Η Συμφωνία της Βάρκιζας: Τεχνικές και πολιτικές παράμετροι

2033
νεοναζισμός

Η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν μια «τυπική», ως προς την διαδικασία της, πολιτική πράξη. Πολλά στοιχεία την διαφοροποιούσαν από την τρέχουσα πολιτική ή διπλωματική πρακτική. Ο χώρος όπου υπογράφηκε ήταν ένα από αυτά: η στέγαση των διαπραγματεύσεων σε ένα ιδιωτικό σπίτι, την «Βίλα Κανελλόπουλου», και όχι σε κάποιο δημόσιο κτίριο είχε τη δική του συμβολική σημασία. Ακόμα πιο σοβαρή παρατυπία μπορεί να θεωρηθεί η σύνθεση των εκατέρωθεν αντιπροσωπειών. Η αντιπροσωπεία της Αντίστασης είχε συγκροτηθεί στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο καθώς περιλάμβανε τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδας, τον Γιώργη Σιάντο, τον Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, Δημήτρη Παρτσαλίδη, και τον Ηλία Τσιριμώκο, Γραμματέα της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Ο δε στρατιωτικός που συνόδευε την πολιτική αντιπροσωπεία ήταν ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, στρατιωτικός διοικητής του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (Ε.Λ.Α.Σ.). Από την άλλη πλευρά η κυβερνητική αντιπροσωπεία είχε συγκροτηθεί σε «υπηρεσιακό» θα λέγαμε επίπεδο και δεν περιλάμβανε κανένα πολιτικό ή στρατιωτικό πρόσωπο «πρώτης γραμμής». Τη συγκροτούσαν ο υπουργός εξωτερικών, Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο Υπουργός εσωτερικών, Περικλής Ράλλης και ο υπουργός γεωργίας, Ιωάννης Μακρόπουλος. Στρατιωτικός σύμβουλος ήταν ο Παυσανίας Κατσώτας ο οποίος δεν βρισκόταν στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας του κυβερνητικού στρατοπέδου.

Στο πρακτικό πεδίο η πολιτική ανισότητα ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Πίσω από την κυβερνητική αντιπροσωπεία στεκόταν ο Βρετανός Πρέσβης Ρέτζιναλντ Λήπερ ο οποίος επέβλεπε και καθοδηγούσε την πορεία των διαπραγματεύσεων. Στο ουσιαστικό όμως πεδίο, στη βάση του οποίου θα προσμετριόταν η αξία της Συμφωνίας και η αξιοπιστία της, η ανισότητα αυτή είχε καίρια σημασία. Η όλη διαδικασία της Βάρκιζας στιγματιζόταν –και ακυρωνόταν ως λύση συμβιβασμού- από ετούτη την απουσία ίσου πολιτικού βάρους ανάμεσα στις δύο αντιπροσωπείες. Ουσιαστικά αυτό τη μετέβαλε από διαπραγμάτευση ίσων σε διαπραγμάτευση νικητών με νικημένους. Προφανώς η ηγεσία του Αντιστασιακού κινήματος αποδέχθηκε ετούτη την παράμετρο και προχώρησε στην υπογραφή της Συμφωνίας.

Το ερώτημα που αυτόματα προκύπτει από την παραπάνω διαπίστωση είναι το κατά πόσο η «τεχνική», η στρατιωτική, κατάσταση του Εαμικού στρατοπέδου ήταν τέτοια ώστε να υποχρεώνει την ηγεσία του σε διαπραγματεύσεις  ηττημένου προς νικητή. Η απάντηση στο ερώτημα δεν είναι εύκολη καθώς δεν διαθέτουμε τον απαραίτητο όγκο και είδος πληροφοριών που θα μας επέτρεπαν να γνωρίσουμε σε βάθος την κατάσταση του Αντιστασιακού κινήματος σε αυτές τις πρώτες εβδομάδες του 1945. Ας δούμε λοιπόν τι έχουμε με τα στοιχεία που έχουμε.

Οπωσδήποτε η μεγάλη μάχη της Αθήνας κατέληξε σε ήττα για το κίνημα. Στο στρατιωτικό πεδίο η ήττα αυτή είχε οδηγήσει στην καταστροφή του Α’ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ της Αθήνας. Είχε καταστρέψει επίσης την ΙΙη Μεραρχία Αττικοβοιωτίας του ΕΛΑΣ, και ένα σημαντικό μέρος των δυνάμεων της ΙΙΙης Μεραρχίας Πελοποννήσου του ΕΛΑΣ που βρέθηκαν να πολεμούν στην Αθήνα. Οι μονάδες της ΧΙΙΙης Μεραρχίας της Ρούμελης είχαν υποστεί σοβαρά πλήγματα και απώλειες, η στέρεη κοινωνική βάση όμως της μονάδας αυτής δείχνει να διατήρησε τη συνοχή της μονάδας και σε κάποιο βαθμό τη μαχητική της ικανότητα. Άλλες μονάδες του ΕΛΑΣ οι οποίες οριακά μόνο ενεπλάκησαν στις συγκρούσεις της Αθήνας, είχαν απλά εξουθενωθεί από τις ατελείωτες πορείες σε χειμερινές συνθήκες είτε προς την Αθήνα, είτε προς την Ήπειρο –όπου η νικηφόρα εκστρατεία κατά του ΕΔΕΣ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα σοβαρό για την πλέον αξιόλογη μονάδα του ΕΛΑΣ, την Ιη Μεραρχία της Θεσσαλίας και για ένα σημαντικό ποσοστό των μονάδων της βόρειας Ελλάδας.

Οι απώλειες του ΕΛΑΣ δεν ήταν καταθλιπτικές στις τριάντα τρεις ημέρες που βάσταξε η μάχη στην Αθήνα. Κρίνοντας από τη μορφή της μάχης, τις απώλειες των αντιπάλων του και τις εκταφές μετά το τέλος των μαχών, ο ΕΛΑΣ ίσως είχε κάτι ανάμεσα πεντακόσιους με χίλιους νεκρούς. Οι αριθμοί ελάχιστα μας λένε δεδομένου του τρόπου συγκρότησης των μάχιμων σχηματισμών του ΕΛΑΣ της Αθήνας ο οποίος ήταν εν μέρει μόνο στρατιωτική και εν μέρει πολιτική οργάνωση. Για την ακρίβεια η διαρκής είσοδος και η έξοδος μαχητών στους σχηματισμούς του πολύ δύσκολα θα ξεχώριζε στρατιωτικές ή πολιτικές απώλειες στις γραμμές του. Περισσότερο μετρούσε η ποιοτική διάσταση των απωλειών καθώς πολλά πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη σκοτώθηκαν στις συγκρούσεις.

Λιγότερο ικανοποιητικά ήταν τα πράγματα στον τομέα του εφοδιασμού και των αποθεμάτων. Η σύγκρουση της Αθήνας είχε απορροφήσει μεγάλο ποσοστό των αποθεμάτων που είχε σχηματίσει ο ΕΛΑΣ στην διάρκεια του αγώνα του ενάντια στους κατακτητές. Εξαιρετικά κρίσιμη ήταν η κατάσταση των πυρομαχικών όπου ολόκληρες κατηγορίες όπλων –π.χ. τα ιταλικά ελαφρά όπλα- είχαν κυριολεκτικά αχρηστευθεί από την έλλειψη πυρομαχικών. Αλλά και η κατάσταση σε τρόφιμα, υγειονομικό υλικό, υλικά στρατοπεδίας, εξάρτυσης -κυρίως υπόδησης-, βρισκόταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Η πρόσκαιρη απόκτηση μηχανοκίνητων μεταφορικών μέσων από τον ΕΛΑΣ στη διάρκεια της μάχης της Αθήνας –ειδικά τα φορτηγά αυτοκίνητα που κατασχέθηκαν στον Βόλο- ναι μεν ανακούφισε στη διάρκεια της μάχης τους πολεμιστές του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, αλλά άδειασε αποθέματα και αποθήκες στην ιδιαίτερα κρίσιμη σε αυτό το πεδίο ζώνη της Θεσσαλίας.

Προβληματική ήταν επίσης η κατάσταση του ηθικού. Η ουσιαστική αδυναμία μεγάλων σχηματισμών του ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου να εκτελέσουν διαταγές στην διάρκεια της μάχης της Αθήνας και ο συνεπακόλουθος αφοπλισμός τους ήταν μια ένδειξη για την ανομοιομορφία της σύνθεσης του ΕΛΑΣ, ιδιαίτερα μονάδων που είχαν σχηματιστεί στην τελευταία περίοδο της Κατοχής. Οι μικρές ταχύτητες μετακίνησης άλλων μονάδων του ΕΛΑΣ δεν οφείλονταν μόνο στις –πραγματικά σκληρές- κλιματικές συνθήκες. Η διαβρωτική δράση βρετανικών ή ελληνικών κυβερνητικών υπηρεσιών ήταν μια άλλη παράμετρος. Η διάλυση του Στρατηγείου της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας ως αποτέλεσμα της δράσης της ομάδας αντικατασκοπείας της 4ης Ινδικής Μεραρχίας στη Θεσσαλονίκη, επιχείρηση με κωδικό «Scarlet Pimpernail», δημιούργησε γενικά ζητήματα αξιοπιστίας σε πολλές διοικήσεις του ΕΛΑΣ.

Το πιο σοβαρό όμως πρόβλημα βρισκόταν στο οικονομικό πεδίο. Το παραγωγικό πλεόνασμα που τροφοδοτούσε τον ΕΛΑΣ και το λαϊκό κράτος στην Ελεύθερη Ελλάδα είχε μειωθεί στη διάρκεια του 1944. Η πρώτη αιτία ήταν οι καταστροφικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας τον χειμώνα 1943-1944 αλλά και οι αντίστοιχες επιχειρήσεις του καλοκαιριού. Η δεύτερη ήταν ο ανταγωνισμός που υφίστατο πλέον η  τοπική παραγωγή από τα φορτία της βοήθειας που έφθανε στη χώρα μέσω του Ερυθρού Σταυρού ή των συμμαχικών αρμόδιων υπηρεσιών μετά την Απελευθέρωση. Η οικονομία των ανταλλαγών αρθρωμένη πάνω στα μαζικά οργανωτικά σχήματα του ΕΑΜ πιέστηκε εξαιρετικά στην Απελευθέρωση όταν στο ισοζύγιο προστέθηκαν οι πόλεις. Η Επιμελητεία του Αντάρτη, ο οικονομικός μηχανισμός της Ελεύθερης Ελλάδας αναζητούσε ολοένα και περισσότερο πρόσβαση στα αγαθά της ξένης βοήθειας για να αντιμετωπίσει τις  ανάγκες του ΕΛΑΣ αλλά και τις αυξημένες ανάγκες του πληθυσμού που τα τέσσερα χρόνια της Κατοχής είχαν καταδικάσει στην απόλυτη ένδεια. Στη διάρκεια της μάχης της Αθήνας η γενική κινητοποίηση του ΕΛΑΣ στηρίχθηκε περισσότερο στα αποθέματα των αποθηκών της ξένης βοήθειας παρά στην φορολόγηση της εγχώριας παραγωγής που είχε πλέον φθάσει σε οριακά επίπεδα. Οι έρανοι για την στήριξη του ΕΛΑΣ στην διάρκεια της μάχης της Αθήνας απέδωσαν, σύμφωνα με τις εκθέσεις των οργανώσεων, πενιχρά αποτελέσματα.

Η οικονομική καχεξία επιβαρυνόταν ιδιαίτερα με το βάρος ενός κρατικού μηχανισμού που πλέον, μετά την Απελευθέρωση, είχε αναπτυχθεί σε μεγέθη και αρμοδιότητες ενός κανονικού κράτους. Διοικητικοί μηχανισμοί, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, πρόνοια, περίθαλψη, οικονομικές υπηρεσίες βάραιναν τους στενούς οικονομικούς πόρους της ελεύθερης Ελλάδας. Μετά την υποχώρηση από την Αθήνα, η διαγραφόμενη απώλεια του ελέγχου πάνω σε σημαντικές παραγωγικά ζώνες, τις πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Κεντρικής Μακεδονίας, αναμενόταν ότι θα πίεζε ακόμα περισσότερο τους διαθέσιμους πόρους. Σε περίπτωση συνέχισης του αγώνα το διοικητικό πλέγμα της Ελεύθερης Ελλάδας θα έπρεπε να συρρικνωθεί σημαντικά. Το ίδιο αναγκαστικά θα συνέβαινε με τους στρατιωτικούς σχηματισμούς του ΕΛΑΣ που θα έπρεπε να αναδιοργανωθούν σε ελαφρύτερα σχήματα.

Παρόλα αυτά ο ΕΛΑΣ είχε ηττηθεί, δεν είχε όμως καταστραφεί. Ο όγκος των δυνάμεών του δεν είχε εμπλακεί στις συγκρούσεις και δεν είχε φθαρεί σε αυτές. Σε τοπικό επίπεδο, όπου δηλαδή δεν χρειάζονταν μετακινήσεις και δεν ήταν αναγκαία η προάσπιση μιας σταθερής αμυντικής γραμμής, οι μαχητικές του δυνατότητες παρέμεναν σημαντικές. Πιθανότατα σε μια νέα φάση ένοπλου αγώνα δεν θα μπορούσε πλέον να παρατάξει μεραρχίες και ομάδες μεραρχιών. Στις συνθήκες της Κατοχής είχε καταφέρει να διατηρεί μια παρατακτή δύναμη 30 ως 35.000 μαχητών. Στις συνθήκες του 1945 θα ήταν απόλυτα εφικτή η ανάπτυξη 15 ως 25.000 μαχητών. Η παρουσία τους θα αποτελούσε βαρύ πολιτικό επιχείρημα που θα ανέτρεπε τους σχεδιασμούς του αντιπάλου.

Ο αντίπαλος δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Ο όγκος των δυνάμεών του αποτελείτο από ένα εντυπωσιακό σε ισχύ Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα. Τον Ιανουάριο του 1945 βρίσκονταν στην Ελλάδα η 4η και η 46η Βρετανικές Μεραρχίες, η 4η Ινδική Μεραρχία, η 23η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία και η 2η Ταξιαρχία Αλεξιπτωτιστών, μονάδες του ναυτικού και της αεροπορίας μαζί με ένα σμήνος σχηματισμών ειδικών δυνάμεων. Ένα σύνολο 80.000 περίπου ανδρών, σαφώς υπέρτερο των δυνάμεων που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ο ΕΛΑΣ σε ένα «κλασσικό» πεδίο αναμέτρησης. Επρόκειτο όμως για μια δύναμη που δεν μπορούσε να έχει διάρκεια. Η πορεία του πολέμου επέβαλε την επιστροφή μεγάλου μέρος των μονάδων στο ιταλικό μέτωπο ενώ άλλες έπρεπε το ταχύτερο να επιστρέψουν στην Παλαιστίνη όπου η κατάσταση ήταν εκρηκτική. Μετά το τέλος της μάχης στην Αθήνα και την ανακωχή, ο σχεδιασμός πρόβλεπε την παραμονή στην Ελλάδα μόνο δύο μεραρχιών, της 4ης Ινδικής και της 46ης Βρετανικής, οι οποίες θα «έντυναν» τα όποια στρατεύματα θα μπορούσε να συγκεντρώσει η κυβέρνηση της Αθήνας.

Τα στρατεύματα που θα μπορούσε να παρατάξει η όποια κυβέρνηση στην Αθήνα δεν διέφεραν σημαντικά από τα αντίστοιχα στρατιωτικά σώματα που μπορούσε να παρατάξει η τελευταία κυβέρνηση του καθεστώτος της Ελληνικής Πολιτείας, η κυβέρνηση Ιωάννη Ράλλη δηλαδή. Η ραγδαία διόγκωση της Εθνοφυλακής στη διάρκεια των συγκρούσεων της Αθήνας δεν σήμαινε κάποια πανστρατιά του αντι-Εαμικού στρατοπέδου αλλά μόνο την ενσωμάτωση των φοβισμένων για την τύχη τους στελεχών και ανδρών των Ταγμάτων Ασφαλείας και της Χωροφυλακής στο νέο, «κεκαθαρμένο» από τα βάρη του άμεσου παρελθόντος, σχήμα. Η περαιτέρω ανάπτυξη των κυβερνητικών στρατευμάτων προσέκρουε σε δυσεπίλυτα προβλήματα. Τυχόν τυφλή επιστράτευση μιας κλάσης στρατευσίμων –εκείνης του 1936 κατά προτίμηση- θα έφερνε στο στρατό πλήθη ανθρώπων κάποιας ηλικίας –οικογενειάρχες στην πλειονότητά τους- και επιπλέον απόλυτα αβέβαιων πολιτικών πεποιθήσεων. Επρόκειτο για τη γενιά των πολεμιστών της Αλβανίας και των πρώτων κυμάτων του αντιστασιακού κινήματος. Η δε «επένδυση» σε παραστρατιωτικά σώματα –συμμορίες-  ναζιστικού ή ληστρικού χαρακτήρα όπως αυτές που στρατολογήθηκαν στην Κατοχή θα αποτελούσε απλά και μόνο μια λαμπρή ευκαιρία επίτευξης εύκολων στρατιωτικών επιτυχιών από τον ΕΛΑΣ που  θα επέλυαν μάλιστα, σε κάποιο βαθμό –από τα λάφυρα- το πρόβλημα του πολεμικού εφοδιασμού του.

Οι βρετανικοί υπολογισμοί για την πορεία των επιχειρήσεων μετά το τέλος της ανακωχής ήταν εξαιρετικά απαισιόδοξοι. Το σχέδιο του στρατηγού Αλεξάντερ που υποβλήθηκε στις 8 Ιανουαρίου στους Αρχηγούς των Επιτελείων του Ηνωμένου Βασιλείου τόνιζε την ανάγκη ανάπτυξης των κυβερνητικών ενόπλων δυνάμεων σε 80.000 άνδρες. Θεωρούσε ότι ο έλεγχος της Αθήνας, του Πειραιά, της Αττικοβοιωτίας, της Θεσσαλονίκης, του Βόλου και της Πάτρας θα μπορούσε να αποδώσει στρατολογικά κάποιους αριθμούς αξιόπιστων στρατεύσιμων οι οποίοι μάλιστα θα βρίσκονταν κάτω από την αυστηρή «επίβλεψη» των βρετανικών δυνάμεων (FO 371/48247 R 974). Πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι δεν επρόκειτο μόνο για ζήτημα αξιοπιστίας των στρατεύσιμων. Οι οικονομικοί πόροι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στο τέλος του παγκόσμιου πολέμου θα δυσκολεύονταν να στηρίξουν υλικά έναν στρατό αυτού του μεγέθους σε ένα καθεστώς που απλά συνέχιζε την παράδοση σπατάλης και διαφθοράς που του κληροδότησε το ομοαίματό του καθεστώς της Κατοχής. Οι βρετανικές φιλοδοξίες μετριάστηκαν για να καταλήξουν στην προοπτική διατήρησης των σημαντικών αυτών ζωνών ελέγχου μέχρις ότου η ροή της ξένης βοήθειας και η πολιτική της λειτουργία μεταβάλει προοδευτικά τον συσχετισμό των δυνάμεων. Σε τελευταία ανάλυση την βοήθεια την πλήρωναν οι Αμερικανοί. Το βρετανικό θησαυροφυλάκιο δεν κινδύνευε εκτροπές με αυτόν τον τρόπο.

Στο τεχνικό πεδίο η συνέχιση του ένοπλου αγώνα δεν ήταν –σύμφωνα με τα στοιχεία που παραπάνω εκθέσαμε- μια μη επιλέξιμη απόφαση. Προφανώς η παρουσία δύο βρετανικών μεραρχιών καθιστούσε αδύνατη πλέον μια καθολική επικράτηση του ΕΛΑΣ. Από την άλλη όμως τα προβλήματα του βρετανικού και του κυβερνητικού παράγοντα καθιστούσαν αδύνατη την επιβολή της εξουσίας τους στο ελληνικό λαό. Μεσοπρόθεσμα η στρατιωτική σύγκρουση ίσως ευνοούσε το στρατόπεδο των νικητών της μάχης της Αθήνας. Η ροή μιας μαζικής ξένης βοήθειας έδινε σημαντικά υλικά πλεονεκτήματα στο κυβερνητικό χώρο, πολύ περισσότερα απ’ όσα η ανάλογη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού στην τελευταία κατοχική περίοδο είχε δώσει στην κυβέρνηση Ράλλη. Η ταξική όμως υπόσταση του νέου αστικού καθεστώτος –κάτω από οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα- έφερνε νέες συνθήκες κοινωνικής ανισότητας και βαθύτατη διαφθορά σε όποιον κρατικό μηχανισμό, καταστάσεις που περιόριζαν την πολιτική εμβέλεια και λειτουργία της βοήθειας.

Οπωσδήποτε η λήψη μιας πολιτικής, όπως και στρατιωτικής, απόφασης δεν είναι αποτέλεσμα μιας νηφάλιας ανάλυσης. Πολλοί άλλοι παράγοντες υπήρχαν στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο του πολιτικού χάρτη. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμα τελειώσει. Το τέλος του το συνόδευαν αβεβαιότητες. Η απελευθέρωση των μεγάλων αποικιακών ζωνών της Ασίας που μετέτρεψε τα εκεί ένοπλα Αντιστασιακά κινήματα σε αντιαποικιακές δυνάμεις αργούσε πολύ ακόμα σε τρόπο ώστε η ηγεσία του ΕΛΑΣ δεν είχε κάποιο «πρότυπο» να ακολουθήσει.

Όλα αυτά όμως είναι συζητήσεις και υποθέσεις. Στην ιστορία συνήθως γίνεται αυτό που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να γίνει. Μπορούμε δε να αλλάξουμε την ιστορία μόνο στο αύριο, να γράψουμε την ιστορία που δεν έχει γραφτεί ακόμα. Να ξαναγράψουμε την ιστορία των όσων έγιναν υπερβαίνει δυστυχώς τις πολιτικές δυνατότητες των ανθρώπινων κοινωνιών.

*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας