Πώς τα κόμματα αλώνουν το κράτος – Διαχρονικά διορίζουν αποτυχημένους πολιτευτές ή συγγενείς

1334
κόμματα

Η παραίτηση του 80χρονου Κωνσταντίνου Πατέρα, μία μέρα μετά το διορισμό του στη θέση του διοικητή του Νοσοκομείου Καρδίτσας, ήρθε να θυμίσει μια πάγια πρακτική των κομμάτων εδώ και πολλές δεκαετίες. Την αξιοποίηση της δυνατότητας διορισμού σε θέσεις ευθύνης προσώπων που ως βασικό προσόν έχουν την κομματική τους τοποθέτηση και στράτευση.

Προφανώς και η πρακτική αυτή δεν είναι τωρινή και δεν αφορά απλώς τους διοικητές των νοσοκομείων. Εάν κανείς κοιτάξει τον ευρύτερο δημόσιο τομέα θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν πλήθος θέσεις ευθύνης σε κάθε λογής οργανισμούς και φορείς του ευρύτερου δημοσίου που καλύπτονται με απόφαση υπουργού. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τα νοσοκομεία, διάφορα ΝΠΔΔ, διάφορους άλλους φορείς, αρκετές ΔΕΚΟ. Σε αυτούς προστίθενται οι θέσεις που ούτως ή άλλως είναι πολιτικές όπως είναι αυτές των γενικών γραμματέων στα υπουργεία, αλλά και ο αναγκαστικός αριθμός θέσεων που καλύπτονται είτε με αποσπάσεις είτε με μετακλητούς υπαλλήλους. Σε αυτούς προστίθενται και οι διάφοροι σύμβουλοι, είτε έμμισθοι είτε άμισθοι.

Κατά καιρούς έχουν γίνουν προσπάθειες να υπολογιστεί πόσους ανθρώπους χρειάζεται μια κυβέρνηση για να κυβερνήσει. Αυτός υπολογίστηκε σε αρκετές χιλιάδες, ανάλογα με το βαθμό που το κόμμα που κυβερνά έχει ήδη σημαντική παρουσία στο κράτος ή όχι.

Το φαινόμενο δεν είναι τωρινό. Παρά τη συχνά επίκληση της συνέχειας του κράτους, κάθε κυβέρνηση φέρνει μαζί της και ένα σύνολο στελεχών που αναλαμβάνουν να ασκήσουν τη διακυβέρνηση, να μεταφέρουν προς τα κάτω την κεντρική γραμμή, να εγγυηθούν και να συντονίσουν την υλοποίηση πολιτικών. Ταυτόχρονα, αυτό επιτρέπει και την καλύτερη αξιοποίηση του καλύτερου προεκλογικού μηχανισμού που είναι το ίδιο το κράτος. Γιατί μπορεί οι μνημονιακές πολιτικές να περιόρισαν τους διορισμούς, που ήταν πάντα το πιο περιζήτητο «ρουσφέτι» όμως ο έλεγχος του κρατικού μηχανισμού πάντα επιτρέπει την ευνοϊκή μεταχείριση ατόμων η και κατηγοριών.

Ποιος θυμάται τους «πρασινοφρουρούς»;

Σε προηγούμενες εποχές αυτό πήρε αναγκαστικά και πολιτικοκοινωνική φόρτιση. Για παράδειγμα η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981 έφερε το πανίσχυρο τότε κίνημα του Αντρέα Παπανδρέου αντιμέτωπο με έναν κρατικό μηχανισμό που ήταν δημιούργημα της μετεμφυλιακής εποχής και των «πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων», την ώρα που η επιδίωξη ήταν ένα μεγάλα φάσμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων. Η επιλογή τότε ήταν όχι μόνο η στελέχωση των νευραλγικών θέσεων αλλά και ένα κύμα διορισμών που ταυτόχρονα κάλυψε ανάγκες, ιδίως σε νέους θεσμού, και φυσικά προσέφερε στο κομματικό ακροατήριο την αίσθηση μιας αναδρομικής δικαιοσύνης. Ο συνδυασμός ανάμεσα σε αυτή το κύμα εισόδου στο κράτος με τη λειτουργία των κομματικού μηχανισμού και ιδίως των πανίσχυρων κλαδικών οργανώσεων διαμόρφωσε τη μυθολογία περί των πρασινοφρουρών» και έκτοτε θεωρήθηκε υπόδειγμα επιχείρησης άλωσης του κράτους.

Ταυτόχρονα, προσέφερε έναν τρόπο για την στήριξη του κομματικού μηχανισμού που θα ακολουθήσουν και άλλα κόμματα. Το δημόσιο έγινε και ένας είδος κομματικής αργομισθίας για να μισθοδοτούνται στελέχη που κατά τα άλλα απασχολούνταν πλήρως στον κομματικό μηχανισμό. Ακόμη κανείς μπορεί να συναντήσει σε βιογραφικά παλαίμαχων πολιτικών και την υπενθύμιση κάποιου διορισμού στη δεκαετία του 1980.

Η διαμόρφωση ενός κρατικού στελεχιακού προσωπικού

Με τον καιρό η δυνατότητα που είχαν διαδοχικά τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και η ΝΔ να έχουν παρουσία στο κράτος, μέσα από αλλεπάλληλα κύματα διορισμών τους σήμαινε ότι σταμάτησε η αίσθηση «ανακατάληψης του κράτους» με κάθε αλλαγή κυβερνώσας παράταξης. Άλλωστε, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 εμφανίζονται και ευρύτερες συναινέσεις πολιτικής, ανεξαρτήτως ρητορικής. Σημαντικό ρόλο στη στελέχωση του κράτους τότε θα παίξουν και άνθρωποι προερχόμενοι από την ανανεωτική αριστερά, σημαντικό μέρος των οποίων είχε συνταχθεί και με τα προτάγματα του εκσυγχρονισμού και του εξευρωπαϊσμού.

Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι δεν διατηρήθηκαν οι παραδοσιακές πρακτικές. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε ακόμη για εποχής που οι κομματικοί μηχανισμοί ήταν ισχυροί και που επιδιωκόταν η γείωση στο κράτος. Άλλωστε, επικρατούσε ακόμη η αντίληψη ότι οι διοικήσεις των οργανισμών του δημοσίου, των ΔΕΚΟ, ακόμη και των τραπεζών όπου το δημόσιο είχε τον πρώτο λόγο ήταν κατεξοχήν πολιτικές και όχι τεχνοκρατικές θέσεις. Γι’ αυτό και μέχρι και τις παραμονές της κρίσης μπορούσε κανείς να δει την κατοχή μιας θέσης να είναι είτε το εφαλτήριο μιας μετέπειτα πολιτικής καριέρας ή το υποκατάστατο μιας αποτυχημένης εκστρατείας για βουλευτική έδρα.

Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για εποχές που η χώρα ήταν, τουλάχιστον σε επίπεδο ονομαστικών δεικτών, σε περίοδο ανάπτυξης και τέτοιες πολιτικές αναθέσεις ή διορισμοί δεν αντιμετωπίζονταν ως δημοσιονομική απειλή ή ως παράγοντας χρεοκοπίας.

Ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου με τo open.gov που υποστήριξε ότι έκανε προσπάθεια να καλύψει ανάγκες με βάση αξιολόγηση προσόντων και όχι κομματική επετηρίδα, αν και ούτε αυτός το τήρησε σε κλίμακα ανάλογη των διακηρύξεων.

 

 Η εποχή των μνημονίων

 

Η περίοδος των μνημονίων ανέτρεψε αρκετές πλευρές. Καταρχάς το γενικευμένο πάγωμα των νέων διορισμών, η απαίτηση μείωση του συνολικού αριθμού απασχολουμένων στον κράτος, η ριζική μείωση του αριθμού των συμβασιούχων, περιόρισε τα περιθώρια διορισμών. Την ίδια η μεταφορά της χάραξης πολιτικής στη διαπραγμάτευση με τους εκπροσώπους της Τρόικας, άλλαξε τα δεδομένα ως προς την άσκηση πολιτικής. Διαμόρφωσε όμως και μια γενιά στελεχών που ανεξαρτήτως τυπικής κομματικής προέλευσης έδρασαν συντονισμένα (άλλωστε είχαμε και κυβερνήσεις συνεργασίας μέχρι το 2015).

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το κράτος

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία διαπίστωσε ότι δεν είχε παρουσία στο κράτος, παρότι είχε ισχυρή παρουσία στο κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπλέον, η διάσπαση με τη ΔΗΜΑΡ του είχε στερήσει μια σημαντική μερίδα στελεχών με εμπειρία του κράτους και προέλευση της ανανεωτικής αριστεράς.

Μόνος χώρος που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε «βάθος» ήταν αυτός των πανεπιστημιακών καθηγητών. Σε αυτά προστέθηκε η διάχυτη αίσθηση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο κρατικός μηχανισμός θα ήταν εχθρικός στο ριζοσπαστικό αντιμνημονιακό πρόγραμμά του. Από την άλλη, το γεγονός ότι εν τέλει αποδέχτηκε τα μνημόνια σήμαινε και αποδοχή περιοριστικών πολιτικών στους διορισμούς, κάτι που σήμαινε ότι μόνο μέσω μετακλητών μπορούσε να στελεχώσει το κράτος.

Την ίδια ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα μικρό κόμμα. Ως αποτέλεσμα, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του βρέθηκε σε κάποιου τύπου «πολιτική» θέση στο Δημόσιο, από τους δημόσιους οργανισμούς μέχρι τις θέσεις μετακλητών. Αυτός ήταν και εδώ ένας τρόπος να μπορεί να διαχειριστεί και τον ίδιο τον όγκο της πολιτικής εργασίας που συνεπάγεται η διακυβέρνηση αλλά και να διατηρηθεί ως κομματικός μηχανισμός. Βέβαια, το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον εύκολο εντοπισμό των σχετικών διορισμών από τη «Διαύγεια» καθιστούσε αντίστοιχα εύκολη και την πολεμική της αντιπολίτευσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του Νίκου Καρανίκα.

Και τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί σκληρή κριτική (και δικαίως) στη ΝΔ για άλωση του κράτους, όμως, μήπως θα έπρεπε πρώτα να κάνει την αυτοκριτική του; Διότι είναι ένα και το αυτό όταν διορίζεται ο Πατέρας στο νοσοκομείο με τον… πατέρα του Νίκου Παππά στον ΟΑΣΘ χωρίς να έχει καμιά εμπειρία. Ή τους διορισμούς κολλητών και συντρόφων στελεχών του κόμματος.

 

Και πάλι τα ίδια…

Η Νέα Δημοκρατία αφού στηλίτευσε τις πρακτικές του ΣΥΡΙΖΑ κατ’ επανάληψη όταν ανέβηκε στην εξουσία υποστήριξε ότι θα έφερνα ένα σύστημα αριστείας ως προς την επιλογή στελεχών. Σε αυτό το πλαίσιο είχαμε και όλες τις περιπτώσεις ανάληψης καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένων και υπουργικών, από στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ, κάτι που αντανακλούσε και την σύγκλιση που είχε υπάρξει το 2011-2014. Βέβαια, από την άλλη το νέο σχέδιο του «επιτελικού κράτους» και η αναβάθμιση και διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Προεδρίας της Κυβέρνησης, δημιούργησε και αρκετές νέες θέσεις προς κάλυψη.

Από εκεί και πέρα η ΝΔ κλήθηκε και αυτή να καλύψει διάφορες θέσεις ευθύνης, ακολουθώντας σε αρκετές περιπτώσεις την πεπατημένη της επιλογής στελεχών με κριτήριο την κομματική τοποθέτηση, τις κομματικές ισορροπίες και την όποια εμπιστοσύνη μπορεί να είχε σε στελέχη προερχόμενα. Ως αποτέλεσμα εκεί που κάποτε στηλίτευε τον «ιδιοκτήτη βουλκανιζατέρ που έγινε διοικητής νοσοκομείου», τώρα βρέθηκε να πρέπει να απολογηθεί για τις περιπτώσεις αποτυχημένων πολιτευτών που πήραν τέτοιες θέσεις παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Βέβαια, υποστηρίζει ότι θα κρίνονται και θα αξιολογούνται διαρκώς, αλλά η αίσθηση «ίδιων πρακτικών» έμεινε.

 

Το πραγματικό πρόβλημα

Δεν είναι λίγοι που υποστηρίζουν ότι ο θόρυβος για όλα αυτά είναι υπερβολικός και περισσότερο αντανακλά την τάση επικέντρωσης στο επιφαινόμενο παρά κάποιο πραγματικό πρόβλημα, εφόσον είναι αναγκαστικό τα κόμματα εξουσίας όταν αναλαμβάνουν τη διακυβέρνηση να μετακομίζουν και ένα μέρος του μηχανισμού στο κράτος.

Όμως, την ίδια ώρα εύλογο είναι ότι αυτό δεν είναι και τόσο εύκολα να περάσει στην κοινωνία. Ιδίως γιατί επιτείνει τη διάχυτη αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα κυρίως ενδιαφέρεται να βολέψει τα «δικά του παιδιά» παρά να προσφέρει έργο στο κοινωνικό σύνολο.

Ούτε είναι εύκολο να θεωρηθεί θεμιτή αυτή η πρακτική, με όρους διαχείρισης του κράτους. Από τη μια, γιατί συνεχίζει μια κατάσταση όπου το ίδιο το δυναμικό του δημοσίου, που παρ’ όλες τις περικοπές έχει έναν σημαντικό αριθμό υπαλλήλων με εμπειρία και υψηλά προσόντα (συχνά υψηλότερα αυτών των διαφόρων «συμβούλων), παραγκωνίζεται και δεν αξιοποιείται για τη χάραξη και διαχείριση πολιτικής. Από την άλλη, γιατί με αυτές τις πρακτικές τελικά δεν ανοίγουν αρκετές θέσεις στο δημόσιο για ανθρώπους που θα μπορούσαν όντως να τις καλύψουν με τρόπο ουσιαστικό και αποδοτικό.

πηγή: in.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας