Το μεγαλύτερο ποσοστό σοβαρών υλικών στερήσεων, μετά τη Βουλγαρία, κατέγραψε η Ελλάδα το 2017 στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς σύμφωνα με έκθεση της Eurostat, το 21,1% των Ελλήνων αδυνατούσε, πέρυσι, να εξυπηρετήσει βασικές του ανάγκες, όπως το να πληρώσει λογαριασμούς ή να έχει επαρκή θέρμανση στο σπίτι του.
Τα στοιχεία της Eurostat καταδεικνύουν τη δεινή οικονομική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε σχεδόν το ένα πέμπτο των Ελλήνων το 2017. Η έκθεση της Eurostat εξετάζει τον βαθμό των υλικών στερήσεων που υπέστησαν οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών χωρών και ενώ στο σύνολο της ΕΕ καταγράφεται πτωτική τάση, μεμονωμένα στην Ελλάδα παρατηρείται το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό. Μετά τη Βουλγαρία με ποσοστό 30%, ακολουθεί δηλαδή η Ελλάδα με 21,2%, ενώ τρίτη έρχεται η Ρουμανία με 19,4% και τέταρτη η Ουγγαρία με 14,5%.
Ειδικότερα, στην περίπτωση της Ελλάδας, το 21,1% δεν είχε αρκετά χρήματα, το 2017, προκειμένου να καλύψει τουλάχιστον τέσσερις ανάγκες που θεωρούνται βασικές ή και επιθυμητές για τη διαβίωση του ανθρώπου. Δηλαδή:
-Να πληρώνει τους λογαριασμούς του εντός προθεσμίας.
-Να διατηρεί το σπίτι του επαρκώς ζεστό.
-Να μπορεί να αντεπεξέλθει σε έκτακτες δαπάνες.
-Να τρώει κρέας (ή ψάρι) τακτικά.
-Να κάνει διακοπές για μία εβδομάδα.
-Να μπορεί να αγοράσει τηλεόραση.
-Να μπορεί να αγοράσει πλυντήριο.
-Να έχει αμάξι.
-Να μπορεί να αγοράσει τηλέφωνο.
Όσον αφορά στο σύνολο της ΕΕ, το ποσοστό των ανθρώπων που ήλθαν αντιμέτωποι με υλικές στερήσεις, ανήλθε στο 6,7% (ήτοι 33 εκατομμύρια άνθρωποι), χαμηλότερα από το peak του 9,9% που σημειώθηκε το 2012.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις, σε σχέση με το 2016, κατεγράφησαν στη Ρουμανία (από το 23,8% στο 19,4%), στην Ιταλία (από το 12,1% στο 9,2%), στην Κροατία (από το 12,5% στο 10,3%), στη Βουλγαρία (από το 31,9% στο 30%) και στην Κύπρο (από το 13,6% στο 11,7%). Αν και στις περισσότερες χώρες, το ποσοστό σημείωσε πτώση, εξαιρέσεις αποτέλεσαν η Δανία που είδε αύξηση από το 2,6% στο 3,1% και η Ολλανδία, όπου το ποσοστό παρέμεινε σταθερό στο 2,6%. Τέλος, ποσοστά κάτω από το 3% παρατηρήθηκαν στη Σουηδία (0,8% το 2016), στο Λουξεμβούργο (1,6% το 2016), στη Φινλανδία (2%) και στην Ολλανδία (2,6%).