Ανορθογραφίες φθαρμένης γραφομηχανής

1249

Ρούμελη. Ιούνιος 2002. Τα τυχερά του επαγγέλματος: να ταξιδεύεις και να γνωρίζεσαι με προσωπικότητες που ειδάλλως δεν θα ’χες την ευκαιρία. Ακολουθούμε τα χνάρια του Αρη στην τελευταία, προδομένη πορεία του προς τα ελληνοαλβανικά σύνορα και ξανά πίσω ώς το μοιραίο φαράγγι του Φάγγου, στον Ασπροπόταμο, στα διοικητικά όρια της Μεσούντας. Ετοιμάζουμε σχετικό αφιέρωμα για το Πανόραμα του Alpha παρέα με τον Παντελή, καμέραμαν, γείτονα τώρα στην πλατεία Καρύτση, και τον Χρήστο, εικονολήπτη αναντάν μπαμπαντάν δεξιό, που αγανακτεί σιωπηλά με όσα εκών-άκων ακούει. Στη διαδρομή συναντάμε πρωταγωνιστές της περιόδου κατόπιν ραντεβού κλεισμένων απ’ την Αθήνα. Μεσημεράκι Δευτέρας φθάνουμε απρογραμμάτιστα στη Μονή Αγάθωνος στην Οίτη.

Αναζητούμε τον πατέρα Γερμανό, που πέθανε σαν σήμερα δυο χρόνια αργότερα, κι οι υποψιασμένοι μοναχοί μάς οδηγούν στο κελί του. Μας υποδέχεται εγκάρδια κι όταν πληροφορείται το θέμα μας, πλατύ χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του. Στήνεται η κάμερα στο τριπόδι, τοποθετούνται οι ψείρες στον γιακά, υψώνεται το μπουμ. Κάθεται σε σκυριανή πολυθρόνα και καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας ψηλαφεί τον καρπό μου με τις παλάμες του. Ενεργοποιεί έτσι τις αισθήσεις. Και τα αισθήματα. Είναι πια ενενήντα ετών, τυφλός, ωστόσο παράξενη λάμψη διαπερνά το σκοτεινό του βλέμμα, καθώς διηγείται τον πολυτάραχο βίο του. Πρωτότοκος αγροτικής οικογένειας με δέκα παιδιά ο κατά κόσμον Γιώργος Δημάκος, γεννιέται το 1912 στο Αγριδάκι Γορτυνίας, μικρό χωριό εγκαταλελειμμένο εδώ και δεκαετίες. Στην καλογερική καταφεύγει μετά το σχολαρχείο. Η Κατοχή τον βρίσκει να ασκεί χρέη ηγουμένου στη Μονή Δαδίου (Αμφίκλεια), όπου οι Ιταλοί τον διορίζουν πρόεδρο κατά την πάγια τακτική τους, για να κρατούν οιονεί ομήρους άτομα τα οποία ο τοπικός πληθυσμός περιβάλλει με σεβασμό.

Συγκλονίζεται απ’ το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» του Γληνού και συντρέχει έκτοτε τις αντιστασιακές οργανώσεις. Φρατέλος «φρικτός στην όψη και απαισιότερος στην ψυχή» διαπιστώνει πως οι εαμικές προκηρύξεις κι οι ανακοινώσεις της Κοινότητας είναι γραμμένες με την ίδια γραφομηχανή. Ας όψεται εξόφθαλμο ελάττωμά της. Ειδοποιείται εγκαίρως και παίρνει τα βουνά κυνηγημένος. Ανταμώνεται με τον Αρη έξω απ’ την Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) και εκλιπαρεί να τον πάρει μαζί του. «Δεν θ’ αντέξεις, παππούλη» προεξοφλεί εκείνος. «Ε, όσο αντέξω» αποκρίνεται διπλωματικά. Μοιράζει στους αντάρτες για κολατσιό τη λίγη «ευλογίτσα» που κρύβει στο αντερί του.

Ανύποπτο ζουλάπι χοροπηδάει ψηλά στα έλατα. Ο πρωτοκαπετάνιος το δείχνει με την αραβίδα του και του τη δίνει. Πυροβολεί όπως όπως και παρ’ ελπίδα πετυχαίνει τον στόχο στο δοξαπατρί. «Χαλάλι σου το ντουφέκι» του κάνει. Το πρωί στο χωριό ο καπετάν Λευτέρης Χρυσιώτης συμπληρώνει το τεφτέρι με τους νεοκαταταγέντες. Διστάζει να συμπεριλάβει τον φορτικά επίμονο ιερωμένο. Ο Αρης εμφανίζεται την κατάλληλη στιγμή. «Γράψ’ τον. Ανυπόμονος» λέει. Μεγαλουργεί με το αντάρτικο προσωνύμιο. Ο αρχηγός τον θέλει πάντοτε δίπλα του. Οταν διαμαρτύρεται ότι το ράσο τον στενεύει, έτσι ζωσμένο με όπλο και φισεκλίκια πάνω στα διάσελα, είναι ανένδοτος. «Δεν θα το βγάζεις ποτέ» τον ορμηνεύει. Του χαρίζει σταυρό που κρεμά μπροστά στην τσέπη της καρδιάς. Η κομματική ορθοδοξία τον αφαιρεί αργότερα με ρετούς απ’ τις φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή. «Ο Αρ’ς ο μακαρίτ’ς» επαναλαμβάνει νοσταλγικά ξανά και ξανά. «Ηταν ο Ενας, που ήξερε να αξιοποιεί την προσφορά των πολλών. Πολλοί υπάρχουν παντού και πάντοτε. Ο Ενας λείπει. Και σήμερα ο Ενας λείπει». Φοβάμαι φλογερέ ανταρτόπαπα πως στ’ αποκαΐδια της εποχής μας κυριαρχεί ο Κανένας.

*Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας