Το Μπανγκλαντές, ο ΣΕΒ και ο κατώτατος μισθός

ΣΕΒ

Αναφορικά με την πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην αύξηση του κατώτατου μισθού και την οιονεί ιδεοψυχαναγκαστική στάση του ΣΕΒ και των στελεχών του ενάντια στην όποια απόπειρα αύξησής του, αξίζει να επισημανθούν ορισμένα σημεία:

Για τον ΣΕΒ η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα συνδέονται σχεδόν αποκλειστικά και σε κάθε περίπτωση εμμονικά με το εργασιακό κόστος και το ύψος των μισθών. Το αντεργατικό του επιχείρημα είναι απλοϊκό και σε όλους γνωστό: κατώτατος μισθός που θα είναι υψηλότερος της παραγωγικότητας θα γυρίσει μπούμερανγκ, θα υπονομεύσει την ανταγωνιστικότητα και θα αυξήσει την ανεργία.

Φυσικά αυτό δεν ισχύει, διότι το κόστος εργασίας είναι μόνο ένας (και μάλιστα όχι ο πρωταρχικός) από τους 15 και πλέον παράγοντες που καθορίζουν τα ζητήματα της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας και των επιχειρήσεών της.

Αν είχε δίκιο ο ΣΕΒ, τότε το Μπανγκλαντές με μηνιαίο κατώτατο μισθό τα 4.650 «μπανγκλαντεσιανά τάκα» δηλαδή 55 ευρώ, θα έπρεπε να κατέχει θέση τουλάχιστον μέσα στην πρώτη δεκάδα της παγκόσμιας κατάταξης της ανταγωνιστικότητας (και όχι την 99η θέση που έχει σήμερα), η δε Ελβετία με μισθό ανειδίκευτου εργάτη στα 2.000 ευρώ δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στην 1η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδήμονας για να καταλάβει ότι παράγοντες όπως: ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός, η σύγχρονη οργάνωση της παραγωγής και των διοικητικών διαδικασιών, η καινοτομία, η έρευνα, η εκπαίδευσηκατάρτιση εργαζομένων, το φορολογικό και οικονομικό περιβάλλον, οι υποδομές, η γραφειοκρατία, η διαφθορά κ.ά., είναι πολύ πιο σημαντικοί παράγοντες, που όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά είναι αρκετά σημαντικότεροι από το εργασιακό κόστος.

Ο ΣΕΒ όμως όλα αυτά τα υποβαθμίζει και εμμονικά λέει όχι στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Κλασική συνταγή διατήρησης κερδοφορίας σε βάρος της εργασίας.

Αντί λοιπόν ο ΣΕΒ να αντιστέκεται στην αύξηση του κατώτατου μισθού καλό θα ήταν να ασχοληθεί και λίγο με τα φαινόμενα επιχειρηματικότητας τύπου Folli Follie, για να μη θυμηθούμε και διάφορα εξέχοντα μέλη του συνδέσμου των βιομηχάνων που φαλίρισαν τις επιχειρήσεις τους, αλλά οι ίδιοι πλούτισαν.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι αναγκαία. Όχι μόνο διότι δεν υπονομεύει την οικονομία της χώρας, αλλά και γιατί το σημερινό ύψος του κατώτατου μισθού (μετά τη μείωσή του κατά 22% το 2012) δεν ανταποκρίνεται στον κοινωνικό του σκοπό, που δεν είναι άλλος από τον αξιοπρεπή βιοπορισμό όσων πωλούν την εργατική τους δύναμη.

Και δυο λόγια για την κυβέρνηση: κακώς δεν επαναφέρει τη διαμόρφωσή του μέσω των εθνικών συλλογικών διαπραγματεύσεων (ΕΓΣΣΕ), κακώς δεν λέει κουβέντα για την επαναφορά του επιδόματος γάμου 10% που κατάργησε η διαβόητη ΠΥΣ 6/2012, ούτε και για το πάγωμα των 3ετιών (τη μισθολογική εξέλιξη με βάση τη συμπλήρωση 3ετιών στον ίδιο εργοδότη).

Πέρα από τους θεσμούς και τους εργοδότες, είναι και η ίδια η κυβέρνηση που προτιμά ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από την ίδια και όχι από τους κοινωνικούς εταίρους.

Είναι άλλωστε ένα πολύ καλό εργαλείο διαμόρφωσης κοινωνικοπολιτικών συσχετισμών που θα θελήσουν να το χρησιμοποιήσουν βεβαίως και όλες οι επόμενες κυβερνήσεις.

*O Παναγιώτης Κυριακούλιας είναι γενικός γραμματέας Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ)

**Πηγή: ΕφΣυν

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας