Brexit, Grexit, Σοσιαλισμός!

1973
κρίση

Είναι διδακτικό, ειδικά για τις νέες γενιές, να διαβαστεί η συνέντευξη του Πρωθυπουργού στους Financial Times του Λονδίνου (23 Απρίλη). Κάτω απ’ τον πομπώδη τίτλο «Το Μπρέξιτ δείχνει τα λάθη της εθνικιστικής πολιτικής», ο κ. Τσίπρας υποστηρίζει στην ουσία ότι όλος ο κόσμος που ψήφισε Μπρέξιτ στη Βρετανία είναι κατά κάποιο τρόπο εθνικιστές και λαϊκιστές ή έχουν παρασυρθεί σ’ αυτές τις νοσηρές ιδεολογίες. Λέει, ακόμα, ότι ανακάλυψε τα (αντι-λαϊκιστικά/αντι-εθνικιστικά) ευεργετήματα του να είσαι μέλος της ΕΕ και ότι έκανε, τελικώς, καλά, που η κυβέρνησή του υπέγραψε τρίτο μνημόνιο. Κάνει ακόμα και τον περίφημο παραλληλισμό με την Ελληνική περίπτωση διαπιστώνοντας ότι «αν για τη Μεγάλη Βρετανία, ένα ισχυρό κράτος, είναι τόσο δύσκολο να βγει από την ΕΕ, τότε τι να πει η Ελλάδα;» Συνεχίζει, μάλιστα, με μια βαθύτατα αντιφατική δήλωση λέγοντας αφενός – και ορθά – ότι τα φιλο-Ευρωπαϊκά κόμματα της Αριστεράς στις επερχόμενες Ευρω-εκλογές πασχίζουν να ελκύσουν ψηφοφόρους και να υπονομεύσουν την άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, άνοδος που οφείλεται στην λιτότητα, ενώ από τη άλλη δείνει εύσημα στη κυβέρνησή του διότι κατάφερε να έχει πλεόνασμα 45 δις Ευρώ λόγω της «αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής», δηλαδή της λιτότητας (αλλά η λέξη «λιτότητα» δεν εξτομίζεται στη συνέντευξη). Μας λέει δηλαδή ο κ. Πρωθυπουργός, πλαγίως αλλά σαφέστατα, ότι η άνοδος της ακροδεξιάς στην ΕΕ και την Ελλάδα οφείλεται στις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλει η ΕΕ στα κράτη-μέλη και που εκείνος πιστά αποφάσισε να υπηρετήσει απ’ το καλοκαίρι του 2015 και δώθε, όταν συνθηκολόγησε στις απαιτήσεις των δανειστών, αψηφώντας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος που ο ίδιος κάλεσε. Μας λέει δηλαδή ότι η κυβέρνησή του είναι υπεύθυνη για τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής. Ας είναι καλά, εδώ δεν διαφωνούμε.

Η συνέντευξη του Πρωθυπουργού εγείρει πολλά και παράπλευρα θέματα. Υπηρετεί τη σύγυση των ιδεών και προσπαθεί, όπως είδαμε παραπάνω, να συγκαλύψει τις τεράστιες ευθύνες του Σύριζα και του ίδιου προσωπικά για την παραπομπή στις καλένδες του οράματος της σοσιαλιστικής δημοκρατίας στη χώρα, που θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εκκινήσει το καλοκαίρι του 2015. Αν αυτό είχε γίνει και ο Σύριζα δεν είχε υποκύψει στις αυταρχικές πιέσεις των δανειστών, σήμερα όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη η Ευρώπη και τα Βαλκάνια θα ήταν διαφορετικοί τόποι συνέρευσης λαών και κοινωνικών οικονομιών, με νέες δέσμες κουλτούρας αλληλεγγύης, με πολιτικούς χωρίς ψέμματα και με τα ακροδεξιά λαϊκιστικά και ρατσιστικά κινήματα σε άτακτη οπισθοχώρηση.

Πως η παγκοσμιοποίηση γεννά τον εθνικισμό και αντίστροφα

Πρώτα και κύρια, όπως έχουμε δείξει εν συντομία αλλού (δες «Παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός», Εφ Συν, 16 Απριλίου 2019), παγκοσμιοποίηση/Ευρωπαϊκή «ενοποίηση», από τη μια μεριά, και εθνικισμός/λαϊκισμός, από την άλλη, δεν είναι αντιθετικές αλλά συμπληρωματικές κατηγορίες με τη πρώτη να τροφοδοτεί τη δεύτερη και αντίστροφα. Ταυτόχρονα, παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊσμός δεν σημαίνουν πρόοδο και εκσυγχρονισμό, με τον εθνικισμό και λαϊκισμό να νοούνται ως αντιδραστικά φαινόμενα σώνει και καλά. Η ύστερη ανακάλυψη του κ. Τσίπρα των αγαθών της παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ δεν οφείλεται σε κάποια λάθος ιδέα που είχε πριν και που τώρα ήρθε στα ίσια της με το στραγγάλισμα των δανειστών, αλλά στην πολιτική καιροσκοπία και στην έλλειψη συνολικής σοσιαλιστικής παιδείας και αρχών. Ο εθνικισμός στα Βαλκάνια και αλλού, καθώς και οι ακροδεξιοί λαϊκισμοί σήμερα πυροδοτήθηκαν και πυροδοτούνται ευθέως από τα φαινόμενα της παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής «ενοποίησης», τα οποία και είναι συνυφασμένα μ’ αυτό που ο Bob Jessop αποκαλεί διαρκή λιτότητα. Ειδικά στη περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όπου είχαμε και ωμή στρατιωτική επέμβαση εκ μέρους των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής «ενοποίησης» με σκοπό τη διάλυση της χώρας, ο εθνικισμός των διάφορων εθνοτήτων και θρησκευτικών μειονοτήτων πριμοδοτήθηκε ευθέως από Ευρω-Ατλαντικά κυρίως συμφέροντα, όπως το ΔΝΤ, η Γερμανία, η Αυστρία, η Τουρκία και το Βατικανό.[1] Η παγκοσμιοποίηση και η Ευρωπαϊκή «ενοποίηση» ριζοσπαστικοποίησαν και γείωσαν τον εθνικισμό στα Βαλκάνια, με πρόσφατο ζωντανό παράδειγμα την αναζωπύρωση του Σλαβο-Μακεδονικού και του Ελληνικού εθνικισμού λόγω της Συμφωνίας των Πρεσπών, για την οποία ο Πρωθυπουργός λαμβάνει τα εύσχημα από τη κα Μέρκελ και το κ. Μακρόν. Κι όχι μόνο αυτό. Στη περίπτωση του Σερβικού εθνικισμού, όταν το Βελιγράδι αντιστεκόνταν μόνο εναντίων όλων, πρέπει να διακριθεί ένα βαθύτατα προοδευτικό-δημοκρατικό στοιχείο, αυτό της άμυνας της πατρίδας ενάντια στον ωμό ΝΑΤΟϊκό νεο-ιμπεριαλισμό.

Αν οι αντίπαλοι συμφωνούν μαζί σου, όπως είχε πει ο Λένιν, ψάξε να βρεις το λάθος σου – εκτός κι αν οι δανειστές είναι εθνικοί ευεργέτες κι όχι αντίπαλοι. Το λάθος του κ. Τσίπρα είναι ότι ουδείς στοχασμός δεν πρέπει να νοείται ως αριστερός αν ορίζει ως πρόοδο και εκσυγχρονισμό τη παγκοσμιοποίηση και την Ευρωπαϊκή «ενοποίηση», ρίχνοντας αδιακρίτως στο καλάθι των αχρήστων ως αντιδραστικά φαινόμενα εθνικά προτάγματα, εθνικά προγράμματα και λαϊκιστικές κινηματικές μορφές. Μήπως ο ίδιος ο Σύριζα πριν έρθει στην εξουσία δεν είχε τέτοια λαϊκιστική-ριζοσπαστική-κινηματική μορφή; Βεβαίως και είχε και την εξαέρωσε δεόντως με το ν’ αγνοήσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και τις προεκλογικές εξαγγελίες προκειμένου να ενταχθεί πλήρως στον αστερισμό εξουσίας των δανειστών του οποίου ηγείται η Γερμανία. Αυτό, κατά τον Πρωθυπουργό, υπηρετεί το «εθνικό συμφέρον». Πως γίνεται αυτό;

Πως γίνεται να υπηρετεί το «εθνικό συμφέρον» το ξεπούλημα της χώρας στους δανειστές της ή η κατάρευση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της οικονομίας της; ή το βάθεμα της γεω-πολιτικής της εξάρτησης από το Ευρω-Ατλαντικό σύμπλεγμα ισχύος που, αν μη τι άλλο, αποσυντίθεται μπρος στα μάτια όλων; Πως είναι δυνατόν να μην αξιολογείται νηφάλια από την πολιτική τάξη της χώρας, κι όχι μόνο από το Σύριζα αποκλειστικά, η άνοδος της Κίνας και της Ρωσίας και η επιρροή τους στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή; Πως είναι δυνατόν να βαφτίζεται ως «εθνικό συμφέρον» το Ευρω-πρόγραμμα των «Ευρωπαϊκών Εξαμήνων» που επιβάλλει μόνιμο έλεγχο από την ΕΕ του κρατικού προϋπολογισμού πριν καν αυτός έρθει για έγκριση στην Βουλή των Ελλήνων; Πως είναι δυνατόν να υπηρετεί το εθνικό συμφέρον η ΝΑΤΟ-Γερμανική Συμφωνία των Πρεσπών, η οποία φέρει την χώρα στο χείλος γεω-πολιτικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια;

Σε οποιοδήποτε λογικό άνθρωπο, όλα τα παραπάνω θυμίζουν καταστάσεις νεο-αποικοιοκρατισμού, φέρνοντας μνήμες των πιο σκοτεινών περιόδων της ιστορίας μας, όπως την Αγγλο-Γαλλική Επιτροπή ελέγχου των οικονομικών της χώρας που συστάθηκε μετά τη πτώχευση του Τρικούπη τέλη του 19ου αιώνα, ή το χαρακτήρα προτεκτοράτου των ΗΠΑ που είχει η χώρα μετά τον εμφύλιο έως και τη πτώση της χούντας. Ένα από τα μεγάλα επιτεύγματα του λόγου και της ρητορικής της παγκοσμιοποίησης και Ευρωπαϊκής «ενοποίησης» είναι να αποκρύπτουν τον ηγεμονικό και αυταρχικό σχέδιο αυτών των αντιφατικών διαδικασιών, παρουσιάζοντάς τες ως «προοδευτικές», «εκσυγχρονιστικές» και, ακόμα, «δημοκρατικές». Τίποτα δεν παραποιεί περισσότερο την αλήθεια και την ουσία αυτών των φαινομένων από αυτού του είδους τις κατηγοριοποιήσεις.

Brexit και Grexit: ατυχείς (και λαθεμένες) συγκρίσεις

Όπως είδαμε, η συνέντευξη του Πρωθυπουργού αφήνει να διαφανεί και κάτι άλλο. Πρόκειται για τη σύγκριση που κάνει μεταξύ «Μπρέξιτ» και «Γκρέξιτ», μεταξύ της Βρετανικής και της Ελληνικής περίπτωσης πιθανής εξόδου από ΕΕ και Ευρωζώνη αντίστοιχα. Κάτι ανάλογο προσπάθησε να κάνει και ο πρώην Υπουργός Οικονομικών (Οκτώβριος 2009 – Ιούνιος 2011), Γιώργος Παπακωνσταντίνου, σε ένα άρθρο του σε μια ιστοσελίδα-δεξαμενή σκέψης τραπεζιτών, την ING.[2]

Ο κ. Παπακωνσταντίνου θα μας πει ότι η ΕΕ κέρδισε και οι Βρετανία/Ελλάδα έχασαν διότι η πρώτη ήξεραν τους κανόνες λειτουγίας της ΕΕ, του «παιχνιδιού» και τη πειθαρχία που απαιτείται, ενώ οι δεύτερες, με σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και αντιφάσεις, είχαν επιπροσθέτως και ασαφή γνώση του τι σημαίνει να είσαι μέλος μιας νομισματικής, εμπορικής και δια-κυβερνητικής ένωσης, όπως η ΕΕ. Η ΕΕ συσπειρώνεται και έχει ενιαία φωνή γύρω από «κανόνες», ενώ κράτη-μέλη που θέλουν, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, να απαγγιστρωθούν από ΕΕ/Ευρωζώνη εμπίπτουν σε αντιφάσεις και διαδικασίες που λειτουργούν εις βάρος τους. Παρεπιπτόντως, ο κ. Παπακωνσταντίνου ξεχνάει να πει ότι αυτές οι «αντιφάσεις και διαδικασίες» είναι ίδιον της (αστικής, ναι) δημοκρατίας, πολίτευμα άγνωστο στους κεντρικούς θεσμούς της ΕΕ των «κανόνων και της πειθαρχίας». Η τραγελαφικότητα και, βεβαίως, η αστοχία της σύγκρισης, βρίσκεται αλλού.

Συγκρίνεται εδώ η Μεγάλη Βρετανία η οποία, μετά από δημοψήφισμα, κλήθηκε να εφαρμόσει μέσα σε δύο χρόνια το άρθρο 50 της Συνθήκης της ΕΕ, το οποίο γράφτηκε στο πόδι υπηρετώντας άλλους σκοπούς. Συγκεκριμένα, οι νομοθέτες του είχαν κατά νου αποπομπή από την ΕΕ χώρας-μέλους η οποία θα εξέλεγε νεο-φασιστική κυβέρνηση. Στη περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου έχουμε μάλλον τον αντίθετο: εδώ πρόκειται για την υλοποίηση απόφασης δημοψηφίσματος η οποία προέτρεπε στην έξοδο από την ΕΕ μιας χώρας-μέλους. Η απόφαση για να γίνει το δημοψήφισμα ήταν ένας λάθος πολιτικός υπολογισμός του τότε ηγέτη των Συντηρητικών, Ντέϊβιντ Κάμερον, διότι νόμιζε ότι θα το κερδίσει και ότι η Βρεττανία θα παραμείνει στην ΕΕ. Τον ίδιο λάθος υπολογισμό έκανε και η νέα ηγεσία των Εργατικών υπό τον Τζέρεμυ Κόρμπυν, αν και ο Κόρμπυν, ταγμένος στη Ευρω-σκεπτικιστική παράδοση του Τόνυ Μπεν, ουδέποτε έπαυσε να υπογραμμίζει πριν το δημοψήφισμα τον αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ. Στη Ελλάδα, ο κ. Τσίπρας κάλεσε ένα δημοψήφισμα επίσης από λάθος υπολογισμό, πιστεύοντας ότι θα το χάσει! Αν αυτό μπορεί να αποκαλεσθεί γόνιμη σύγκριση, δηλαδή ο λάθος υπολογισμός αμφότερων των ηγεσιών, τότε συμφωνούμε, αλλά ως εδώ. Τίποτε άλλο δεν είναι συγκρίσιμο.

Το εξωτερικό και εσωτερικό χρέος της Βρετανίας είναι βιώσιμο και παρά το γεγονός ότι η χώρα ακολουθεί μια οικονομική πολιτική αυστηρής λιτότητας μετά τη παγκόσμια χρηματιστηριακή κρίση το επίπεδο ανάπτυξης και οι αυτόνομες παρεμβάσεις της Κεντρικής Τράπεζας στην οικονομία συντηρούν λειτουργικά επίπεδα ανεργίας, πληθωρισμού και επιτοκίων. Ταυτόχρονα, η Βρετανία είναι μια παγκόσμια πυρηνική δύναμη κι έχει μια σχετικά αυτοτελή θέση στο ΝΑΤΟ. Οι Βρετανοί διαπραγματευτές, βέβαια, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν ακανθώδη εσωτερικά προβλήματα, όπως το ζήτημα του «σκληρού συνόρου» της Βορείου Ιρλανδίας στη προοπτική εξόδου από τη «κοινή αγορά», αλλά και το θέμα της Σκωτίας που ζητούσε παραμονή στην ΕΕ, εφόσον η Σκωτία ψήφισε υπέρ της παραμονής. Μάλιστα, οι Σκωτσέζοι απειλούν με δεύτερο δημοψήφισμα για πλήρη ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο και συνέχιση παραμονής της ανεξάρτητης πλέον χώρας στην ΕΕ. Το αν αυτό ωφελεί την αδύναμη οικονομία της Σκωτίας – φυσικά και δεν την ωφελεί – είναι άλλο θέμα. Το θέμα είναι τι είχε – και έχει – ν’ αντιμετωπίσει η Συντηριτική κυβέρνηση της Βρεττανίας πριν πάει στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ προκειμένου να υλοποιήσει τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος το οποίο έγινε από λάθος πολιτικό υπολογισμό. Στα παραπάνω, θα πρέπει να προστεθεί η κρίση του κομματικού συστήματος της Βρετανίας, σύγκρουση προσωπικοτήτων και μια σειρά από άλλα φαινόμενα τα οποία οφείλονται κατά κύριο λόγο στη γενικότερη κρίση της παγκοσμιοποίησης και στη μετατόπιση των κέντρων εξουσίας στην Ασία (Ρωσία και Κίνα).

Η ΕΕ, από την άλλη μεριά, δεν είχε ούτε έχει τέτοια προβλήματα όχι διότι δεν έχει εθνικές, θρησκευτικές, ταξικές ή άλλες εντάσεις, ή ότι είναι ανεπηρέαστη από τηκρίση της παγκοσμιοποίησης – το αντίθετο, έχει και παραέχει: από το Καταλανικό και Βασκικό ζήτημα στην Ισπανία μέχρι τους Φλαμανδούς του Βελγίου και τους Ούγγρους της Ρουμανίας, για να μην μιλήσουμε για την Ιταλική περίπτωση ή το φόβο της Κινέζικης διείσδυσης, ο κατάλογος είναι μακρύς. Το πλεονέκτημα τις ΕΕ στις διαπραγματεύσεις είναι ότι έχει συνεκτική φωνή επειδή είναι αντι-δημοκρατική και ορντο-φιλελεύθερη. Ο ορντο-φιλελευθερισμός, τον οποίο έχουμε αναλύσει αλλού εξονυχιστικά,[3] αφορά το Γερμανικό μοντέλο νεο-φιλελευθερισμού το οποίο και έχει κυριαρχήσει σ’ όλες τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες, τουλάχιστον από το Μάαστριχτ και μετά. Αυτό, μεταξύ άλλων, προβλέπει απο-πολιτικοποίηση των οικονομικών αποφάσεων, ακραιφνώς αντι-πληθωριστικό συλλογιστικό διαπραγμάτευσης και ακραιφνώς τεχνοκρατικό-ποσοτικοποιημένο πρότυπο διαχείρισης της διαπραγμάτευσης επί τη βάσει υποδείξεων τεχνοκρατών της (απο-πολιτικοποιημένης) κεντρικής τράπεζας και της γραφειοκρατικής εξουσίας, δηλαδή, στη προκειμένη περίπτωση, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Έτσι έγινε και με την Ελλάδα. Αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι Ελλάδα και Μεγάλη Βρετανία είναι συγκρίσιμες ως «Γκρέξιτ» και «Μπρέξιτ». Αυτό έχει να κάνει με το ότι Ελλάδα και Μεγάλη Βρετανία, ως αστικές δημοκρατίες βρέθηκαν αντιμέτωπες μ’ ένα αυταρχικό, μη-δημοκρατικό, πλαίσιο κανόνων το οποίο δεν είχε να λογοδοτήσει σε κανέναν. Τίποτε απ’ αυτά που συνέβαιναν στην Ελλάδα για πέντε συναπτά έτη (2010-2015) δεν συνέβησαν στη Βρετανία τα τελευταία τρία χρόνια. Η Ελλάδα, σ’ αντίθεση με την Βρετανία, είχε ένα τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, μια καλπάζουσα ανεργία που όξυνε παραπέρα το καθεστώς των δύο μνημονίων που υπέγραψαν οι πριν το 2015 κυβερνήσεις και μια απόλυτα υποτελή θέση στο ΝΑΤΟ και στη γεω-πολιτική νεο-ιμπεριαλιστική αλυσίδα του Ευρω-Ατλαντισμού.

Αν η Ελλάδα είχε βγει από την Ευρω-ζώνη το 2015 και, πιθανότατα από την ΕΕ, επί τη βάση μιας νέας, οικολογικής, βιομηχανικής και αγροτικής πολιτικής, θα άνοιγε το δρόμο στην Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και, τώρα, Βρετανία να κάνουν το ίδιο, να φτάσουν δηλαδή στο ζητούμενο, που είναι η επανίδρυση της ΕΕ μέσω νέων, οικολογικών, σοσιαλιστικών Συνθηκών και ανάλογα με το βαθμό κοινωνικής, πολιτικής και ιδεολογικής ετοιμότητας του κάθε κράτους χωριστά – αυτό για το οποίο αγωνίζεται σήμερα η ριζοσπαστική τάση μέσα στο Εργατικό Κόμμα, δηλαδή το Full Brexit ή Lexit. Γεω-πολιτικά, η Ελλάδα θα μπορούσε να χαράξει μια αδέσμευτη και πολυκεντρική εξωτερική πολιτική σε διαλεκτική στοίχηση με τις τάσεις μετατόπισης ισχύος από τα Ευρω-Ατλαντικά κέντρα στην Ασία (Ρωσία και Κίνα), υπογραμμίζοντας ότι ο πλανήτης, από οικολογική άποψη, δεν μπορεί ν’ αντέξει ένα νέο παγκόσμιο ηγεμονικό ανταγωνισμό. Έτσι όπως η νεο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε για τα καλά από μια χώρα της περιφέρειας, τη Χιλή του Πινοσέτ, για να εφαρμοστεί έπειτα στις ΗΠΑ και Βρετανία και να εξαπλωθεί παγκόσμια, έτσι η Ελλάδα του Σύριζα του πρώτου εξαμήνου του 2015 έχασε αυτή τη μοναδική ιστορική ευκαιρία να τινάξει τον αυταρχικό ζυγό της παγκοσμιοποίησης και της Ευρωπαϊκής «ενοποίησης» και να ανοίξει το δρόμο για τη σοσιαλιστική δημοκρατία στη χώρα και πέρα απ’ αυτή. Αυτή η μοναδική ιστορική εμπειρία καθώς και το δίδαγμα που προκύπτει απ’ αυτή είναι πολύτιμα εργαλεία για τις νέες γενιές και για το μέλλον του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και το κόσμο. Το δίδαγμα είναι ότι η ιστορία πάντα δίνει ευκαιρίες για την εκκίνηση πραγμάτωσης του σοσιαλισμού σε μία χώρα και θα δώσει πάλι τέτοιες πολλές ευκαιρίες στο μέλλον, ειδικά αν ο Σύριζα – ή οποιαδήποτε άλλο κόμμα στη θέση του – συνεχίζει να παραποιεί και να παρερμηνεύει συνειδητά τα γεγονότα χωρίς να ενδιαφέρεται για το λαϊκό-εθνικό συμφέρον της χώρας και τις νεωτερικές παγκόσμιες τάσεις πάνω στις οποίες αυτό το συμφέρον επικάθεται και επικαθορίζεται.[4] Οι αλλαγές που προκαλούν αυτές οι δομικές παγκόσμιες μετατοπίσεις ισχύος στα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα των χωρών ανά τον κόσμο, σε συνδυασμό με την επερχόμενη οικολογική καταστροφή, αφήνουν το σοσιαλιστικό/αντι-καπιταλιστικό όραμα πάντα επίκαιρο και ζωντανό ως αντικειμενική δυνατότητα και είναι μ’ αυτήν την έννοια που η σοσιαλιστική δημοκρατία αποτελεί τη συνεχή σκιά και φόβο του καπιταλισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη και παγκόσμια. Από δω και το σύνθημά μας στη παρούσα συγκυρία: Brexit, Grexit, σοσιαλισμός!

 

*Καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου και αρχισυντάκτης της Journal of Balkan and Near Eastern Studies (Routledge, έξη τεύχη ετησίως από το 1998)

 

[1] Δες, ιδιαίτερα, Susan Woodward, The Balkan Tragedy, Washington DC: Brookings, 1995.

[2] George Papacostantinou, “A very Greek Brexit?”, https://think.ing.com/opinions/george-papaconstantinou-a-very-greek-brexit/, 18 February 2019

[3] Δες, Vassilis K. Fouskas & Bulent Gokay, The Disintegration of Euro-Atlanticism and New Authoritarianism – Global Power-Shift, London & New York: Palgrave-Macmillan, 2019.

[4] Η ΝΑΤΟϊκή στρατηγική εμμονή των πολιτικών ελίτ της Ελλάδας κατά το Ψυχρό Πόλεμο, η οποία την κατέτασε σε υποδεέστερη σημασίας χώρα για τις ΗΠΑ σε σχέση με τη Τουρκία, είχε ως αποτέλεσμα τη Κυπριακή τραγωδία. Οι μόνοι εξαίχοντες Έλληνες πολιτικοί που είδαν και ανέλυσαν την αρνητική σημασία που είχε μια τέτοια κατηγοροποίηση των ΗΠΑ για το λαϊκό-εθνικό συμφέρον της Ελλάδας και της Κύπρου και προσπάθησαν να αναπτύξουν μια αδέσμευτη στρατηγική, ήταν οι Ηλίας Ηλιού, Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Το ΚΚΕ ήταν προσδεδεμένο στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Σήμερα, η πολιτική ελίτ της χώρας είναι έτοιμη να παραδώσει όλη τη Κύπρο και το μισό Αιγαίο στο νεο-Οθωμανικό Τουρκικό επεκτατισμό, ακριβώς στο όνομα του αντι-εθνικισμού, αντι-λαϊκισμού, αντι-σωβινισμού και ότι άλλο αντιβαίνει τη παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή «ενοποίηση», δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο, το «εκσυχγρονιστικό» όραμα. Να θυμηθούμε ότι το ψευτο-δίλημμα «εκσυγχρονισμός ή λαϊκισμός» είχε λανσαριστεί το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 από τα νεο-φιλελεύθερα τμήματα της Νέας Δημοκρατίας (π.χ. Ανδρέας Ανδριανόπουλος) και του ΠΑΣΟΚ (π.χ Κώστας Σημίτης, υποθάλπτοντας μια εγκάρσια, α-ταξική και μη-πολιτική, κατάτμηση του Ελληνικού πολιτικού συστήματος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας