Ένα εξαιρετικό διήγημα της Λίνας Ζαμπετάκη: 43.750 δάκρυα

610
διήγημα της Λίνας Ζαμπετάκη

43.750 δάκρυα


Xοντρές σταγόνες ιδρώτα κατέβαιναν από το μέτωπό του και μπερδεύονταν με δάκρυα. Ο Τέρυ έπιασε με τα δυο του χέρια τον πηλό και ξεκίνησε να πλάθει. Έφτυσε τα δάχτυλά του και τα βούτηξε στις αδέσποτες στάχτες. Χώρεσαν εύκολα στις χούφτες του. Ύστερα έριξε ουίσκυ και άσπρη σκόνη. Εκλεκτής ποιότητας. Ζύμωσε τα υλικά του με απελπισία και με στοργή. Έφτιαχνε το άγαλμα ενός παιδιού που κοιμάται.


Στον πάγκο δίπλα του ανάμεσα σε προπλάσματα αγγέλων και νεαρών ανδρών, το χιλιοδιαβασμένο γράμμα. Το διάβαζε ξανά και ξανά όχι επειδή ήθελε να τρυπήσει κι άλλο την ψυχή του (το ήξερε άλλωστε απέξω) αλλά επειδή γέμιζε άφατη ηδονή χαϊδεύοντας με τα μάτια τα γράμματά του όπως κάποτε χάϊδευε το κορμί του.


Όταν τον πρωτοείδε ήταν 9 χρονών. Κρατούσε με αγωνία την άκρη απ’ το φουστάνι της μάνας του. Εκείνη είχε καρφωθεί να κοιτάζει το κίτρινο λουσάτο φόρεμα της βιτρίνας. Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και στο Νότο συνηθίζουν να φορούν κίτρινα στην αλλαγή του χρόνου. Τσούλα πολυτελείας μύριζε κάθε κίνησή της και ο αέρας γύρω της. Το αγόρι γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα αβοήθητο, αντρίκια αγνό και παιδικά τρυφερό όπως τα πρόσωπα των εραστών την ώρα του ύπνου. Τον ήθελε δικό του.Ολόδικό του. Απελπισμένα και άρρωστα. Παντρεύτηκε τη μάνα του και του έδωσε το όνομά του.


Τα χέρια του δούλευαν ασταμάτητα το κράμα του πηλού. Έφτιαχνε το κεφάλι με το πλατύ μέτωπο και μια τούφα μαλλιά να ξεφεύγουν στο μαξιλάρι. Το δούλεψε πολλές ώρες το μαξιλάρι μέχρι ο πηλός να φαίνεται  αφράτος. Ήθελε όλα στη ζωή του να δείχνουν την πολυτέλεια και τον πλούτο. Τα αγάλματά του πουλιόντουσαν πανάκριβα κι έτσι ο Τέρυ μπορούσε να απλώσει για τον Στήβεν και τη μητέρα του πανάκριβα χαλιά για να πατήσουν και υψηλές γνωριμίες για να σταθούν.
Στα δεκαεφτά του ο Στήβεν έφυγε. Μπήκε τη νύχτα στο δωμάτιό του κι εκείνος έλειπε. Όλα τα άλλα ήταν εκεί. Τα ακριβά παπούτσια, οι δίσκοι, τα βιβλία… ακόμη και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Μονάχα στο μουσκεμένο μαξιλάρι το αποτύπωμα του κεφαλιού του μαρτυρούσε πως πριν κάποιες ώρες ήταν εκεί. Έκλεισε την πόρτα και βγήκε. Κάποιες μέρες μετά, την ώρα που βαφόταν η μητέρα του, ρώτησε:

-Αλήθεια πού είναι ο Στήβεν; και δεν περίμενε απάντηση. Άλλωστε ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει:

-Τι κάνεις Στήβεν;


Ξανακοίταξε το πήλινο κεφάλι. Έπρεπε να διορθώσει λίγο τα βλέφαρα. Να μην κλείνουν τελείως.

 

1966

Είχαν περάσει έξι χρόνια από τότε που έφυγε. Ο Τέρυ διάβασε στις εφημερίδες για το πάρτι που οργάνωσε ο Στήβεν στη Νέα Υόρκη. Ήταν η πρώτη φορά  στην ιστορία του Τύπου που οι κοσμικές στήλες ξεπέρασαν τις πολιτικές και τις ειδήσεις από τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Πεντακόσιοι αυστηρά διαλεγμένοι, πάμπλουτοι προσκεκλημένοι από όλον τον κόσμο σε ένα λαμπρό πάρτι μεταμφιεσμένων. Ο αγαπημένος του γιος καλύτερα από τον έρωτα, είχε μάθει από αυτόν το χρηματιστήριο της Τέχνης.

«Είμαι συγγραφέας και εκμεταλλεύομαι τα πάντα μέχρι τέλους» είχε δηλώσει. Κέρδιζε πια 14 δολλάρια από κάθε λέξη που έγραφε.
Συνέχισε να δουλεύει τον πηλό σχεδόν μηχανικά. Δεν χρειαζόντουσαν ιδιαίτερες λεπτομέρειες για το σώμα. Κοίταξε άλλη μια φορά το γράμμα…
«-Αγιογδύτη Τέρυ!
Μη φανταστείς ότι τούτο το γράμμα είναι απάντηση σε κάποιο δικό σου. Ποτέ δεν άνοιξα κανένα. Σου γράφω μόνο επειδή κλείνω οριστικά την πόρτα της ζωής που @μησα όπως μου έμαθες όταν έγινες αυτόκλητος πατέρας μου για να φεύγεις τις νύχτες απ το κρεβάτι της κουφής πόρνης, της μάνας μου, για να γλιστρήσεις στο δικό μου. Δεν θέλω να φύγω χωρίς να διαλύσω τις άρρωστες ψευδαισθήσεις σου. Σε μισώ βαθιά και σε σιχαίνομαι αφόρητα. Οι μέρες μου κοντά σου ήταν γεμάτες πανικό επειδή φοβόμουν τα βράδια που το φως θα λιγόστευε. Αβοήθητος την ώρα του έρωτα και αβοήθητος μετά δεν κοιμόμουν. Βυθιζόμουν απλά σε μια νάρκη. Ο ύπνος φέρνει όνειρα και αυτά δεν επέτρεψα ποτέ να μου τα μαγαρίσεις. Αργότερα βρήκα το δρόμο για τα όνειρα της φιλντισένιας πύλης. Στον σκατόκοσμο του πλούτου που μου έμαθες και με μεγάλωσες δεν υπάρχουν μαγικά πράγματα. Μόνο λαμπερά. Ούτε καν λαμπρά. Ποτέ δεν είναι δικός σου ο αγαπημένος όταν κοιμάται επειδή ούτε καν μπορείς να φανταστείς τα όνειρά του.
Εσύ ήσουν πάντα ένας τρελός και άρρωστος γλύπτης κι εγώ ένας ποιητής. Το μόνο κοινό σημείο στις παράλληλες ζωές μας ήταν ο Δαίμονας της Τέχνης. Και η αληθινή Τέχνη είναι μια μυρουδιά που βγαίνει από τον καπνό του πηλού των βιωμάτων που ψηθήκαμε μαζί τους. Γίνεται ένας παραλογισμός μορφών και λεκτικών σχημάτων που αφήνει απέξω τους ηλίθιους και αιφνιδιάζει τους έμπειρους και τους αδαείς. Τους κοινωνά σάρκες και αίματα με ένα γλυκό κρασί σε ένα ωραίο ποτήρι. Ψηλάφισα και γεύτηκα κάθε μορφή λάσπης. Ερωτεύθηκα και ενώθηκα με το φονιά και ύστερα τον έστειλα στην αγχόνη και έγινα μάρτυρας στην εκτέλεσή του. Πανάκριβο το σάλιο του φιλιού, ο ιδρώτας, το άκαρπο σπέρμα. Κι εμείς τα σπαταλάμε εύκολα σαν να πηγάζουν από αστείρευτη βρύση. Στις παραισθήσεις αναζήτησα το δεκανίκι για τον αισθητό κόσμο των ηλιθίων πλουσίων  που πηγαίνουν σε χορούς μεταμφιεσμένων την ώρα που έρχονται φέρετρα από το Βιετνάμ. Η γλώσσα έσταξε στο χέρι μου λέξειςφωτιά να κάψουν τον κόσμο που γέννησε εσένα κι εμένα. Εσύ έσταξες στη ζωή μου λύπη.
Και στην κόλαση θα σε μισώ


Στήβεν


Ο Τέρυ χάϊδεψε ξανά το γλυπτό με τα μάτια του και πρόσθεσε στο πήλινο πρόσωπο την τελευταία λεπτομέρεια. Ένα δάκρυ στο μάγουλο.

ΥΓ.  το διήγημα βασίζεται σε μυθοπλασία πάνω στη ζωή του Τρούμαν Καπότε. Στα τέλη του Σεπτέμβρη 2016 οι στάχτες του δημοπρατήθηκαν και παραδόθηκαν σε ανώνυμο πλειοδότη του Λος Άντζελες έναντι 43.750 δολαρίων. ΟΙ στάχτες είχαν μείνει «αδέσποτες» μετά το θάνατο της Τζόαν Κάρσον που τις διατηρούσε σε δοχείο στο σπίτι της από το 1984 και μετά.

Λίνα Ζαμπετάκη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας