Η Ενωτική ΓΣΕΕ, η συνομοσπονδία των συνδικαλιστικών δυνάμεων που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ από το 1929 μέχρι το 1936 και τυπικά έως το 1941, αποτέλεσε μια ιδιαίτερη έκφραση του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας, με την αποτίμησή της να συνεχίζει να προκαλεί ποικίλες αντιγνωμίες.
Καθώς επρόκειτο για μια συνδικαλιστική οργάνωση πανελλαδικής διάρθρωσης που δρούσε παράλληλα με την ελεγχόμενη από συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές ΓΣΕΕ, θεωρείται διασπαστική από το σύνολο των μη αριστερών μελετητών. Εντούτοις, διαφωνίες ως προς την αναγκαιότητα της ίδρυσής της εξακολουθούν να υπάρχουν ήδη από τότε (το 1929) και στον χώρο της Αριστεράς.
Με δεδομένη τη θέση του κομμουνιστικού κινήματος ότι το μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να παραμένει οργανωτικά ενιαίο, ανεξαρτήτως του αν στις γραμμές του κυριαρχεί η συντηρητική, η ρεφορμιστική ή η επαναστατική του πτέρυγα, ήταν και είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι με την ίδρυσή της, η Ενωτική ΓΣΕΕ συνέβαλε στη διάσπαση του κινήματος και αποξένωσε την επαναστατική κομμουνιστική πτέρυγα από τους εργαζόμενους που επηρεάζονταν από τις άλλες συνδικαλιστικές τάσεις.
Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, προβάλλεται η συγκυριακή αναγκαιότητα της χωριστής συνομοσπονδίας, καθώς μια σειρά αντιδημοκρατικών χειρισμών της ΓΣΕΕ απέκλειαν τις ταξικές αγωνιστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις από τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν.
Οι όροι που καθόρισαν την ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ
Για την κατανόηση των όρων υπό τους οποίους αποφασίστηκε η ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για τις συνθήκες που καθόρισαν αυτή την απόφαση. Άρα και για τις εξελίξεις που οδήγησαν σ’ αυτήν.
Ενώ μέχρι το 1926 κυρίαρχες στη ΓΣΕΕ ήταν οι δυνάμεις του ΚΚΕ, το 3ο Συνέδριο, που συγκλήθηκε τον Μάρτιο εκείνου του χρόνου στις ασφυκτικές συνθήκες που επέβαλε η δικτατορία Πάγκαλου, οι μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών αντιπροσώπων1 επέτρεψαν την ανατροπή των συσχετισμών στις ψηφοφορίες και την ανάδειξη στην ηγεσία της συνομοσπονδίας του μετώπου συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών.
Με το Συνέδριο αυτό, όπως γράφει ο αείμνηστος Γιώργος Κουκουλές2, η ΓΣΕΕ διαμορφώθηκε ως «κατεξοχήν κρατικός μηχανισμός αστυνομικού χαρακτήρα, με εντολή τη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος».
Ακολούθησε το 4ο Συνέδριο του Μαΐου 1928, από το οποίο αποκλείστηκαν όλες, σχεδόν, οι οργανώσεις που βρίσκονταν υπό κομμουνιστική επιρροή, μεταξύ των οποίων και οι εξαιρετικά μαζικές ομοσπονδίες των καπνεργατών, των οικοδόμων, του ηλεκτρισμού, του δέρματος και του Τύπου. Ενώ αποβάλλονταν οι υπό αριστερό έλεγχο οργανώσεις, αναγνωρίζονταν διασπαστικά σωματεία, τα περισσότερα από τα οποία δεν ήταν παρά άμαζα σωματεία-σφραγίδες.
Οι οργανώσεις που αποκλείστηκαν πραγματοποίησαν, τον Ιούλιο 1928, Συνδιάσκεψη που εξέλεξε Πενταμελές Γραφείο για τον συντονισμό της δράσης τους, αποτελούμενο από εκπροσώπους των πέντε ομοσπονδιών που εμποδίστηκαν να πάρουν μέρος στο 4ο Συνέδριο.
Αν και το Πενταμελές Γραφείο είχε διακηρύξει ως στόχο του τον αγώνα για τον εκδημοκρατισμό της ΓΣΕΕ, σημαντικές εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ωθούσαν προς την κατεύθυνση του οργανωτικού διαχωρισμού και στην ίδρυση χωριστής ταξικής αγωνιστικής συνομοσπονδίας.
Επρόκειτο για την ιστορική στροφή της Κομμουνιστικής Διεθνούς προς την πολιτική «τάξη εναντίον τάξης», ως συνέπεια της εκτίμησης ότι ο καπιταλισμός έμπαινε στην «τρίτη περίοδο» της κρίσης του, άρα και στην όξυνση των ταξικών αντιπαραθέσεων.
Η στροφή αυτή, που επικυρώθηκε στο 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούνιο-Ιούλιο 1928, σήμαινε εγκατάλειψη της πολιτικής του «Ενιαίου Μετώπου» που επιδίωκε την ενότητα στη δράση με δυνάμεις του ρεφορμισμού και κυρίως της σοσιαλδημοκρατίας. Καθώς η εκτίμηση ήταν πως επίκεινται επαναστατικές καταστάσεις, ο καπιταλισμός θα αντιδρούσε με το όπλο του φασισμού. Με τον οποίο θα συνέπρατταν και όλες οι δυνάμεις που βρίσκονταν έξω από τα Κ.Κ. Πρώτη απ’ όλες η σοσιαλδημοκρατία, που χαρακτηριζόταν «σοσιαλφασιστική» και «Δούρειος Ίππος» της αντίδρασης μέσα στο κίνημα3.
Απόρροια αυτών των αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν και η απόφαση του 4ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, τον Δεκέμβριο 1928, για την αποχώρηση από τη ΓΣΕΕ των συνδικαλιστικών δυνάμεων που επηρέαζε και την «επανίδρυση της ταξικής Ενωτικής Συνομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδας», ικανής να καθοδηγήσει το συνδικαλιστικό κίνημα στη νέα περίοδο των επαναστατικών αγώνων4.
Η απόφαση για ίδρυση χωριστής ΓΣΕΕ βρήκε εύκολα ανταπόκριση στη μεγάλη πλειονότητα των κομμουνιστών συνδικαλιστών, καθώς είχαν, ήδη, πειστεί από την ίδια τους την εμπειρία πως οι αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις απέκλειαν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να δρουν στο πλαίσιο της ενιαίας συνομοσπονδίας.
Χαρακτηριστική του οξύτατου αντικομμουνισμού ακόμη και των σοσιαλδημοκρατών της ΓΣΕΕ είναι η ομιλία του γραμματέα της, Δημήτρη Στρατή, σε εκδήλωση που οργανώθηκε ως αντιπερισπασμός τη μέρα της έναρξης εργασιών του Ιδρυτικού Συνεδρίου της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Μεταξύ άλλων, ο σοσιαλιστής συνδικαλιστής αναφέρθηκε και εις «τας καταστροφάς, τας οποίας επεσσώρευσεν εις την εργατικήν τάξιν η διευθύνουσα το κομμουνιστικόν κόμμα σπείρα»5.
Ας σημειώσουμε ότι ένα χρόνο αργότερα, το 1930, ο ίδιος ο Στρατής θα ηγηθεί της αποχώρησης των σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών από τη ΓΣΕΕ και της συγκρότησης των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων, μη αντέχοντας το ασφυκτικό αντιδημοκρατικό καθεστώς, στην εδραίωση του οποίου είχε συμβάλλει και ο ίδιος.
Η αποχώρηση και των σοσιαλδημοκρατών από τη ΓΣΕΕ αντιμετωπίστηκε ως στοιχείο δικαίωσης της απόφασης των κομμουνιστών να ιδρύσουν χωριστή συνομοσπονδία.
Τη διαφωνία της στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ εξέφρασε μια μικρή μειοψηφία συνδικαλιζόμενων μελών του ΚΚΕ, με κυριότερο εκπρόσωπο τον ηγέτη των εργατών Τύπου και παλιό γραμματέα του κόμματος Θωμά Αποστολίδη, οι διαγραμμένοι κομμουνιστές του «Σπάρτακου» (της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, των Παντελή Πουλιόπουλου, Σεραφείμ Μάξιμου κ.άλ.), καθώς και οι αρχειομαρξιστές.
Η ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ
Το Ιδρυτικό Συνέδριο της Ενωτικής ΓΣΕΕ συνήλθε στην Αθήνα στις 3-9 Φεβρουαρίου 1929, με τη συμμετοχή 158 οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και οι ομοσπονδίες Καπνεργατών, Οικοδόμων, Τύπου, Επισιτισμού, Δέρματος και Μηχανουργών. Συμμετείχαν, επίσης, η Εργατική Βοήθεια, η Ομοσπονδία Εργατικού Αθλητισμού και η Ομοσπονδία Αναπήρων και Θυμάτων Πολέμου, την οποία έλεγχαν οι αρχειομαρξιστές.
Οι εργασίες του Συνεδρίου αμαυρώθηκαν από σφοδρές συγκρούσεις μελών του ΚΚΕ και αρχειομαρξιστών, με σοβαρούς τραυματισμούς εκατέρωθεν και με επέμβαση ακόμη και της αστυνομίας. Κύρια αιτία των συγκρούσεων ήταν τα προσκόμματα που τίθονταν για τη συμμετοχή των αρχειομαρξιστών στο Συνέδριο.
Κατά τις ημέρες διεξαγωγής των εργασιών του Συνεδρίου συνεχιζόταν ο μεγάλος απεργιακός αγώνας των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Καθώς το σωματείο τους συμμετείχε στο Συνέδριο, η μεγαλειώδης απεργία τους (που είχε και έναν νεκρό, τον Γιώργο Σιρίγο) υπήρξε η πρώτη αγωνιστική κινητοποίηση που καθοδήγησε η υπό ίδρυση συνομοσπονδία.
Στην πρώτη Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωτικής ΓΣΕΕ εκλέχτηκαν οι Κώστας Θέος, καπνεργάτης και μέλος του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ, ως γραμματέας, Ευάγγελος Ευαγγέλου, τυπογράφος, που λίγο μετά αποχώρησε, διορίστηκε γερουσιαστής και εξελίχτηκε σε σφοδρό αντικομμουνιστή, Βασίλης Ασίκης, καπνεργάτης, Στέλιος Σκλάβαινας και Ιωακείμ Τσατσάκος, τυπογράφοι, Μήτσος Παπαρήγας, μηχανουργός, Χρήστος Αναστασίου, τροχιοδρομικός, Λαουτάρης, σιδηροδρομικός, Κώστας Σταματόπουλος, εργάτης επισιτισμού, Φραγκόπουλος, ναυτεργάτης, και Στέφανος Τακαβίτης, οικοδόμος. Ως δημοσιογραφικά όργανα της συνομοσπονδίας εκδόθηκαν οι εφημερίδες «Εργάτης» και «Εργάτρια».
Σύμφωνα με το ΚΚΕ, οι οργανώσεις που συμμετείχαν στην ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ είχαν 50.000 μέλη, απ’ τα οποία ενεργά ήταν τα 21.0006, ενώ κατά τον σοσιαλιστή Δημήτρη Στρατή, τότε γραμματέα της ΓΣΕΕ, είχαν 33.000 μέλη7.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, ας αναφερθεί ότι, σύμφωνα με τη σοσιαλδημοκρατική Συνδικαλιστική Διεθνή του Άμστερνταμ, το 1930 η Ενωτική ΓΣΕΕ είχε 33.000 μέλη και η ΓΣΕΕ 53.000. Εντούτοις, όπως επισημαίνεται, «η ΓΣΕΕ υπολογίζει στις δυνάμεις της 17.680 εργαζόμενους που εκπροσωπούνται από τα Εργατικά Κέντρα, οι οποίοι είχαν συνυπολογιστεί στις Ομοσπονδίες», καθώς και 3.500 που εντάσσονταν σε συνδικάτα εκτός ΓΣΕΕ και Ενωτικής ΓΣΕΕ8.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορούμε να πούμε πως οι δύο συνομοσπονδίες, από την άποψη της μαζικότητας, ήταν ισοδύναμες. Κάτι που ίσχυε μέχρι το 1936, σύμφωνα με τη διαπίστωση του Κώστα Θέου, ότι «αν δεν υπάρχει υπεροχή της Ενωτικής, τουλάχιστον είναι ισοδύναμος με την επιρροήν της ΓΣΕΕ»9.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι υπήρχαν και συνδικαλιστικές οργανώσεις που επηρεάζονταν από το ΚΚΕ, αλλά για μια σειρά λόγους -κυρίως για να μην έρθουν σε αντίθεση με μεγάλο αριθμό μελών τους που θα ήθελαν να μην ταυτιστούν με τους κομμουνιστές- παρέμεναν εκτός Ενωτικής ΓΣΕΕ. Ανάμεσά τους και η Ομοσπονδία Ηλεκτρισμού, που εντάχθηκε στην Ενωτική ΓΣΕΕ το 1930.
Εκεί όπου υπήρχαν μαζικές οργανώσεις ενταγμένες στη ΓΣΕΕ, χωρίς αντίστοιχες της Ενωτικής ΓΣΕΕ (όπως συνέβαινε, συνήθως, στη βιομηχανία, όπου επικρατούσαν αδιανόητες συνθήκες εργοδοτικής και αστυνομικής τρομοκρατίας), οι κομμουνιστές παρέμεναν ως μειοψηφία στις γραμμές τους, συγκροτώντας παρατάξεις που ονομάζονταν «αριστερές» ή και «επαναστατικές».
Η έκρηξη των εργατικών αγώνων και η επιδίωξη της ενότητας
Καθώς τη χρονιά της ίδρυσης της Ενωτικής ΓΣΕΕ η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε το διαβόητο «Ιδιώνυμο», η οργάνωση τέθηκε εκτός νόμου τον επόμενο χρόνο, το 1930. Εντούτοις, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη δικαστική απόφαση και συνέχισε de facto τη λειτουργία και τη δράση της. Πληρώνοντας, βέβαια, πολύ βαρύ τίμημα, με χιλιάδες μέλη και στελέχη της να απολύονται από τις δουλειές τους, να διώκονται, να φυλακίζονται και να εξορίζονται.
Η ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ συνέπεσε με την εκδήλωση των οξύτατων αντιπαραθέσεων που συγκλόνισαν για μια τριετία (1929-1931), από την ηγεσία μέχρι τη βάση, το ΚΚΕ, ως συνέπεια των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες κομμουνιστές, στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν την κατεύθυνση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για συμβολή στη διαμόρφωση επαναστατικής κατάστασης.
Τα αδιέξοδα ήταν πιο έντονα στο συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς η κατεύθυνση αυτή συνεπαγόταν την ανάπτυξη αγώνων με συνθήματα ανατρεπτικά, που δεν έβρισκαν σύμφωνα πολλά από τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που δεν εντάσσονταν του ΚΚΕ. Επιπλέον, η επαναστατική κατάσταση θα είχε ως αφετηρία τη γενική απεργία. Όπως είναι ευνόητο, για τη δυνατότητα προκήρυξής της υπήρχαν πολλές επιφυλάξεις.
Ήταν ακριβώς αυτή η περίοδος που διευρύνθηκε απειλητικά η επιρροή των αρχειομαρξιστών, οι οποίοι έθεσαν υπό τον έλεγχό τους δεκάδες εργατικά σωματεία σε μια σειρά πόλεις.
Η ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ συνέπεσε, επίσης, με το ξέσπασμα της μεγάλης διεθνούς οικονομικής κρίσης, η οποία από το 1930 άρχισε να επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα, οδηγώντάς την, δύο χρόνια αργότερα, στη χρεοκοπία.
Αν και χωρίς να συμμερίζονται οι εργαζόμενοι, στη μεγάλη τους πλειονότητα, τα ανατρεπτικά συνθήματα του ΚΚΕ (χαρακτηριστικό είναι και το ότι η εκλογική του δύναμη, αν και ενισχυμένη στα 1932-36, περιοριζόταν στο 5-6%), οι εργατικοί αγώνες που αναπτύχθηκαν ως αντίσταση στις συνέπειες της οικονομικής κρίσης τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίζονταν από εξαιρετική συχνότητα, πυκνότητα συμμετοχής και μαχητικότητα. Στους αγώνες αυτούς πρωτοστατούσαν οι δυνάμεις της Ενωτικής ΓΣΕΕ, υποχρεώνοντας και τις αντίπαλες οργανώσεις (τη ΓΣΕΕ και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα) να προχωρούν κι αυτές στη διοργάνωση απεργιακών αγώνων.
Το ξεπέρασμα της κρίσης του ΚΚΕ, με την επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς στα τέλη του 1931, και η οργανωτική του ανασυγκρότηση, βοήθησε και στην ανάπτυξη της δράσης της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Αλλά ακόμη πιο σημαντική στην κατεύθυνση αυτή ήταν η αλλαγή της πολιτικής της Διεθνούς, το 1934, όταν, εξαιτίας του φασιστικού κινδύνου, εγκαταλείφθηκε η άρνηση της όποιας συνεργασίας των Κ.Κ. με άλλες δυνάμεις.
Έτσι, η Ενωτική ΓΣΕΕ θα συνυπογράψει, τον Οκτώβριο 1934, το Σύμφωνο Αντιφασιστικής Δράσης, το οποίο, εκτός από το ΚΚΕ, το Αγροτικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, υπέγραψε και η ΓΣΕΕ, καθώς και η Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΠΣΕ), των Δημήτρη Στρατή και Νίκου Καλύβα.
Θα ακολουθήσει συστηματική προσπάθεια της Ενωτικής ΓΣΕΕ για συνδιοργάνωση αγωνιστικών κινητοποιήσεων με τις άλλες συνομοσπονδίες, κάτι που συχνά επιτυγχανόταν, όπως και για την υπέρβαση της διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος. Κάτι που η ΓΣΕΕ, ενώ εμφανιζόταν να το δέχεται, στην πράξη το υπονόμευε, λόγω της ανησυχίας ότι μια ενιαία συνομοσπονδία υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να περιέλθει υπό κομμουνιστικό έλεγχο.
Τη στάση αυτή κράτησε η ΓΣΕΕ (στην οποία, από το 1935, είχαν επανενταχθεί οι σοσιαλδημοκράτες του Στρατή) μέχρι και τον Μάιο του 1936. Τότε, τα συγκλονιστικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης και το ξέσπασμα μαχητικών αγώνων σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα, έκαναν το αίτημα της ενότητας άμεση απαίτηση της μεγάλης πλειονότητας των εργατών.
Έτσι, τον Ιούλιο 1936 αποφασίστηκε η ενοποίηση της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Επρόκειτο για μια απόφαση που δεν θα εφαρμοστεί, καθώς στις 4 Αυγούστου επιβλήθηκε η δικτατορία Μεταξά-Γλίξμπουργκ, η οποία έθεσε τη ΓΣΕΕ υπό τον έλεγχό της, ενώ διέλυσε την Ενωτική ΓΣΕΕ και τις οργανώσεις-μέλη της. Χιλιάδες μέλη και στελέχη αυτών των οργανώσεων γνώρισαν ποικίλες διώξεις, από συλλήψεις και βασανιστήρια μέχρι και φυλακίσεις και εκτοπίσεις στα ξερονήσια του Αιγαίου.
Αν και είχε πάψει να λειτουργεί, η Ενωτική ΓΣΕΕ επέζησε τυπικά έως τον Ιούλιο 1941. Τότε που τα συνδικαλιστικά της στελέχη πήραν την πρωτοβουλία ίδρυσης του Εργατικού ΕΑΜ, για να συνεχίσουν να πρωτοστατούν στους αγώνες των εργαζομένων και στα χρόνια της φασιστικής κατοχής.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά την «ανασύσταση» της Ενωτικής ΓΣΕΕ, τον Ιούνιο 1941, γραμματέας της ανέλαβε ο Κώστας Λαζαρίδης, που συνυπέγραψε και το Ιδρυτικό του Εργατικού ΕΑΜ. Θα δολοφονηθεί το 1943 από συνεργάτες των κατακτητών και σε αντίποινα η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα (ΟΠΛΑ) θα εκτελέσει τον κατοχικό υπουργό Εργασίας και γραμματέα της ελεγχόμενης από τους δωσίλογους ΓΣΕΕ, Νίκο Καλύβα.
Παραπομπές:
- Δημήτρης Λιβιεράτος, 90 χρόνια ΓΣΕΕ – ΑΡΙΣΤΟΣ ΓΣΕΕ, Αθήνα 2009, σ. 44.
- Γιώργος Κουκουλές, Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι ξένες επεμβάσεις (1944-1948) – Οδυσσέας, Αθήνα 1995, σ. 15.
- Ουίλιαμ Φόστερ, Ιστορία των Τριών Διεθνών – β΄ τόμος, Δωρικός, Αθήνα 1975, σ. 456-457.
- Κ.Ε. του ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα – 3ος τόμος, 1967, σ. 568.
- Εφημερίδα «Η Ελληνική», 4 Φεβρουαρίου 1929.
- Κ.Ε. του ΚΚΕ, ό.π. – 4ος τόμος, 1968, σ. 77 και 294.
- Αντώνης Λιάκος, Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου – Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1993, σ. 145.
- Γιώργος Κουκουλές, Για μια ιστορία του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος – Οδυσσέας, Αθήνα 1983, σ. 72.
- Δημήτρης Σάρλης, Η πολιτική του ΚΚΕ στον αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού (1929-1936) – γ΄ έκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1987, σ. 72.