Οι πλειστηριασμοί και η ηθική ευθύνη του χρέους

2440
δασμοί

Κεντρική θέση στην επιχειρηματολογία των απολογητών του συστήματος εξουσίας, όσων αφορά τους πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις, αποτελεί η έννοια της ηθικής ευθύνης του δανειολήπτη. Λένε λοιπόν οι διαμορφωτές της σύγχρονης προπαγάνδας πως το ιδιωτικό χρέος οφείλεται σε κάποια μάλλον εγγενή απληστία του ανθρώπινου είδους, σε μια επιθυμία για καλοπέραση πάνω από τις δυνατότητες που διαθέτει ο καθένας. Ο δανειολήπτης χρεώθηκε από απερισκεψία, χωρίς καμία εξωτερική επιβολή και καταναγκασμό και τώρα ο κατεργάρης προσπαθεί κρυπτόμενος πίσω από την «ψευδοκρίση» να αποφύγει της συνέπειες. Ακόμα χειρότερα ο ίδιος δεν είναι υπεύθυνος μονάχα για την προσωπική του χρεοκοπία, αλλά με την συμπεριφορά του, που προστίθεται σε αυτήν των ομοιών του, προκάλεσε την κρίση εκτινάσσοντας τα ποσοστά του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου χρέους, καθιστώντας αναπόφευκτη τη χρεοκοπία του κράτους. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς αντί να δεχτούν στωικά την Νέμεσι της ύβρεως τους, διαμαρτύρονται έξω από τα δικαστήρια και σύντομα και στους διαδρόμους των πολυκατοικιών τους, ταράζοντας την αισθητική όλων αυτών, που ουδέποτε υπέπεσαν στο σφάλμα του δανεισμού, τουλάχιστον αυτού τον πέρα από τις δυνατότητές τους.
Φυσικά πρόκειται περί αυθαίρετης ερμηνείας. Στόχος της είναι η διαστρέβλωση της πραγματικότητας και η δημιουργία ενοχικού συνδρόμου στο σύνολο της κοινωνίας, με τελικό σκοπό την συκοφάντηση και την πρόληψη των όποιων αντιδράσεων.
Η μόνη αλήθεια στην παραπάνω θέση είναι πως πράγματι το χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο βρίσκεται στον πυρήνα της κρίσης, τόσο σαν αίτιο όσο και σαν αιτιατό. Το ποιος φέρει όμως την ευθύνη είναι ακριβώς αυτό που προσπαθούν να συσκοτίσουν τα φερέφωνα της πολιτικής εξουσίας και των τραπεζών.
Το 2001 αποτελεί την πλέον κρίσιμη χρονιά για την τωρινή πραγματικότητα της χώρας. Όλοι ξέρουμε πως τότε η Ελλάδα εγκαταλείπει την δραχμή και εισέρχεται στο Ευρώ. Η αλλαγή όμως του νομίσματος ήταν μονάχα η κορυφή ενός παγόβουνου το υπόλοιπο του οποίου παραμένει ακόμη αθέατο κάτω από τα νερά για την μεγάλη πλειοψηφία του λαού. Μία από τις σημαντικότερες επιπτώσεις αυτής της αλλαγής είναι τα πολύ μεγαλύτερα πλέον περιθώρια δανεισμού για τον δημόσιο τομέα αλλά και το τραπεζικό σύστημα. Από την στιγμή που αυτή η δυνατότητα υπήρξε το ελληνικό κεφάλαιο δεν θα την άφηνε αναξιοποίητη. Αν και ο δανεισμός αυτός καθαυτός μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για ανάπτυξη, εάν επενδυθεί σε παραγωγικές διαδικασίες, ο κομπραδόρικος και παρασιτικός χαρακτήρας του μεγάλου κεφαλαίου και των τραπεζών στην Ελλάδα ανέδειξε κάποιες άλλες δυνατότητες αξιοποίησης του.
Ακόμα και στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, υπάρχει πράγματι ένα αόρατο χέρι που εμποδίζει την αύξηση των τιμών πέρα από κάποια ακρότατα όρια, τουλάχιστον στην περίπτωση που ο κάτοχος των προϊόντων αυτών επιθυμεί να συνεχίσει να πουλά τον ίδιο αριθμό από αυτά. Αυτός ο ρυθμιστικός παράγοντας είναι η συνολική αγοραστική δύναμη μιας χώρας και βρίσκεται σε ευθεία και ανάλογη συνάρτηση με το διαθέσιμο καθαρό εισόδημα. Έτσι αν το μεγάλο κεφάλαιο αποφασίσει να αυξήσει την κερδοφορία του μέσω της αύξησης των τιμών, κινδυνεύει αν δεν αυξήσει ανάλογα και το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων να δει τα ποσοστά κέρδους του ανά προϊόν να αυξάνονται, αλλά την συνολική του κερδοφορία να παίρνει την κατιούσα, μέσω της πτώσης του συνόλου των πωλήσεων. Η αύξηση όμως του εισοδήματος των αγοραστών σημαίνει και αύξηση του εργατικού κόστους, άρα μείωση του περιθωρίου κέρδους. Αυτά όμως πριν το 2001 και την είσοδό μας στον παράδεισο του φτηνού για τις τράπεζες δανεισμού και των χαμηλών για αυτές επιτοκίων.
Ο δανεισμός έρχεται τώρα να δώσει λύση σε αυτήν την σπαζοκεφαλιά που απασχολεί το Ελληνικό Κεφάλαιο. Δίνει την δυνατότητα να αυξηθούν σχεδόν εκθετικά οι τιμές των προϊόντων χωρίς να ακολουθήσουν οι μισθοί την αύξηση καθώς ο ίδιος καλείτε να καλύψει το κενό στην χρηματοδότηση της κατανάλωσης.
Αυτό γίνεται ακόμα περισσότερο φανερό, αν παρακολουθήσουμε την πορεία της οικοδομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα που είναι χαρακτηριστική, τόσο εξαιτίας της εμβληματικής της θέσης στην ελληνική οικονομία όσο και για την ειδική της σχέση, με την ψυχοσύνθεση και την κουλτούρα του Έλληνα. Είναι γνωστό πως οι τιμές των ακινήτων στο σύνολο της χώρας την δεκαετία 1995-2005 σχεδόν τριπλασιάζονται. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για τις πληρωμές των εργαζομένων κατά την κατασκευή τους, ενώ το συνολικό της κόστος με εξαίρεση την αγορά της γης, παραμένει σχεδόν σταθερό, αυξάνοντας σε πρωτόγνωρο βαθμό τα περιθώρια κέρδους των κατασκευαστών. Οι μέσοι μισθοί της χώρας φυσικά αδυνατούν να ακολουθήσουν την εξέλιξη. Οι αγοραπωλησίες στηρίζονται στα στεγαστικά δάνεια που χορηγούν αφειδώς οι τράπεζες, καθώς πλέον η αποταμίευση δεν μπορεί να παράσχει πάρα ένα ολοένα και μικρότερο κλάσμα του κόστους αγοράς. Τα δάνεια με την σειρά τους τροφοδοτούν την φούσκα των ακινήτων υψώνοντας περεταίρω τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους των ίδιων των τραπεζών και των κατασκευαστών. Πραγματικός λοιπόν δανειολήπτης είναι ο κατασκευαστής μόνο που η χρέωση εγγράφεται στον αφελή ιδιοκτήτη.
Ταυτόχρονα έντονες αυξητικές τάσεις τουλάχιστον από το 2001, παρουσιάζουν οι τιμές όλων των βασικών ειδών κατανάλωσης, πιέζοντας ακόμα περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και καθιστώντας των δανεισμό ενός ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού των εργαζομένων μονόδρομο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση προϊόντων, όπως για παράδειγμα των εμφιαλωμένων νερών, που τριπλασίασαν την τιμή τους σχεδόν με την αλλαγή του νομίσματος, ενώ δεν υπήρξε καμία μεταβολή στο κόστος παραγωγής τους. Έτσι ο δανεισμός δεν εμφανίζεται μονάχα για να στηρίξει την κερδοφορία του κεφαλαίου σε αγορές μεγάλου κόστους που προϋπέθεταν πολλά χρόνια αποταμίευση, αλλά και για την εκπλήρωση βασικών αναγκών, ακόμα και της ένδυσης και της διατροφής, με κύρια εργαλεία τα καταναλωτικά δάνεια και τις πιστωτικές κάρτες. Για άλλη μια φορά, πραγματικοί δανειολήπτες του πλαστικού χρήματος και των καταναλωτικών δανείων είναι οι μεγαλοεπιχειρηματίες, ενώ στον φτωχό καταναλωτή χρεώνεται το κόστος της επιβίωσής του.
Με τον δανεισμό λοιπόν δόθηκε η δυνατότητα για την αύξηση της κατανάλωσης με ταυτόχρονή αύξηση των τιμών ενώ οι μισθοί στην καλύτερη των περιπτώσεων αυξηθήκαν με πολύ μικρότερους ρυθμούς ή παραμείναν στάσιμοι. Το χάσμα μεταξύ των τιμών και των μισθών επέβαλλε και κατάστησε αναγκαίο τον δανεισμό για την επιβίωση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων. Στο τέλος τα δάνεια των πολλών τα εισπράξανε οι λίγοι που είτε τα ξόδεψαν σε προϊόντα πολυτελείας και επίδειξης, είτε τα αποταμίευσαν σε τράπεζες του εξωτερικού. Την ευθύνη λοιπόν για το ιδιωτικό χρέος την φέρουν εκείνοι οι οποίοι το κατέστησαν αναγκαίο και είναι οι ίδιοι αυτοί που το εισέπραξαν.
Το χρέος αποτέλεσε το βασικό εργαλείο κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ για την πλειοψηφία του Ελληνικού λαού ο δανεισμός δεν αποτέλεσε μια επιλογή κατανάλωσης αλλά μια επιβολή επιβίωσης.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας