την οικονομική πολιτική άρα και για την χώρα που την ασκεί, εφόσον η χώρα αυτή χαράζει την δική της οικονομική πολιτική. Στην πραγματικότητα μια χώρα που είναι σε βαθιά ύφεση και με τεράστια υποαπασχόληση κεφαλαίου και εργασίας, όπως λ.χ. η Ελλάδα, να μπορεί λόγω χαμηλού επιτοκίου, να δανειστεί, για να πραγματοποιήσει μια επεκτατική οικονομική πολιτική, ώστε να εξέλθει από την κρίση και να οδηγηθεί προς την πλήρη απασχόληση. Ανάλογα με το πόσο το ονομαστικό επιτόκιο είναι μικρότερο από το άθροισμα του πληθωρισμού και της μεγέθυνσης που επιτυγχάνεται στο ΑΕΠ, μπορεί να υπάρξει και ανάλογο πρωτογενές έλλειμμα χωρίς να αυξάνει το ποσοστό του δημοσίου-χρέους επί του ΑΕΠ. Ακόμη και αν το έλλειμμα απαιτείται να είναι αρκετά μεγάλο, τότε η αύξηση του λόγου δημοσίου χρέος προς ΑΕΠ θα είναι μικρή. Όμως τι νόημα έχουν αυτά για την Ελλάδα; Η Ελλάδα έχει μπει στο γύψο των σταθερών πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2060!!! Στερείται, ανεξαρτήτως οικονομικής συγκυρίας και παντελώς της Δημοσιονομικής Πολιτικής. Αν λοιπόν στερείσαι της δημοσιονομικής πολιτικής, τι νόημα έχει το χαμηλό επιτόκιο, αφού δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να δανειστείς φτηνά και να εξέλθεις της κρίσης;
Δεύτερον: Ο Βάλτος του Εξωτερικού Δημόσιου Χρέους
Το 2008 όταν ξέσπασε η κρίση το χρέος της γενικής κυβέρνησης, ήταν 263 δις, ήτοι 109% του ΑΕΠ. Το 2015 ήταν 312 δις και 176% του ΑΕΠ, ενώ το 2018 ανήλθε σε 335 δις και 181% του ΑΕΠ. Με τα τελευταία στοιχεία, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι 354 δις. Από αυτά το χρέος προς τους επίσημους πιστωτές (μηχανισμό στήριξης, Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ.) είναι το 82% δηλαδή κοντά στα 290 δις. Δηλαδή το εξωτερικό δημόσιο χρέος της χώρας μόνο προς τον επίσημο τομέα (όχι τον ιδιωτικό) είναι πάνω από 150% του ΑΕΠ. Την ίδια στιγμή σήμερα η Αργεντινή με ένα συνολικό ονομαστικό δημόσιο χρέος ανάλογο με το δικό μας, που όμως αντιστοιχεί στο 100% του ΑΕΠ της, και με εξωτερικό δημόσιο χρέος περίπου στο 30% (μοιρασμένο στο Δ.Ν.Τ. και στους ιδιώτες) περνάει σε νέα αναδιάρθρωση χρέους. Μάλλον αυτοί είναι τα κορόιδα…
Τρίτον: Η πικρή πραγματικότητα είναι, η συνεχής και αύξουσα, εξωτερική υπερχρέωση της Ελλάδας. Αιτία, το σκληρό ευρώ, με το συνεπακόλουθο εξωτερικό έλλειμμα .
Από το 1999 την αυγή του ευρώ έως σήμερα η καθαρή εξωτερική χρέωση της Ελλάδας – όπως φαίνεται από τα επίσημα στοιχεία- όχι μόνο έχει περίπου πενταπλασιαστεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά είναι και ανερχόμενη. Κύρια αποτελείται από εξωτερικό δημόσιο (και όχι ιδιωτικό) χρέος και οφείλεται σε ένα νόμισμα που δεν ελέγχεται από τις ελληνικές οικονομικές αρχές. Πρέπει να τονίσουμε ότι το πρόβλημα μιας χώρας δεν είναι το ύψος του χρέους της, αλλά α) σε ποιανού τα χέρια βρίσκεται, δηλαδή αν είναι σε εγχώριους ή ξένους πιστωτές β) αν είναι σε εθνικό νόμισμα που καθιστά το χρέος ελέγξιμο, ή σε ξένο νόμισμα.
Αυτό που κρύβουν είναι ότι η μεγάλη και μη διορθώσιμη αναπηρία της χώρας (εντός ευρωζώνης) είναι η αδυναμία άσκησης νομισματικής και ιδιαίτερα συναλλαγματικής πολιτικής. Ο Λογαριασμός της χρεοκοπίας ήρθε από τον λογαριασμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επειδή η χώρα μια πολύ μαλακιά οικονομία, χρησιμοποιεί ένα πολύ σκληρό για αυτήν νόμισμα το ευρώ.
Αυτός ο λογαριασμός, του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δείχνει την κατεύθυνση του διεθνούς δανεισμού. Αν έχεις υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία ( και δεν θες ή δεν μπορείς να την διορθώσεις με διολίσθηση, ή υποτίμηση ή δασμολογική πολιτική) τότε εισάγεις περισσότερα από όσα εξάγεις στο εξωτερικό, αλλά για να το κάνεις αυτό πρέπει να μπορείς να καλύπτεις την διαφορά με καθαρό εξωτερικό δανεισμό, αυξάνοντας την καθαρή εξωτερική χρέωση της χώρας.
Τα συσσωρευμένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λοιπόν μιας χώρας, ισούνται με τον καθαρό δανεισμό της προς το εξωτερικό (ιδιωτικό και δημόσιο). Μια τέτοια εικόνα μας δίνει η Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση.
Για όσους δεν το γνωρίζουν, η Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση, αποτυπώνει το ύψος των διεθνών υποχρεώσεων και απαιτήσεων μιας χώρας, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Αναλόγως του πρόσημου της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης, ήτοι εάν είναι θετικό ή αρνητικό, προκύπτει το εάν μια χώρα είναι καθαρός πιστωτής ή οφειλέτης, έναντι του υπολοίπου κόσμου. Διαφέρει από το καθαρό εξωτερικό χρέος (αν και δεν είναι του παρόντος αυτή η διαφοροποίηση), διότι στο δεύτερο δεν περιλαμβάνονται οι καθαρές υποχρεώσεις όλων των συναλλασσόμενων περιουσιακών στοιχείων (π.χ. άμεσες επενδύσεις, μετοχές).
Ειδικότερα, όσον αφορά στην Ελλάδα, θα πρέπει να τονιστεί ότι η Κ.Δ.Ε.Θ. της, χειροτερεύει συστηματικά: από το -35.3% του ΑΕΠ το 1999 έφθασε στο -100%, περίπου, του ΑΕΠ (δηλ. στα 224 δισ. ευρώ) το 2010. Πρόκειται για την «χρυσή δεκαετία» του ευρώ. Οι υποχρεώσεις της έναντι του εξωτερικού ανέβηκαν στο -135% του ΑΕΠ το 2015, και στο -143% του ΑΕΠ το 2018. Εκφρασμένη σε ευρώ η καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας ήταν αρνητική κατά 240 δισ. ευρώ το 2015, και κατά 264 δισ. ευρώ το 2018 ενώ σήμερα (με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία) είναι κατά 282 δις ευρώ ήτοι περίπου -150% του ΑΕΠ ήτοι όπως είπαμε η εξωτερική χρέωση της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ πενταπλασιάστηκε μέσα σε 20 χρόνια από το 1999 έως το 2019.
Η Ελλάδα (όπως και όλος ο Ευρωπαϊκός «Νότος») είναι, λοιπόν, από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΟΝΕ μια υπερχρεωμένη χώρα, μάλιστα με αύξουσα τάση υπερχρέωσης.
Οι «έγκριτοι» δημοσιογράφοι και «πολιτικοί» αναλυτές με την εσφαλμένη ανάγνωση και ερμηνεία στοιχείων, όπως των χαμηλών επιτοκίων, συσκοτίζουν την πραγματικότητα που δημιούργησε το «Σύστημα Ευρώ» και, καταυτόν τον τρόπο, καλλιεργούν αυταπάτες γύρω από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το λόγο ύπαρξης, τους στόχους και τις αντιφάσεις της. Ακόμα και τώρα (ή ακριβώς εδώ και δέκα χρόνια), όπου τα γεγονότα «μιλάνε» από μόνα τους. Όπου όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβιώσει, αν δεν προβεί σε χρεοστάσιο, έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή στη ΔΡΑΧΜΗ, ώστε να ανακτήσει όλες τις οικονομικές της πολιτικές, Δημοσιονομική, Νομισματική, Συναλλαγματική, Εκδοτικό προνόμιο της Τράπεζας της Ελλάδας, Βιομηχανική, Αγροτική, Εμπορική. Αυτοί συνεχίζουν το βιολί τους, για τις «επιτυχίες» της ελληνικής οικονομίας, όπως τα χαμηλά επιτόκια……