Θάνος Παπακωσταντίνου: Ηλέκτρα του Σοφοκλή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, 20 και 21 Ιουλίου 2018.

2167
θεσμοφοριάζουσες

Ο Θάνος Παπακωσταντίνου είναι μια πολύ ιδιαίτερη παρουσία στο θεατρικό γίγνεσθαι της χώρας. Οι παραστάσεις του βασίζονται συχνά σε αρχαίες ελληνικές τραγωδίες και υλοποιούνται σε κλειστές θεατρικές σκηνές της πρωτεύουσας. Ο τρόπος που τις επεξεργάζεται είναι εστιασμένος στην εικόνα και τον ήχο, τον μουσικό ήχο. Υποβλητική  ατμόσφαιρα, οργανωμένη γύρω από την τελετουργική δομή των έργων και τον μύθο τους, σπάνια συνοδεύεται από λόγο κι ακόμα πιο σπάνια αυτός ο λόγος προέρχεται από το κείμενο του έργου (μεταφρασμένο ή αυτούσιο).

Φέτος με την Ηλέκτρα του Σοφοκλή είναι η πρώτη φορά που επιχειρεί να ανεβάσει τραγωδία σε αρχαίο θέατρο και αποφάσισε να εντάξει στο όλο εγχείρημά του και τον σοφόκλειο λόγο σε απόδοση Γιώργου Χειμωνά.  Δηλαδή επέλεξε ένα κείμενο με έντονες τις ψυχαναλυτικές προεκτάσεις, αρκετά έξω από τη δικές του αναζητήσεις. Αυτό μάλιστα επαληθεύεται και από τη συλλογή των δοκιμίων (αποσπάσματα) που φιλοξενούνται στο πρόγραμμα της παράστασης και περιστρέφονται γύρω από τα τελετουργικά δρώμενα.

Στη σοφόκλεια εκδοχή του μύθου ο Ορέστης επιστρέφει στις Μυκήνες συνοδευόμενος από τον σύντροφό του Πυλάδη και τον Παιδαγωγό, ο οποίος είναι επιφορτισμένος να επιβλέπει τη δράση των νεαρών προκειμένου να εκτελεστεί ο χρησμός του Απόλλωνα. Ο θεός μέσα από τους μαντικούς λόγους της Πυθίας, ζητά από τον Ορέστη να διαπράξει μητροκτονία, εκδικούμενος τον θάνατο του πατέρα του. Στην πατρική γη συναντά την αδελφή του Ηλέκτρα που θρέφει μίσος για τη μητέρα της και ζητά τη βοήθειά της προκειμένου να εκτελέσει το φρικτό του καθήκον. Η μοναδική επί σκηνής παρουσία της μητέρας τους Κλυταιμήστρας στο κεντρικό επεισόδιο του έργου, όμως, δύσκολα πείθει για την τερατώδη μορφή της και ακόμα πιο δύσκολα για τον επιβεβλημένο θάνατό της από το χέρι του γιού της. Τόσο ο αγώνας λόγων που μοιράζεται με την κόρη της, όσο και η συναισθηματική-μητρική ανταπόκρισή της στην ψεύτικη είδηση του θανάτου του Ορέστη, όπως τη διηγείται ο δόλιος παιδαγωγός –το πλέον σκοτεινό πρόσωπο του έργου– κάθε άλλο παρά το σκληρό «ανδρόβουλον κέαρ» (ανδρόβουλη καρδιά) της αισχύλειας εκδοχής της επιδεικνύει. Η στάση της αντίθετα διαβαθμίζει το κακό μέσα στο έργο, έτσι που να αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι πιο στυγεροί δολοφόνοι η παλαιότερη γενιά των Ατρειδών ή νέα. Τα δύο αδέλφια όχι μόνο δε διστάζουν να διαπράξουν μητροκτονία, αλλά στη συνέχεια ασελγώντας και πάνω στο πτώμα της νεκρής τους μητέρας, το χρησιμοποιούν ως αντικείμενο εξαπάτησης του εραστή της Αίγισθου.

 

Ο Παπακωσταντίνου παρουσίασε μια Ηλέκτρα στην οποία το κακό είναι αδιαβάθμητο. Όλοι εγκληματούν ακόμα και ο χορός που στο τέλος της παράστασης μεταμορφώνεται από γυναίκες-καθολικές αδελφές του Ερυθρού Σταυρού(;) σε μιαρές Ηλέκτρες. Σε ένα λευκό, μοναστηριακό ή νοσοκομειακό, σκηνικό (σκηνικά-κοστούμια Νίκη Ψυχογιού), όπου το παλάτι παρουσιάζεται μια κυκλική κατασκευή με μια πόρτα-τρύπα, σαν στόμα που «ξερνάει» τους ενοίκους του ή τους εξαφανίζει στο εσωτερικό του, ελάχιστα είναι τα χρώματα που σπάνε τη μονοτονία του: η μαύρη νερομπογιά με την οποία βάφει το βωμό και τον εαυτό της η Ηλέκτρα καθόλη τη διάρκεια της παράστασης θρηνολογώντας για τη μοίρα της, και το κόκκινο (πιτσιλιές αίμα;) που «γράφει» ο Πυλάδης περιφέροντας στο πρώτο μέρος του έργου τον Ορέστη αργά σε όλο τον κύκλο της ορχήστρας. Μια μυητική τελετή, μάλλον, ενηλικίωσης του Ορέστη («μαύρος κυνηγός»;), προκειμένου να αναλάβει το έργο της εκδίκησης ως άνδρας. Σε αυτό το ίδιο κατάλευκο φόντο τα πρόσωπα του παλατιού φορούν χρυσοποίκιλτα ρούχα (αποχρώσεις του μπρούτζου και του χαλκού), ο παιδαγωγός μαύρα, ο Πυλάδης επίσης -κάτι σα ράσο ορθόδοξου παπά με γενειάδα- και η Ηλέκτρα λευκό το οποίο σύντομα μαυρίζει με τη μπογιά του θρήνου της. Αντίστοιχα λευκά ενδύματα είναι και του χορού, τα οποία προς το τέλος του έργου, όταν τα μέλη του θα γίνουν συνένοχοι του φόνου θα τα απολέσουν, αποκαλύπτοντας ένα εσωτερικό «βρομερό» ένδυμα.

Η παράσταση κινήθηκε, όσον αφορά την «όψη», εντός του αισθητικού πεδίου του σκηνοθέτη: εικόνα και μουσική με δυτικές καταβολές. Το αποτέλεσμα εντούτοις δεν έπεισε. Ο Δημήτρης Σκύλλας επεξεργάστηκε τη μουσική μελοποιώντας όλα τα χορικά του έργου με αποτέλεσμα να οδηγήσει την παράσταση σε μια διάρκεια σχεδόν δίωρη και χωρίς να πείσει για το οπερατικό ύφος της (μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου). Τελικά δεν ενσωματώθηκε στο σύνολο. Η υποκριτική διδασκαλία των ηθοποιών ήταν μάλλον αφημένη στα χέρια και τις δυνατότητες του καθενός ξεχωριστά (Αλεξία Καλτσίκη, Νίκος Χατζόπουλος, Μαρία Ναυπλιώτου, Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Ελένη Μολέσκη, Χρήστος Λούλης, Μάριος Παναγιώτου) και ο σκηνοθέτης φάνηκε να επέβλεψε μόνο το mise en scene (πολύ κοντά στον τρόπο που σκηνοθετούσαν τις όπερες οι ιταλοί σκηνογράφοι μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα).

Επρόκειτο για μια παράσταση που σίγουρα έφερε την υπογραφή του σκηνοθέτη της, προσεγμένη εικαστικά και ηχητικά, αλλά χωρίς ξεκάθαρο στόχο σε σχέση με την ερμηνεία του έργου. Θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα αν δεν κατέφευγε στη χρήση του κειμένου και δούλευε τον τραγικό σοφόκλειο μύθο με τον τρόπο που είχε δουλέψει στα προηγούμενα χρόνια την αισχύλεια Ορέστεια (Venison, Pedestal, Colossus). Άλλωστε νομίζω ότι αυτή η προσέγγιση, με τη χρήση ελάχιστου λόγου, θα είχε ενδιαφέρον να παρασταθεί στο συγκεκριμένο θέατρο, όπου σε γενικές γραμμές στις θεατρικές παραγωγές του αρχαίου δράματος που φιλοξενεί, υπερέχει «ο λόγος του ποιητή»: να είχε προσπαθήσει δηλαδή να σπάσει το ταμπού της πρωτοκαθεδρίας του «κειμένου» το οποίο οφείλει οπωσδήποτε «να ακουστεί». Ας ελπίσουμε πως η συνέχεια του Θάνου Παπακωνσταντίνου στα θεατρικά δρώμενα θα φέρει την τόλμη των προηγούμενων παραστάσεών του.

Οι υπόλοιποι συντελεστές της παράστασης:

Σχεδιασμός κίνησης Χαρά Κότσαλη, σχεδιασμός φωτισμών Χριστίνα Θανάσουλα.

Χορός: Ασημίνα Αναστασοπούλου, Σοφία Αντωνίου, Ιωάννα Δεμερτζίδου, Νάντια Κατσούρα, Ελένη Κατσιούμπα, Κλεοπάτρα Μάρκου, Μαρία Μηνά, Ιωάννα Μιχαλά, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Νάνσυ Σιδέρη, Καλλιόπη Σίμου, Δανάη Τίκου.

Μουσικοί επί σκηνής: Θοδωρής Βαζάκας (κρουστά), Χρήστος Γιάκκας (τρομπόνι), Μαρία Δελή (μπαγιάν), Αλέξανδρος Ιωάννου (κρουστά), Γιάννης Κρητικός (κλαρινέτο).

 

Ναταλί Μηνιώτη

Διδάκτωρ Θεατρολογίας

minatali3@gmail.com

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας