Είμαι βέβαιος ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θυμάται πολύ καλά τον χειμώνα 1990-1991. Τότε που η επιλογή της κυβέρνησης του πατέρα του, Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, να «πειθαρχήσει» τη μαθητική νεολαία και να ανοίξει τη συζήτηση για τα «μη κρατικά» πανεπιστήμια, πυροδότησε ένα από τα μεγαλύτερα κινήματα μέχρι τότε. Όταν, μάλιστα, ο κομματικός σχεδιασμός της ΝΔ να ενεργοποιήσει «αγανακτισμένους πολίτες» για να σπάσει τις καταλήψεις οδήγησε στη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από τον πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ Πάτρας Γιάννη Καλαμπόκα, η έκρηξη ήταν καθολική. Στο τέλος, η κυβέρνηση αναγκάστηκε σε υποχώρηση και στην πραγματικότητα ήξερε ότι ο πολιτικός χρόνος της άρχιζε να μετράει ανάποδα.
Ακόμη πιο καλά ο πρωθυπουργός θα θυμάται την περίοδο 2006-2007, μια που ήταν ήδη βουλευτής όταν ο συνδυασμός ανάμεσα στις νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τα Πανεπιστήμια και την πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 16, επίσης προκάλεσε ένα πολύ μεγάλο και δυναμικό φοιτητικό κίνημα, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσει η αναθεώρηση, καθώς το ΠΑΣΟΚ «υποχρεώθηκε» αναλογιζόμενο το εκλογικό κόστος να αλλάξει την αρχική του θέση και καταψήφισε.
Η ΝΔ κέρδισε μεν τις εκλογές του 2007 – που τις έκανε πρόωρα για να μειώσει τη φθορά – όμως λίγο μετά ήρθε η τεράστια έκρηξη της νεολαίας τον Δεκέμβριο του 2008, που ομολογουμένως δεν θα είχε αυτή τη δυναμική αν δεν είχε προηγηθεί η φοιτητική «εξέγερση», και πάλι λειτουργεί καταλυτικά για την αποδυνάμωση της κυβέρνησης Καραμανλή, για την οποία ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα, ιδίως από τη στιγμή που ξεσπά η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την έκρηξη του χρέους.
Αυτές οι σχετικά πρόσφατες κομβικές ιστορικές στιγμές είναι ενδεικτικές για το σημαντικό πολιτικό κόστος της αντιμετώπισης με βία, αυθαιρεσία και αυταρχισμό των κινημάτων της νεολαίας. Και οι επιπτώσεις για τους εκάστοτε κυβερνώντες δεν περιορίζονται σε αυτό. Τέτοιες εκρήξεις έχει αποδειχθεί πως αφήνουν βαθύ χνάρι στις γενιές που συμμετείχαν και τις κάνουν πιο μαχητικές, πιο αγωνιστικές. Αλλά και περισσότερο δύσπιστες απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Ακόμη περισσότερο, διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη πολιτικοποίηση στη νεολαία που καμιά φορά περνάει και σε επόμενες γενιές. Όπως ακριβώς η «γενιά του Πολυτεχνείου» πολιτικοποίησε και τις επόμενες.
Όμως, παρότι ο πρωθυπουργός τα γνωρίζει όλα αυτά, συμπεριφέρεται σαν να θέλει να τα αγνοήσει, σαν να πιστεύει ότι γι’ αυτόν και την κυβέρνησή του δεν ισχύουν.
Φάνηκε αυτό από τον τρόπο που από την αρχή «στοχοποίησε» ένα μέρος της νεολαίας αναγορεύοντας τα «Εξάρχεια» σε βασικό «εχθρό», μίλησε για «θλιβερές μειοψηφίες», παρομοίασε τις καταλήψεις με ληστείες.
Φάνηκε από τον τρόπο που θεώρησε ότι μπορούσε να παρακάμψει τη διαδικασία της αναθεώρησης και να προχωρήσει σε ένα νόμο που απορρίπτει η συντριπτική πλειοψηφία της νεολαίας για να νομιμοποιήσει τα ιδιωτικά σουπερμάρκετ πτυχίων.
Φάνηκε από τη βίαιη αντιμετώπιση των φοιτητικών διαδηλώσεων.
Φαίνεται τώρα από «αστυνομικές επιχειρήσεις» όπως η πρόσφατη στο ΑΠΘ, που έχουν κυρίως επικοινωνιακό χαρακτήρα -λειτουργώντας και ως μέσο για να αλλάξει η ατζέντα.
Και φαίνεται από τον τρόπο που ο ίδιος στον εβδομαδιαίο απολογισμό του ουσιαστικά κάλεσε για ακόμη αυστηρότερη αντιμετώπιση των καταλήψεων και διαγραφές φοιτητών.
Καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένας κυνικός πολιτικός υπολογισμός που υποστηρίζει ότι ότι όλα αυτά δεν έχουν σημασία γιατί αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση δεν έχει αντίπαλο, αφού στις δημοσκοπήσεις έχει πάνω από 20% διαφορά από το δεύτερο κόμμα και ο μόνος αντίπαλος του πρωθυπουργού στη δημοτικότητα είναι ο «Κανένας».
Όμως, υπάρχει και μια άλλη διάσταση, που μπορεί να τινάξει στον αέρα τέτοιου είδους υπολογισμούς. Ότι όποιος χάνει τη νεολαία, χάνει το μέλλον. Και όποιος τα βάζει με τη νεολαία στο τέλος του δρόμου δεν έχει μέλλον. Γιατί μπορεί η κοινωνία μας να γερνάει, αλλά η νεολαία παραμένει στο κέντρο των οικογενειών και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς και άλλων ηλικιών. Και από ένα σημείο και μετά η κοινωνία αρχίζει να μην συγχωρεί όσους επιτίθενται στη νεολαία.
Και κάνει λάθος όποιος νομίζει ότι η νεολαία θα σταματήσει να αγωνίζεται.
Οι καταλήψεις όντως τελειώνουν, όμως ένα από τα χαρακτηριστικά της νεολαίας και των κινημάτων της είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται την ήττα με τον ίδιο τρόπο με τους μεγαλύτερους. Και αυτό σημαίνει ότι με κάθε αφορμή θα βγαίνουν στον δρόμο. Και όσο περισσότερο βγαίνουν στο δρόμο, τόσο περισσότερο θα δίνουν το παράδειγμα. Και καθώς οι αντοχές της κοινωνίας μειώνονται, γιατί έχει ούτως ή άλλως πολλά προβλήματα ανοιχτά, ξεκινώντας από την επίμονη ακρίβεια ή το γεγονός ότι χωρίς «νόμιμο φακελάκι» δύσκολα παίρνει ο ασθενής σειρά για το χειρουργικό τραπέζι, το ενδεχόμενο κοινωνική έκρηξης είναι πάντα υπαρκτό. Και πάντα απρόβλεπτο.
Σε τελική ανάλυση, μπορεί να θεωρεί ο πρωθυπουργός ότι «χαϊδεύει» συντηρητικά αντανακλαστικά βάζοντας στο στόχαστρο τα «παλιόπαιδα», όμως για πάρα πολλούς στην κοινωνία, είναι προτιμότερο – και ελπιδοφόρο – ένας εικοσάρης να κάνει καταλήψεις διεκδικώντας το δικαίωμα μια καλύτερης μόρφωσης και ζωής, παρά να «φουσκώνει» με ψέματα το βιογραφικό του για να αναρριχηθεί πιο γρήγορα, όπως νέοι που περιέβαλε με στοργή ο κομματικός μηχανισμός της ΝΔ.