Κατά παραγγελία των ΗΠΑ η σύλληψη του Ασάνζ

1380
μερα25

Ομολογουμένως, όταν πριν λίγες εβδομάδες γράφαμε από αυτές τις στήλες ότι το πόρισμα Μιούλερ θα καταργήσει και τις τελευταίες αναστολές που είχε ο Τραμπ για να εφαρμόσει την πολιτική του (διάβασε εδώ) δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι το πρώτο θύμα θα ήταν ο ιδρυτής των Wikileaks, ο αυστραλός Τζουλιάν Ασάντζ. Γιατί, πέραν των αστείων δικαιολογιών που επικαλέστηκε ο δεξιός ηγέτης Ισημερινού, Λένιν Μορένο, για την εκδίωξη του Ασάντζ από την πρεσβεία του Ισημερινού όπου είχε αναζητήσει άσυλο από το 2012 δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η σύλληψη του μεθοδεύτηκε και υλοποιήθηκε κατόπιν αμερικανικής απαίτησης.

Είναι αρκετά αποκαλυπτικά τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου μέχρι την Πέμπτη 11 Απριλίου οπότε έληξε με τον χειρότερο τρόπο η περιπέτεια του Ασάντζ, που ξεκίνησε για να αποφύγει την έκδοση στη Σουηδία όπου αντιμετώπιζε κατηγορίες για βιασμό από μια Σουηδή η οποία τον κάλεσε να κοιμηθεί στο σπίτι της κατόπιν μιας δημόσιας ομιλίας του. Στις 6 Μαρτίου 2018 δικαστήριο της Βιρτζίνια κατηγορεί τους Τσέλσι Μάνινγκ (Μπράντλεϋ Μάνινγκ στο παρελθόν) και Τζουλιάν Ασάντζ  για συνομωσία με σκοπό να παραβιάσουν ένα διαβαθμισμένο σύστημα υψίστης ασφαλείας (Secret Internet Protocol Network ή SIPRNet) που χρησιμοποιούσε ο αμερικανικός στρατός για επικοινωνία. Στη δικογραφία (εδώ το πλήρες έγγραφο) αναφέρεται (παρ. 23) ότι η Μάνινγκ στις 2 Μαρτίου 2010 αντέγραψε ένα λειτουργικό σύστημα Linux σε CD που θα της επέτρεπε να εισέλθει σε αρχεία του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ που ήταν προσβάσιμα μόνο σε διαχειριστές. Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Μαρτίου 2010 (παρ. 24) η Μάνινγκ προμήθευσε τον Ασάντζ με μέρος του συνθηματικού που ήταν αποθηκευμένο σε υπολογιστές του υπουργείου Άμυνας συνδεδεμένους με το SIPRNet. Τέλος (παρ. 25) αναφέρεται ότι στις 10 Μαρτίου ο Ασάντζ ζήτησε περισσότερες πληροφορίες από τη Μάνινγκ σχετικά με το συνθηματικό, ενώ ο ίδιος δηλώνει ότι επιχείρησε να «σπάσει» το συνθηματικό, αλλά δεν είχε τύχη ως τότε…

Στη βάση του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου η Μάνινγκ που εργαζόταν ως αναλύτρια θεμάτων ασφαλείας στον αμερικανικό στρατό είχε καταδικαστεί σε 35 χρόνια κάθειρξη, για να αποφυλακιστεί το 2017 με απόφαση του Μπαράκ Ομπάμα λίγο πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, έχοντας εκτίσει 7 χρόνια από την ποινή της.

Το συγκεκριμένο κατηγορητήριο ωστόσο, που οδήγησε εκ νέου την Μάνινγκ στη φυλακή, φέρνει τα πάνω – κάτω επειδή δεν αλλάζει απλώς τις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, αποφεύγει να κατηγορήσει τον Ασάντζ και τη Μάνινγκ για δημοσιοποίηση απόρρητων πληροφοριών, όπως ακριβώς συνέβη, και τους κατηγορεί για κατασκοπεία, σαν να ήταν πράκτορες μιας οποιαδήποτε εχθρικής δύναμης ή άλλου κράτους που επιχειρούσαν να εισέλθουν στο πληροφοριακό σύστημα του αμερικανικού στρατού για να υπονομεύσουν την επιχειρησιακή του αποτελεσματικότητα. Καταφεύγουν σε αυτό το τρικ γιατί διαφορετικά θα έβρισκαν μπροστά τους την πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού συντάγματος που θεμελιώνει το δικαίωμα στην πληροφόρηση, την ελευθερία του Τύπου, κ.α. Με αυτό τον τρόπο όμως ο Λευκός Οίκος και η αμερικανική δικαιοσύνη δεν βάλλουν απλώς και μόνο εναντίον της ελευθερίας του Τύπου. Κάνουν ορατό το ενδεχόμενο Μάνινγκ και Ασάντζ να καταδικαστούν με ασυνήθιστες βαριές ποινές καθώς με την κατηγορία της συνομωσίας τους αποδίδονται κίνητρα που ουδέποτε είχαν, ενώ η δικαιοσύνη είναι ελεύθερη να εξαντλήσει την αυστηρότητά της. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ανακοίνωση που εξέδωσε η Διεθνής Αμνηστία, στην οποία αναφέρεται ρητά ο κίνδυνος βασανισμού και εκτέλεσης του Ασάντζ αν τυχόν και το δράμα φτάσει στα άκρα κι ακολουθήσει έκδοση στις ΗΠΑ.

Επί της ουσίας, το ζητούμενο εκ μέρους των ΗΠΑ είναι να τιμωρήσουν τον Ασάντζ για την ανυπολόγιστη ζημιά που τους προκάλεσε δίνοντας στη δημοσιότητα εκπληκτικό υλικό που αποκάλυπτε στυγνές δολοφονίες αμάχων στο Ιράκ από τον αμερικανικό στρατό.

Επίσης, ωμές παρεμβάσεις των αμερικανικών πρεσβειών ανά τον κόσμο στα πολιτικά πράγματα των χωρών που τους φιλοξενούν. Ο Ασάντζ τίναξε στον αέρα όποιες προσπάθειες έκαναν οι Αμερικάνοι με τους «ομοκρέβατους (embedded) δημοσιογράφους» για να μην επαναληφθούν οι αποκαλύψεις που συνόδευσαν την επέμβαση στο Βιετνάμ οδηγώντας στο αντιπολεμικό κίνημα εντός των ΗΠΑ, και να συγκαλύψουν τα εγκλήματα τους στη Μέση Ανατολή. (Εδώπαλιότερο άρθρο για τις αποκαλύψεις του Ασάντζ που αφορούσαν έλληνες πολιτικούς)

Ο Τραμπ έτσι συνεχίζει την επίθεση που ξεκίνησε στον Τύπο με τη νομιμοποίηση των «πλαστών ειδήσεων» ζητώντας την κεφαλή επί πινάκι του ιδρυτή των Wikileaks, που αποτελούν το σπουδαιότερο παράδειγμα ανεξάρτητης, ερευνητικής, συλλογικής και αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας των τελευταίων ετών. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην ελευθερία του Τύπου από μια πιθανή καταδίκη του Ασάντζ είχαν επισημανθεί στον Μπαράκ Ομπάμα, με βάση ρεπορτάζ των  New York Times, που λόγω του φόβου να πληγεί η παραδοσιακή κι η νέα δημοσιογραφία αποφάσισε να μην ασκηθούν κατηγορίες. «Κενό» που ήρθε να καλύψει ο Τραμπ συνεπικουρούμενος φυσικά από την πολυπληθή πτέρυγα των ιεράκων εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, με πρώτη και καλύτερη τη Χίλαρι Κλίντον.

Αντί επιλόγου, έστω κι εκ των υστέρων, αξίζει να τονιστεί η ανάγκη εκσυγχρονισμού της έννοιας της δημοσιογραφίας και των πηγών. Η περίπτωση του Ασάντζ δείχνει ότι όσο οι ορισμοί παραμένουν στην εποχή του χαλκού και δεν θωρακίζεται νομικά ακόμη και το χάκινγκ όταν υπηρετεί τη δημοσιογραφία, τότε διευκολύνεται η εξουσία να ασκεί διώξεις σε όσους τολμούν να προβαίνουν σε έρευνα και αποκάλυψη, όπως ο Ασάντζ, που κατ’ επανάληψη είχε δηλώσει ότι το υλικό του είχε ελεγχθεί ξανά και ξανά για να μη θέσει σε κίνδυνο τη ζωή κανενός αμερικανού στρατιώτη. Άλλο όμως ήταν το πρόβλημα του Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου όπως αποδείχθηκε…

Πηγή: Νέα Σελίδα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας