Ογκώδες. Δεν είναι και λίγες 923 σελίδες. Το βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου», το οποίο τυπώθηκε φέτος τον Αύγουστο σε 2200 αντίτυπα, και , όπως, φανερώνει ο υπότιτλος του – «Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012» – αφορά μαγνητοφωνημένες συζητήσεις της συγγραφέως με τον ποιητή για διάφορα θέματα, ζητήματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Το τελικό εκτυπωμένο αποτέλεσμα είναι κουραστικό, για πολλούς λόγους πέρα από τον όγκο των σελίδων του. Επίσης είναι φυσικό το περιεχόμενό του να προκαλεί τη δυσφορία πολλών για τον τρόπο με τον οποίο αναφέρεται ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σε αυτούς και στην λογοτεχνική ή κριτική δραστηριότητά τους. Ως τόσο προκάλεσε την αντίδραση μόνον ορισμένων εξ αυτών. Και αυτό με τη σειρά του δεν είναι τίποτε περίεργο. Με διαφορετικούς τρόπους αντιδρούν οι άνθρωποι σε διάφορες καταστάσεις.
Από το τέλος της προηγούμενης εβδομάδας βλέπω να κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και, κυρίως, στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, συγκεκριμένα στο face book, ένα κείμενο διαμαρτυρίας, το οποίο υπογράφουν μια σειρά θιγόμενοι/θιγόμενες από τα λεγόμενα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπως αυτά παρατίθενται στον συγκεκριμένο τόμο των εκδόσεων «Ιανός» και την επεξεργασία τους από την Σωτηρία Σταυρακοπούλου, λογοτέχνιδος και πανεπιστημιακού. Το γεγονός ότι τα περισσότερα ονόματα των διαμαρτυρομένων προέρχονται από το χώρο της λογοτεχνίας, ή, τέλος πάντων, κάποιων που κινούνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο χώρο της, και εκείνον του πανεπιστημίου δημιουργεί υπόνοιες ότι, πέραν των άλλων, η συλλογή υπογραφών διαμαρτυρίας ενδεχομένως και να πυροδοτήθηκε από τη γνωστή μικρόνοια που διακατέχει αυτού του είδους τις ομαδοποιήσεις διαφόρων χολωμένων. Πιο κομψά δεν δύναμαι να το περιγράψω, αλλά δεν με ενδιαφέρει η πικρία κανενός και καμιάς. Σημειώνω ότι στις υπογραφές της διαμαρτυρίας συμπεριλαμβάνονται και εκείνες ανθρώπων τους οποίους εκτιμώ απεριόριστα για τη συμβολή τους στα γράμματα και στον πολιτισμό. Πάρα πολλούς δεν γνωρίζω , ούτε το έργο τους, ούτε την αξία του, και επειδή θεωρώ τον εαυτό μου μέσο αναγνώστη της ποίησης και λογοτεχνίας που παράγεται στην Θεσσαλονίκη (φυσικά όχι μόνον), κρίνω ότι το βιβλίο επιτελεί έναν πρώτο θετικό ρόλο, συμβάλλει δηλαδή στην ανάδειξη κάποιων ονομάτων χαμηλής αναγνωρισιμότητας. Και αυτό χρήσιμο είναι.
Αλλά δε με ενδιαφέρει η χρησιμότητα του συγκεκριμένου τόμου. Δεν συνιστώ την ανάγνωσή του σε κανέναν, δεν αξίζει. Έχει μόνον αξία ως πηγή για τους μελετητές κάθε είδους. Όχι μόνο για τους κριτικούς της λογοτεχνίας. Αλλά ως εκεί. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, όπως και πολλοί άλλοι, είναι σχεδόν ένας «εμπειροτεχνίτης» των γραμμάτων, ένας μάστορας της παλιάς σχολής, ένας απλός και συνεπής με τις εμμονές του μάστορας χωρίς ιδιαίτερο βάθος. Κάτι που φαίνεται, κυρίως, στις κριτικές του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σφάλλει στις παρατηρήσεις του επί συγκεκριμένων προσώπων και επί του έργου τους. Απλώς κινείται στην επιφάνεια των πραγμάτων γιατί του λείπει το θεωρητικό υπόβαθρο για κάτι παραπάνω.
Αρκετά, όμως, για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Το θέμα μας είναι η διαμαρτυρία των πικραμένων. Διαβάζω σε κάποια αναφορά μέσου μαζικής επικοινωνίας και μου δημιουργείται η εντύπωση ενός «μωσαϊκού» μαχητικότητας: «Με ανοικτή επιστολή 36 πανεπιστημιακοί, καθηγητές, συγγραφείς, εκδότες περιοδικών κυρίως από τον ακαδημαϊκό και λογοτεχνικό χώρο της Θεσσαλονίκης εκφράζουν την διαμαρτυρία τους για τον σχολιασμό προσώπων του καλλιτεχνικού χώρου που καταγράφει το βιβλίο». Θα προτιμούσα να έβγαινε ένας/μια, από όλους τους θιγόμενους, και να εξηγήσει μόνος/μόνη, χωρίς να προηγηθεί η αγελοποίηση μέσω των υπογραφών, γιατί θίγεται. Ένα και ίσα με τον αθυρόστομο ποιητή. Αυτό δεν έγινε. Και αντ΄ αυτού προτείνεται δημοσίως, χωρίς περιστροφές, προληπτική λογοκρισία. Περί αυτού πρόκειται.
Όσοι συνέλαβαν την ιδέα και έχω τους λόγους μου να πιστεύω ότι η σύλληψή της έγινε από πικραμένους του πανεπιστημιακού χώρου και όχι εκείνον των διαφόρων λογοτεχνών και λογοτεχνιζόντων που υπογράφουν το κείμενο. Οι συντάκτες του κειμένου προσπαθούν να αποκρύψουν την προσωπική τους πικρία ως αιτία της διαμαρτυρίας τους και ζητούν προληπτική λογοκρισία στο όνομα, όχι της δικής τους πνευματικής τιμής και υπόληψης, αλλά στο όνομα του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Θεωρούμε ηθικά επιβεβλημένο να αποδοκιμάσουμε τη συγγραφική και εκδοτική πράξη που εξ αντικειμένου στρέφεται κατά της ανθρώπινης και της πνευματικής υπόληψης, καθώς και της υστεροφημίας του Ντίνου Χριστιανόπουλου».
Η διαμαρτυρία τους επιβάλλεται, λοιπόν, από ηθικό καθήκον απέναντι στην «ανθρώπινη και πνευματική υπόληψη» και την «υστεροφημία» του ποιητή! Και αναρωτιέται κανείς γιατί να χρειάζεται μια τέτοια δημόσια αποδοκιμασία για να αποκατασταθεί η τιμή και η υπόληψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου; Επίσης γιατί να πλήττεται η υστεροφημία του ποιητή από έναν τόμο με ανεκδοτολογικό και πληροφοριακό υλικό και διάφορες, δίκαιες ή άδικες, κομψές ή άκομψες κρίσεις του για πρόσωπα και πράγματα. Μερικά τα βρήκα άκρως διασκεδαστικά και πολλά νομίζω ότι θα αποδειχτούν χρήσιμα στην κριτική και στην επιστήμη στο μέλλον. Όσο για την υστεροφημία, ας μη θεωρούμε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο αφελή. Θυμίζω το στίχο με το σπόρο που τον θάβουνε στη γη, δικός του δεν είναι; (Αν και δεν είναι στην κυριολεξία δικός του, διότι από κάπου αλλού τον οικειοποιήθηκε, αλλά ας πούμε ότι εφόσον δεν ήταν γνωστό αυτό, πως είναι δικός του). Η αγωνία της υστεροφημίας φανερώνεται και στις συνομιλίες του με την Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Ο συμπολίτης μας δεν ήταν τόσο αφελής να αφήνει να τον καταγράφουν, εάν δεν ήταν πεπεισμένος ότι αυτά κάποτε θα έλθουν στην επιφάνεια. Σα σπόρος θα ξεπεταγόταν από το έδαφος για άλλη μια φορά, όταν πιθανώς οι άλλοι θα τον είχαν ξεχάσει. Πούστης ναι, μαλάκας όχι.
Ακόμη και η προτεινόμενη ιδιότυπη λογοκρισία, παρά την κυκλοφορία του βιβλίου, μέσω του στιγματισμού και της δυσφήμισης των προθέσεων της συγγραφέως-πανεπιστημιακού και οι ασαφείς αναφορές σε ενδεχόμενες αναλήθειες, αποσκοπούν στην αποτροπή του αναγνωστικού κοινού από την αγορά του – αν αυτή η πρακτική αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα ή αν φέρει τα εντελώς αντίθετα δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω, αλλά όπως είπα και προηγουμένως δε θα το συνιστούσα σε κανέναν, ως τόσο θεωρώ υποχρέωση των δημοτικών βιβλιοθηκών να το προμηθευτούν για τους φιλοπερίεργους και τους κάθε είδους ερευνητές – γίνεται με κουτοπόνηρο τρόπο: «Κάθε άνθρωπος δικαιούται να λέγει κατ΄ ιδίαν ό,τι θέλει για τους άλλους, ακόμη και για τους φίλους του – εκφράζοντας ενδεχομένως στιγμιαίες γνώμες και αντιδράσεις – κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει, να δημοσιεύσει τα λόγια του, ισχυριζόμενος, μάλιστα, σε μια στιγμή που εκείνος δεν μπορεί να τον ελέγξει και να τον διαψεύσει, ότι έχει τη συναίνεση του». Δε χρειάζεται να επεξηγήσω πάλι την κουτοπονηριά του συλλογισμού με τον οποίοι οι συντάκτες προσπαθούν να ενοχοποιήσουν ηθικά το εκδοτικό εγχείρημα, με απώτερο σκοπό την λογοκρισία. Ούτε και πείθει το επιχείρημα των συντακτών της διαμαρτυρίας ότι ο Χριστιανόπουλος επέμενε να ελέγχει τα κείμενα των συνεντεύξεών του για να μειωθεί η οξύτητα του προφορικού ύφους του. Κυρίως ήθελε να ελέγχει τα κείμενά του για «επικοινωνιακούς λόγους». Δεν ήταν τόσο «άκαμπτος», όσο ήθελε να παρουσιάζεται, στον επικοινωνιακό τομέα. Θα μπορούσα να πω ότι ήταν ένας επαγγελματίας του είδους. Γνώριζε τι μπορεί να ειπωθεί και πως στο διαμεσολαβημένο προφορικό λόγο των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και τι επιτρεπόταν ή δεν επιτρεπόταν στο χαρτί, πάντοτε, υπέρ της δημόσιας εικόνας του, εννοείται. Οι προσθαφαιρέσεις, τις περισσότερες φορές, υπαγορευόταν από τις ανάγκες του επικοινωνιακού παιχνιδιού.
Είναι εκπληκτικό εκείνο το σημείο του κειμένου της διαμαρτυρίας το οποίο αναφέρεται στον εκδότη. Εδώ οι συντάκτες δηλώνουν με σαφήνεια την επιθυμία τους για προληπτική λογοκρισία διατυπώνοντας και μια υπόρρητη απειλή: «… αισθανόμαστε επίσης την ανάγκη να αποδοκιμάσουμε και τη συνέργεια σε αυτήν την πράξη του εκδότη που εξέδωσε το βιβλίο και κυκλοφορεί». Ο εκδότης συνεργός στο έγκλημα της έκδοσης και της κυκλοφορίας ενός βιβλίου!
Αλλά ο κατήφορος δε σταματά εδώ. Εγκαλούν ακόμη και τον κάτοχο των πνευματικών δικαιωμάτων και «στενότατο συγγενή» του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του ζητούν «να συμβάλλει και αυτός, με όποιον τρόπο νομίζει, στην προστασία του ανθρώπου του και της πνευματικής κοινότητας από μια επιδημική ενέργεια που απειλεί να δηλητηριάσει την πνευματική ζωή όλων μας».
Έχουμε αποτρελαθεί εντελώς ή…
Παρακάμπτω την υποκριτική προσπάθεια να φανεί ότι όλα γίνονται για να «προστατευθεί» τάχα ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και μένω στην αποκρουστική φασιστίζουσα ιατρικοποίηση της γλώσσας, όπου η έκδοση ενός βιβλίου παρομοιάζεται με τοξική «επιδημική ενέργεια» από την οποία κινδυνεύει η πνευματική ζωή του τόπου. Επειδή σέβομαι αρκετούς από αυτούς που υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαμαρτυρίας δεν θα επιμείνω περισσότερο σε αυτή την ολέθρια εκτροπή του δημόσιου λόγου.
Σε μια εποχή, όπου πληθαίνουν οι αγοραίες φωνές, για περιορισμό και καταστολή βασικών ελευθεριών των πολιτών, σε μια εποχή που κινδυνεύει από την αγοραία εμπορευματοποίηση και τις de facto «απαγορεύσεις» διακίνησης των ιδεών (σημασία πλέον δεν έχει να μπορείς να διατυπώνεις «ελεύθερα» τη γνώμη σου, αλλά σε ποιο μέσο τη διατυπώνεις) το ίδιο το αγαθό του ελεύθερου λόγου, σε μια εποχή η οποία εγκυμονεί ανελευθερία και πιθανά μελλοντικά δεινά για τον τόπο, είναι, τουλάχιστον, ανεύθυνο, άνθρωποι που υποτίθεται πως εκπροσωπούν την «πνευματική ζωή» της Θεσσαλονίκης να ερωτοτροπούν δημοσίως και να πριμοδοτούν εκδοχές προληπτικής λογοκρισίας στην κατεύθυνση μιας αντίστοιχης εκδοτικής κουλτούρας «αποκλεισμών» στα πνευματικά μας πράγματα. Κάποιοι ήδη αφουγκράζονται με πολιτικό ενδιαφέρον και καλωσορίζουν αυτές τις μικρές φαινομενικώς ακίνδυνες εκτροπές στον προσανατολισμό μας.
Εκλαμβάνω το συμβάν ως μια άτυχη στιγμή για όλους μας και θεωρώ ότι πρέπει να κλείσει χωρίς πολύ θόρυβο το θέμα…
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτιής»