Λουρίδες ήλιου

1485

Οι στίχοι του γνήσιου Μακεδόνα και ταυτοχρόνως παγκόσμιου λυρικού ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη, που ταξίδεψε για τις επουράνιες Βεργίνες τέτοιες μέρες στα 2011, ας καταλαγιάσουν τα εφήμερα πάθη των παρακμιακών καιρών με το απολλώνιο φως και και την ορφική μολπή που εκπέμπουν. Από τις είκοσι δύο ποιητικές συλλογές που τύπωσε ενόσω ζούσε, απομονώνω τα «Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (1972-1973)», αφιερωμένα στον Γιάννη Ρίτσο, παραθέτοντας το εύρος των μισών λόγω στενότητας χώρου:
1 Εμποροι δυνάστες στρατηγοί/ μην τολμήσετε να συντρίψετε τα χέρια/ που κρατούν το φως/ αιώνες ανθρώπινων ονείρων/ θα σκεπάσουν τα μάτια σας/ με μαύρα ηλιοτρόπια/ ατσάλινα νύχια/ θα ξεσχίσουν τα πρόσωπά σας/ κι αγριεμένα πληρώματα/ θα σας κρεμάσουν/ στο πιο πένθιμο κατάρτι/ την πιο πένθιμη νύχτα του χρόνου/ για να μάθετε πώς μονάχα η λευκή ανθοφορία/ του τοκετού της αγάπης διαρκεί.
Για να πυκνώσει το φως/ και να γεννήσει το πουλί/ για να νικήσει ο άνεμος/ τους πρώτους δισταγμούς του/ και να φωνάξει η θάλασσα ελευθερία/ πρέπει να ’ρθουν οι λατόμοι/ γεμάτοι οργή/ να πελεκήσουν τα πέτρινα σύννεφα/ που πλάκωσαν όλες τις πολιτείες/ να πελεκήσουν τ’ αγάλματα/ με τις μαύρες καρδιές/ να ξεχειλίσει το αίμα/ να πνίξει τους δολοφόνους.
Οσο υπάρχουν ποιητές/ τα πουλιά θα πετούν/ και τα δέντρα θ’ ανθίζουν/ δε θα μπορούν ανίερα χέρια/ να σταματήσουν την άνοιξη/ να εξαφανίσουν τα πράσινα σημάδια/ αυτούς που πιστεύουν ακόμα/ πως είναι τ’ όνειρο δυνατό.
Φως υπερούσιο/ απρόσιτο φως/ από ποια ύψη κατεβαίνεις/ σ’ αυτή την καταματωμένη γη/ όπου σέρνονται ακόμα οι άνθρωποι/ ανάμεσα στον τρόμο και την ελπίδα/ άσπιλο φως/ που δεν έχεις ούτε αρχή ούτε τέλος/ και που η μέρα παρατείνει την ηγεμονία της/ για να σε διαφυλάξει/ πότε λοιπόν θα κατορθώσεις/ ν’ αποδιώξεις το βαθύ/ βαθύ σκοτάδι αυτού του κόσμου.
10 Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο/ ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη/ πάνω στην πλώρη ενός καραβιού/ μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα/ στους ναυαγισμένους/ ανακαλύπτοντας περίσσια θαύματα/ που δεν χάνονται/ ακόμα κι όταν κλείσουμε τα μάτια/ μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο/ ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν/ αίμα και φως/ παίζοντας μια σάλπιγγα/ που συναδέλφωνε όλους τους ανθρώπους/ που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι/ και να γίνουν κίτρινη σκόνη/ μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο/ ολομόναχοι σ’ ένα κελλί/ κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι/ κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι/ σε μια λουρίδα ήλιου/ που θα μπορούσε να τη σβήσει/ ακόμα και το χέρι/ ενός αδιάφορου επισκέπτη/ μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο/ εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή/ τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια/ μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια/ μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση/ που χωρίζει τη γη από τον ουρανό.

 *Πηγή: efsyn.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας