Οι διεθνείς διαστάσεις της υπόθεσης Μπελογιάννη

1424
1975

Συγκλονισμένος από την είδηση της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ο Γιάννης Ρίτσος, κρατούμενος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αϊ-Στράτη, έγραψε την ίδια εκείνη μέρα, Κυριακή 30 Μαρτίου 1952, το ποίημα «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο».

Εκεί θ’ αναφερθεί στους λαούς, που «περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη».

Μια αναφορά που αντλούνταν από το τεράστιο κίνημα διαμαρτυρίας που είχε ξεσπάσει σε κάθε γωνιά του πλανήτη, για να αποτραπεί η εκτέλεση του Έλληνα κομμουνιστή αγωνιστή και των συντρόφων του, καθώς γινόταν παντού κατανοητό ότι η υπόθεση Μπελογιάννη συνδεόταν άμεσα με την κρίσιμη καμπή στην οποία είχε φτάσει η εξέλιξη του Ψυχρού Πολέμου. Με την ένταση της επιθετικότητας του ιμπεριαλισμού και την απειλή που αντιπροσώπευε για την παγκόσμια ειρήνη.

Άρα και για την ίδια την επιβίωση του Ανθρωπότητας, που κινδύνευε να βρεθεί στη δίνη ενός θερμοπυρηνικού πολέμου. Ελάχιστα μόνο χρόνια από τη λήξη του πλέον καταστροφικού από τους πολέμους της παγκόσμιας ιστορίας.

Πράγματι, καμιά αναφορά στην υπόθεση Μπελογιάννη δεν θα μπορούσε να γίνει, χωρίς να παρθεί υπόψη αυτή η άμεση σχέση της και ο καθορισμός της από την κρίσιμη διεθνή κατάσταση της εποχής.

Θα ήταν εντελώς μυωπική και περιοριστική της δυνατότητας κατανόησης της υπόθεσης και της τραγικής της εξέλιξης, ο εντοπισμός της αποκλειστικά και μόνο –ή και κυρίως- στο πλαίσιο της εκδικητικότητας των νικητών του Εμφυλίου στην Ελλάδα. Όχι πως δεν υπήρχε και μάλιστα έντονο κι αυτό το στοιχείο. Όμως, δεν ήταν το κύριο και το καθοριστικό.

Η υπόθεση Μπελογιάννη αποτέλεσε μια ακόμη εκδήλωση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, σε μια περίοδο που ο ιμπεριαλισμός βρισκόταν υπό την απειλή της επέκτασης του σοσιαλιστικού κόσμου, που μετά την πρόσφατη μεγαλειώδη νίκη των Κινέζων κομμουνιστών, το 1949, είχε προκαλέσει πανικό στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Τον πανικό αυτό τροφοδοτούσε η παρατεταμένη «κρίση του Βερολίνου» στο κέντρο της Ευρώπης και η απόπειρα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας να επεκταθεί σε ολόκληρη την κορεατική χερσόνησο. Επιπλέον, ενισχυόταν από την έκρηξη των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων, τα οποία συχνά –με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση της Ινδοκίνας– βρίσκονταν υπό κομμουνιστική ηγεμονία και καθοδήγηση.

Στο γενικότερο αυτό πλαίσιο, οι όποιες εξελίξεις στην Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να αφήσουν αδιάφορο τον ιμπεριαλισμό και κυρίως την ηγεμονική του δύναμη, τις ΗΠΑ. Οι οποίες, ήδη από το 1947, είχαν αντικαταστήσει τη Βρετανία στη θέση του κύριου συμμάχου και πάτρωνα του ελληνικού αστικού καθεστώτος και χάρη στη δική τους καθοριστική εμπλοκή έγινε δυνατή η απόκρουση του κινδύνου που αντιπροσώπευε ο ένοπλος αγώνας του ΚΚΕ και του ΔΣΕ κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Ήταν ακριβώς η πρόληψη ενός νέου κινδύνου, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού λαϊκού κινήματος υπό κομμουνιστική ηγεμονία, που επέβαλε τη διατήρηση του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Όχι τόσο γιατί ένα τέτοιο κίνημα, μετά τη συντριπτική πολιτικοστρατιωτική ήττα του ΚΚΕ το 1949, θα είχε τη δυνατότητα να απειλήσει και πάλι την αστική κυριαρχία με πιθανότητες επιτυχίας.

Ο σοβαρός κίνδυνος που αντιπροσώπευε συνδεόταν με την πιθανότητα μιας στρατιωτικής – πολεμικής αναμέτρησης των δύο κόσμων, του σοσιαλιστικού και του ιμπεριαλιστικού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα, με την πρόσφατη εμπειρία των δεκάχρονων αγώνων για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, θα αποτελούσε έναν από τους κρίσιμους αδύνατους κρίκους του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Ήταν αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο –εξαιρετικά πιθανό, όπως αντιλαμβάνονταν τη διεθνή πραγματικότητα τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή– που καθόρισε και την πολιτική του παράνομου και ηττημένου ΚΚΕ, αμέσως μετά τη λήξη του Εμφυλίου.

Αυτό ήταν που υπαγόρευσε το σύνθημα «το όπλο παρά πόδα», όσο κι αν εκ των υστέρων και με αφαίρεση της τότε κυρίαρχης διεθνούς πραγματικότητας, φαντάζει παραλογισμός της ηγεσίας Ζαχαριάδη. Με ό,τι μπορεί να στοίχισε αυτή η κατεύθυνση στη «δικαιολόγηση» από την πλευρά του αστικού κράτους της συνέχισης των διώξεων των κομμουνιστών, ακόμη και των εκτελέσεων αυτών που σχεδίαζαν και προετοίμαζαν έναν «Τέταρτο Γύρο» (1).

Προετοιμασμένο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το ΚΚΕ κάθε άλλο παρά παραγνώριζε ή υποτιμούσε την ανάγκη αναζήτησης και αξιοποίησης των όποιων δυνατοτήτων νόμιμης δράσης, και στην κατεύθυνση αυτή εντάσσεται άλλωστε και η ίδρυση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), το 1951.

Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση μικρούς πυρήνες που συμμετείχαν αποκλειστικά και μόνο στον μηχανισμό του παράνομου ΚΚΕ, η μεγάλη πλειονότητα των μελών του κόμματος και βέβαια το σύνολο των εξωκομματικών κομμουνιστών, συμμετείχαν στον αγώνα για την αξιοποίηση των νόμιμων δυνατοτήτων.

Επιπλέον, το ΚΚΕ, τότε ακριβώς που μίλησε για «το όπλο παρά πόδα», -στην 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. τον Οκτώβριο 1949, που συνήλθε στην Αλβανία– πρόβαλλε και την κατεύθυνση του «πλατιού δημοκρατικού μετώπου», απευθυνόμενο, πέραν των εαμογενών δυνάμεων, και σε κάθε πολιτική δύναμη που ενδιαφερόταν για τον τερματισμό του εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος έκτακτων μέτρων (2).

Επρόκειτο για αντίφαση; Νομίζω πως επρόκειτο για αναγκαστική κατεύθυνση, από τη μια για την αξιοποίηση κάθε δυνατότητας στοιχειώδους εκδημοκρατισμού, ως όρου για την ανάπτυξη λαϊκών διεκδικητικών αγώνων, και από την άλλη για προετοιμασία ανταπόκρισης σε μια ενδεχόμενη αρνητική εξέλιξη για τη διεθνή ειρήνη.

Στην πραγματικότητα, η κατεύθυνση του «όπλου παρά πόδα» δεν αφορούσε παρά μόνο τους πρώην μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ που είχαν καταφύγει ως πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες. Οι όποιες ομάδες του ΔΣΕ είχαν παραμείνει στην Ελλάδα αποτελούνταν από αγωνιστές που δεν μπόρεσαν να τον ακολουθήσουν κατά την υποχώρησή του και γι’ αυτό εντοπίζονταν, κυρίως, στον νησιωτικό χώρο.

Στο συνολικότερο αυτό πλαίσιο, θα έπρεπε να δούμε και την πολιτική συμπεριφορά του αντιπάλου. Παρά τη συντριπτική ήττα του ΚΚΕ και του ΔΣΕ, τόσο ο ελληνικός αστικός κόσμος όσο και οι Αμερικανοί προστάτες και πάτρωνές του, ήξεραν πόσο ισχυρές σχέσεις είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στην κομμουνιστική Αριστερά και σε μεγάλα τμήματα των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων.

Γνώριζαν πως οι σχέσεις αυτές, παρά τον σοβαρό κλονισμό τους που οφειλόταν, κατά κύριο λόγο, στην τρομοκρατία και τις διώξεις, αλλά και στην απογοήτευση από τις οδυνηρές αποτυχίες του 1945 και του 1949, θα μπορούσαν να ενισχυθούν εκ νέου σε μια ενδεχόμενη μεταβολή της διεθνούς κατάστασης. Πόσο μάλλον, που οι συνθήκες ζωής του λαϊκού κόσμου εκείνα τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια (και για πολλά χρόνια αργότερα) διαμόρφωναν όρους αναπαραγωγής της αντίθεσής του προς την κυρίαρχη κατάσταση.

Η παρεμπόδιση της όποιας νόμιμης δυνατότητας ανάπτυξης της δράσης της κομμουνιστικής Αριστεράς αποτελούσε αυτονόητη επιλογή για το καθεστώς. Όπως και η αποτροπή της ανασυγκρότησης των δυνάμεων και του μηχανισμού του παράνομου ΚΚΕ.

Κατά συνέπεια, ανεξαρτήτως του αν ετούτος ή ο άλλος μηχανισμός του αστικού κράτους και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού θεωρούσε ότι πράγματι η παράνομη δραστηριότητα του ΚΚΕ απέβλεπε και σε κατασκοπεία υπέρ της ΕΣΣΔ και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, η καταδίκη του Νίκου Μπελογιάννη, ηγετικού στελέχους του κόμματος, ως επικεφαλής κατασκοπευτικού δικτύου, συνιστούσε επίσης αυτονόητη πολιτική επιλογή, υπαγορευόμενη από τον πανικό που καθόριζε τη διεθνή ιμπεριαλιστική πολιτική εκείνων των χρόνων.

Και καθώς η αποκάλυψη κατασκοπευτικού δικτύου με μόνο κάποιον επικεφαλής δεν θα μπορούσε να σταθεί και να δικαιολογηθεί πειστικά, ήταν μοιραία και η καταδίκη και κάποιων άλλων κομμουνιστών, με την κατηγορία της συμμετοχής σ’ αυτό.

Με την έννοια αυτή, η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, αποτέλεσε ένα σημαντικό επεισόδιο στο πλαίσιο της όξυνσης του Ψυχρού Πολέμου που υπερέβαινε τα όρια της Ελλάδας. Και όπως οι ιμπεριαλιστές στο πρόσωπο του Έλληνα κομμουνιστή αγωνιστή έβλεπαν την προσωποποίηση του κινδύνου από την ανερχόμενη διεθνή κομμουνιστική απειλή, έτσι και οι λαοί έβλεπαν έναν μάρτυρα του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο.

 

  1. Η θεωρία των «Τριών Γύρων» αποτέλεσε τον πυρήνα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας για την ερμηνεία των γεγονότων της Μεγάλης Δεκαετίας του ’40. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, το ΚΚΕ, με πρόφαση τον αγώνα για την εθνική απελευθέρωση, εξαπέλυσε έναν «Πρώτο Γύρο» για την κατάληψη της εξουσία στα χρόνια της Κατοχής, για ν’ ακολουθήσει ο «Δεύτερος Γύρος» με τα Δεκεμβριανά του 1944 και ο «Τρίτος» με τον Εμφύλιο (τον «συμμοριτοπόλεμο», κατά την αντικομμουνιστική ορολογία).
  2. Καινούργια κατάσταση – καινούργια καθήκοντα. Οι διαπιστώσεις, η γραμμή και οι αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας της Κ.Ε. του ΚΚΕ (9/10/1949) – έκδοση Κ.Ε. του ΚΚΕ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας