Μεταξύ Ζυρίχης και Γενεύης μέσω Λονδίνου και Ουάσιγκτον
Έχουν γραφτεί τόσα και τόσα για το Κυπριακό και υπάρχουν τόσοι άλλοι αρμοδιότεροι να συνεισφέρουν τις γνώσεις τους επί του θέματος ώστε θα περιοριστώ σε μια προσωπική αφήγηση, σε ένα ‘απόσταγμα’.
Αυτό ίσως λίγο θα ενδιέφερε αν ο πατέρας μου δεν ήταν ο Αντιπρόεδρος και Υπουργός Εξωτερικών της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, εκείνος που εκπροσώπησε την Ελλάδα στις δύο Διασκέψεις της Γενεύης, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 όταν, μετά το πραξικόπημα της χούντας των Αθηνών εναντίον του Προέδρου Μακαρίου, η Τουρκία εισέβαλε στην Κυπριακή Δημοκρατία και κατέχει έκτοτε σχεδόν 40% του νησιού.
Έτυχε τις μέρες εκείνες να παρακολουθώ θερινά μαθήματα στο πανεπιστήμιο στη Νέα Υόρκη και κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση στα θεωρεία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ όταν ο Μακάριος έκανε την δραματική του έκκληση στις 19 Ιουλίου, την παραμονή της Τουρκικής εισβολής. Όταν, πολύ αργότερα, πρωτάκουσα την μομφή ότι τότε ο Μακάριος “κάλεσε την Τουρκία να επέμβει”, ανέτρεξα στην ομιλία του και επιβεβαίωσα με ανακούφιση ότι δεν είχε ίχνος αληθείας. Η έκκλησή του ήταν προς το Συμβούλιο Ασφαλείας. Μίλησε όμως, ατυχώς, για “εισβολή της Ελλάδας”…
Ουδείς αναμάρτητος και ασφαλώς ο Μακάριος έχει τις ευθύνες του, όχι τόσο για τις ενέργειές του ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά γιατί υπέκυψε, το 1958, στη Δύση και εγκατέληψε τον αγώνα των Ελλήνων -Κυπρίων και Ελλαδιτών- για Ένωση και αποδέχθηκε τελικά τη μοιραία Συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου, υπό τις αφόρητες πιέσεις των Καραμανλή, Αβέρωφ και Παλατιού. Η Συμφωνία αναγόρευε την Τουρκία σε “εγγυήτρια δύναμη”, με επεμβατικά δικαιώματα και παρουσία στρατού στο νησί, και την μουσουλμανική μειονότητα του 18% σε “τουρκική κοινότητα” με δικαιώματα βέτο που καθιστούσαν αδύνατη τη λειτουργία του πολιτεύματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Είναι εύκολο εκ των υστέρων να κρίνει κανείς αλλά θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι ο Μακάριος είχε να αντιμετωπίσει όχι μονάχα την Ελλάδα και τους μεγάλους “προστάτες” της αλλά και το παντοδύναμο τότε ΑΚΕΛ, που ακολουθούσε μια πολιτική στην οποία συνέπιπταν, για διαφορετικούς λόγους, το Λονδίνο και η Μόσχα που δεν ήθελαν, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου, την Ένωση γιατί αυτό θα σήμαινε την επέκταση του ΝΑΤΟ και την μετατροπή των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων σε νατοϊκές. Όμως αν η απεμπόληση της Ένωσης υπέρ της ανεξαρτησίας μπορούσε να υποστηριχθεί με λογικά επιχειρήματα, το καθεστώς της κηδεμονευόμενης “ανεξαρτησίας” των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου επιβλήθηκε δια της ισχύος και μόνο. Ήταν άδικο και μη βιώσιμο και γι’ αυτό το 1963, τρία μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους, ο Μακάριος κατέθεσε την πρόταση των δεκατριών σημείων αναθεώρησης του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προκειμένου να καταστεί λειτουργικό. Η βρετανική πλευρά κατά πάγια τακτική της τον παγίδευσε, αφήνοντάς τον να πιστεύει πως ήταν σύμφωνη, ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε την αδιαλλαξία των Τούρκων.
Γνώρισα τον Μακάριο, πρίν ακόμη τον συναντήσω στη Νέα Υόρκη, στο σπίτι του πρέσβη της Κύπρου στον ΟΗΕ Ζήνωνος Ρωσσίδη, διαβάζοντας, επί χούντας, το βιβλίο των Ξύδη, Χατζηαργύρη και Λιναρδάτου (“Ο Μακάριος και οι Σύμμαχοί του”) και υπήρξα πάντα ευνοϊκά διακείμενος απέναντί του αλλά, μισόν αιώνα αργότερα και μετά απ’ όσα μεσολάβησαν, για την Κύπρο, την Ελλάδα και τον Ελληνισμό, και τη γνώση που αποκτήσαμε τόσο ακριβά, επιβάλλεται αδέκαστη κρίση και απόδοση ευθυνών κατά το σολωμικό “το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές”. Ανεξάρτητα από τα όποια λάθη και τις αδυναμίες του όμως, πρέπει να πούμε ότι υπήρξε πραγματικά εθναρχική μορφή που δυστυχώς έλαχε να είναι στην Κύπρο αντί στην Ελλάδα… Η ένταξη της Κύπρου στο Κίνημα των Αδεσμεύτων έδειχνε το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει η Ελλάδα. Όμως η Ελλάδα ήταν -και είναι- πιο κηδεμονευόμενη από την Κύπρο[1]…
Ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου, αφού έστειλε τη μεραρχία στην Κύπρο, δέχθηκε κατ’ αρχήν την αμερικανική μεσολάβηση, το Σχέδιο Άτσεσον, το οποίο ήταν μια μορφή “διπλής ένωσης” που ουσιαστικά καταργούσε την Κυπριακή Δημοκρατία ενώ ταυτόχρονα παραχωρούσε, εκτός από την χερσόνησο της Καρπασίας και την Κερύνεια και τη μισή Λευκωσία, ακόμη και το Καστελλόριζο, στην Τουρκία! Η αντίσταση του Μακαρίου και η απροθυμία -ή, κατ’ άλλους, αδυναμία- του/των Παπανδρέου να του επιβληθούν[2] έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή του αμερικανικού σχεδίου ανατροπής της Κυβέρνησης, με φυσικούς αυτουργούς τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τους “αποστάτες” βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, και στην αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος που ακολούθησε και οδήγησε στον Δεύτερο Ανένδοτο και στη Δικτατορία.
Τόσο ο Μακάριος όσο και ο Παπανδρέου έπρεπε να ‘βγουν από τη μέση’ για να εφαρμοστούν τα αγγλοαμερικανικά σχέδια και να φτάσουμε, η Κύπρος, η Ελλάδα και ο Ελληνισμός, στη σημερινή έσχατη κατάντια. Η Αποστασία και η Δικτατορία ήσαν οι καταλύτες, οι ‘μοχλοί’, η Τουρκία όμως ήταν κινητήριος δύναμις.
Είναι πασίγνωστες οι ευθύνες της χούντας, πρώτα του Παπαδόπουλου, που αφόπλισε την Κύπρο το 1968, αποσύροντας την μεραρχία, κάτι παρεμπιπτόντως στο οποίο ώφειλε να είχε αντιταχθεί ο Μακάριος[3], έπειτα του Ιωαννίδη, που έκανε το επόμενο ολέθριο βήμα, το δολοφονικό πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου και την παράφρονα[4] αναγόρευση σε ‘Πρόεδρο’ του Νίκου Σαμψών, του ‘τουρκοφάγου’, ώστε να παρέχεται το τέλειο πρόσχημα για την εισβολή.
Εδώ, εκτός από τον ‘πρωταγωνιστικό’ ρόλο του Κίσσινγκερ, ο οποίος ‘μαγείρευε’ χρόνια το ‘πιάτο’ με τη βοήθεια των Καραμανλή και Αβέρωφ και πολλών δυστυχώς άλλων,[5] πρέπει να σταθούμε και στον αφανή αλλά ουσιαστικό ρόλο της Βρετανίας που όχι μόνο δεν λειτούργησε ως “εγγυήτρια δύναμη” της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά συνέβαλε καθοριστικά στην τραγωδία δια της απραξίας της που ισοδυναμούσε με ‘πράσινο φώς’ για την Τουρκία. Οι αποκαλυφθείσες μέσω των Wikileaks συνομιλίες Κίσσινγκερ-Κάλλαχαν πιστοποιούν το γεγονός ότι η Βρετανία έπαιξε το ρόλο του κομπάρσου στην εκτέλεση αυτής της πράξης του έργου αλλά οι γνωρίζοντες ξέρουν ότι το έργο ‘Κυπριακό’ το έγραψε αυτή…
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το ‘Ελλαδικό’, ανατρέχοντας στην ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους μετά την Επανάσταση. Ήταν ο Εμφύλιος και η εμπλοκή των ΗΠΑ με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ που ‘πέρασαν τη σκυτάλη’ στις ΗΠΑ. Τόσο για τη Βρετανία όσο και για τις ΗΠΑ Ελλάδα και Κύπρος είναι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος που δεν πρέπει να αντικρίζονται, δεν πρέπει να συγκροτούν ‘πόλο’ έναντι του τρίτου, που είναι βέβαια η Τουρκία. Είναι η στοιχειώδης συνταγή του “διαίρει και βασίλευε”. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής θεώρησης ο ιδιοφυής Κίσσινγκερ κατάφερε να διχάσει ξανά τον Ελληνισμό διαχειριζόμενος την γεωπολιτική κρίση έτσι ώστε να ελέγξει ταυτόχρονα και την Κύπρο και την Ελλάδα[6]. Στην Κύπρο τα κατάφερε με τη βοήθεια των Τούρκων και των Βρετανών και βεβαίως των Ελλήνων εθνικιστών, Κυπρίων και Ελλαδιτών. Στην Ελλάδα το πέτυχε με τη βοήθεια του Καραμανλή και του Αβέρωφ καθώς και των αρχηγών των ενόπλων δυνάμεων της χούντας, που παρέμεναν στις θέσεις τους μέχρι την ‘ολοκλήρωση’ του έργου του δεύτερου Αττίλα…
Εδώ βρίσκονται οι πρώτες ευθύνες της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, της οποίας ο πατέρας μου υπήρξε Αντιπρόεδρος και Υπουργός των Εξωτερικών. Βεβαίως ως Υπουργός των Εξωτερικών οι ευθύνες του περιορίζονται στην αποδοχή της διατύπωσης
περί ύπαρξης “δύο διοικήσεων” στην Κύπρο στο κείμενο της δήλωσης των τριών εγγυητριών δυνάμεων που “σφράγισε” τη Διάσκεψη της Γενεύης στις 30 Ιουλίου του 1974. Όμως, εκτός από Υπουργός Εξωτερικών ήταν και Αντιπρόεδρος και εδώ θα πρέπει να του καταλογιστεί ότι δέχθηκε, παρά τις κατάφωρες τουρκικές παραβιάσεις της εκεχειρίας και την συνεχή επέκταση της γραμμής αντιπαράθεσης που όριζε το τουρκικό προγεφύρωμα, να πάμε ξανά στη Γενεύη στις 10 Αυγούστου και μάλιστα με την συμμετοχή στη δεύτερη διάσκεψη, των εκπροσώπων των δύο “κοινοτήτων”, του Κληρίδη και του Ντενκτάς, προκειμένου να συζητήσουν την “εσωτερική” πτυχή του Κυπριακού. Υπό τις συνθήκες αυτές η δεύτερη διάσκεψη της Γενεύης, στην οποία παραβρέθηκα, ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύγχανε, όπως συνέβη, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ο “δεύτερος Αττίλας”.
Δεν γνωρίζω αλλά πολύ θα ήθελα να μάθουμε τι διαδραματίστηκε σε κυβερνητικό επίπεδο στο κρίσιμο δεκαήμερο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης Γενεύης. Δεν ξέρω καν αν συνεδρίασε η Κυβερνητική Επιτροπή, δεν ξέρω τι συναντήσεις ή και τηλεφωνικές επικοινωνίες έγιναν μεταξύ Μαύρου και Καραμανλή, με ή χωρίς τον Αβέρωφ.
Είναι άχαρος ο ρόλος μου, σαράντα οκτώ χρόνια μετά και εικοσιπέντε μετά θάνατον να θέτω αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα και να ασκώ κριτική εκ του ασφαλούς στον πατέρα μου τον οποίο τιμώ και υπεραγαπώ. Το πνεύμα μου είναι αυτοκριτικό. Κάνω αυτό που δεν μπορεί να κάνει εκείνος, πιστεύοντας ότι θα το ενέκρινε και θα με ενθάρρυνε.
Ο σύμβουλος του Κληρίδη κ. Πολύβιος Πολυβίου, που είχε μετάσχει στη συνδιάσκεψη της Γενεύης, έχει αναφερθεί, ως αυτήκοος μάρτυς τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ Κληρίδη και Καραμανλή ενόσω προήλαυνε ο Αττίλας, στη δραματική έκκληση του πρώτου προς τον δεύτερο για αποστολή “έστω ενός πλοίου για αντιπερισπασμό” καθώς και στην επίμονη άρνηση του Καραμανλή να συνδράμει την Κύπρο στρατιωτικά για να καταλήξει διερωτώμενος “τότε γιατί ο Μαύρος έλεγε στην Γενεύη μεταξύ πολέμου και ατιμώσεως θα επιλέξουμε τον πόλεμο” και να αποσπάσει την αποκαλυπτική απάντηση “δεν ξέρω, άλλο ο Μαύρος, άλλο εγώ”!…
Η στιχομυθία αυτή μαρτυρά πόσο “έξω από το κόλπο” ήταν ο Μαύρος, τι άβυσσος τον χώριζε από τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Άμυνας. Αυτό ήταν γνωστό από την εποχή της Ζυρίχης αλλά υπό τις περιστάσεις εθνικής κρίσης θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα, μια Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά στην πράξη. Αντ’ αυτού όμως ο Καραμανλής πολιτεύθηκε εξαρχής πάλι ως κομματάρχης, αδυνατώντας να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει ποιόν είχε δίπλα του[7]. Αντίθετα από τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ, που γνώριζαν την κατάσταση στις ένοπλες δυνάμεις και τον ρόλο τους κατά την εισβολή (και παρ’ όλα αυτά ανέχθηκαν προσώρας τους επιτελάρχες…), ο Μαύρος πίστευε ότι η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας ήταν ισχυρή. Βεβαίως η γενική επιστράτευση ήταν φιάσκο αλλά το φρόνημα του Ελληνικού Λαού και οι ένοπλες δυνάμεις του, καθώς και η διεθνής κοινή γνώμη και η νομική μας θέση, όπως αποτυπώνονταν στο ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, επέτρεπαν -και επέβαλλαν ακόμα- μια εθνικά υπερήφανη στάση. Αυτή τη στάση κράτησε στη Γενεύη ο Μαύρος, με αυτό το φρόνημα συνάντησε τον Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και τον Σιράκ, τον Σμίτ και τον Γκένσερ και άλλους ευρωπαίους ηγέτες και έτσι αντιμετώπισε τον Κίσσινγκερ όταν ο τελευταίος, θορυβημένος από την ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 23 Σεπτεμβρίου 1974, τον επισκέφθηκε την επομένη στη σουίτα του, ακολουθούμενος απ’ όλη την κουστωδία του Στέητ Ντηπάρτμεντ. Μετά τις τυπικές φιλοφρονήσεις για την ομιλία του κλπ μπήκε κατ’ ευθείαν στο ψητό ζητώντας του “κάτι για να πάει στους Τούρκους” (“something to sell to the Turks”), δηλαδή να βγάλει το Κυπριακό από τον ΟΗΕ και να το εγκλωβίσει στα αμερικανονατοϊκά πλαίσια. Έφυγε άπρακτος και εμφανώς δυσαρεστημένος, τόσο που στο αεροπλάνο της επιστροφής την επομένη ο πατέρας μου εκμυστηρεύτηκε στη μάνα μου ότι “μετράμε μέρες”.[8] Λιγότερο από μια εβδομάδα μετά, ο Καραμανλής προκήρυξε εκλογές.
Δύο είναι οι εκδοχές για το τέλος της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, δηλαδή της Μεταπολίτευσης[9]: ή ο Μαύρος πάτησε πόδι και ο χαρακτήρας και οι κομματικές ισορροπίες δεν άφηναν στον Καραμανλή άλλη επιλογή ή έλαβε υπερατλαντικές ‘οδηγίες’ να ξεφορτωθεί τον …απροσάρμοστο εταίρο, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Η απάντηση ίσως βρίσκεται στη Σύσκεψη της 30ης Νοεμβρίου και 1ης Δεκεμβρίου στη Αθήνα όπου στάθμευσε για μια εβδομάδα ο Μακάριος επιστρέφοντας από τις ΗΠΑ στην Κύπρο. Στη σύσκεψη, που έγινε υπό την προεδρία του Καραμανλή, μετείχαν, από Ελλαδικής πλευράς, ο Δ.Μπίτσιος[10], ο Ε. Αβέρωφ (Υπουργός Εθνικής Αμύνης), ο Ι. Βαρβιτσιώτης (Υφυπουργός Εξωτερικών), ο Μ. Δούντας (πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο)και από Κυπριακής πλευράς ο Αρχιεπίσκοπος και Πρόεδρος Μακάριος, ο Γ. Κληρίδης (Πρόεδρος Βουλής), ο Ι. Χριστοφορίδης (Υπουργός Εξωτερικών), ο Ν. Κρανιδιώτης (πρέσβης στην Ελλάδα), ο Τάσσος Παπαδόπουλος (βουλευτής), ο Χ. Βενιαμίν (Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών) και ο Σπύρος Κυπριανού (άνευ …χαρτοφυλακίου). Στη σύσκεψη δεν κλήθηκε και δεν μετείχε ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και μέχρι πρόσφατα Αντιπρόεδρος και Υπουργός των Εξωτερικών που χειρίστηκε το Κυπριακό, όσο του επέτρεψε βέβαια το ασφυκτικό πλαίσιο που τον περιέβαλε, κατά τους κρίσιμους μήνες που προηγήθηκαν. Δεν έπρεπε η παρουσία του Μαύρου να χαλάσει τη δουλειά που επιχείρησε να κάνει ο Κίσσινγκερ κρατώντας τον Μακάριο μακριά από την Κύπρο για τόσους μήνες[11]…
Υστερόγραφο: Το άρθρο αυτό δεν θα είχε γραφεί αν δεν επέμενε ο φίλος, σύντροφος και συναγωνιστής Ρούντι Ρινάλντι και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.
Το αφιερώνω στην ιερή μνήμη τεσσάρων υπέροχων Ελλήνων: του πατέρα μου, του μπάρμπα μου Βάσου Βλαβιανού, του Βάσου Λυσσαρίδη και του πρέσβη Θέμου Στοφορόπουλου, πουείχε το σθένος να παραιτηθεί από το διπλωματικό σώμα όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έβαλε το Κυπριακό “στο ράφι” στο Νταβός.
Το αφιερώνω επίσης στην ιερή μνήμη των αγνοουμένων και των πεσόντων, Κυπρίων και Ελλαδιτών, στον τίμιο αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη.
Δεν ξεχνούμε!
Συνεχίζουμε!
Πολεμούμε!