Αριστερά, συμμαχίες και η ΛΑ.Ε

2027
Ελλάδα

Το ζήτημα των συμμαχιών δεν είναι καινούριο στην Αριστερά. Την έχει απασχολήσει σε διαφορετικούς καιρούς και υπό διάφορες συνθήκες. Ως εκ τούτου, ενώ είναι χρήσιμο να μελετάμε την ιστορία των συμμαχιών των ριζοσπαστικών κινημάτων και των αριστερών – κομμουνιστικών σχηματισμών, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πέτυχαν ή απέτυχαν σε συγκεκριμένη χρονικοκοινωνική συγκυρία. Με άλλα λόγια όσο χρήσιμες και εάν είναι οι διδαχές της Οκτωβριανής Επανάστασης ή του ΕΑΜ δε σημαίνει ότι μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικές σε μία Ελλάδα του σήμερα. Χρειάζεται κάθε φορά ανάλυση της συγκυρίας και μία στρατηγική που να προσαρμόζεται σε αυτή. Ένα δεύτερο στοιχείο που πρέπει να κρατήσουμε είναι πως σε περιπτώσεις συμμαχιών θετικό θα ήταν να πηγαίνουμε από το γενικό στο ειδικό και όχι ανάποδα. Δηλαδή, η συζήτηση για τις γενικές προϋποθέσεις συνεργασίας να προηγείται των συγκεκριμένων συνεργασιών. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνουμε καταρχάς να μην επηρεαζόμαστε από συγκυρίες , καιροσκοπισμούς και στιγμιαία λάθη και δευτερευόντως να συμπεριλαμβάνουμε και μελλοντικές δυνάμεις που ίσως ακόμα δεν έχουν σχηματιστεί.
Ζούμε σε μία περίοδο που θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί με τη φράση «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα το ίδιο μένουν». Κοντεύουμε στην κατά ΣΥΡΙΖΑ μεταμνημονιακή εποχή, όπου όμως οι κανόνες και οι επιπτώσεις των μνημονίων θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Ζούμε στην εποχή της αριστερής και κινηματικής ήττας ενώ η Αριστερά και το κίνημα είναι το ίδιο και περισσότερο αναγκαία με την αρχή της κρίσης, τότε που επίσης επικρατούσε κινηματική νηνεμία λόγω του σοκ. Βρισκόμαστε στην περίοδο όπου οι αναλύσεις της Αριστεράς για την κρίση από τις αιτίες της μέχρι και τους κινδύνους ενσωμάτωσης συνεχίζουν να ισχύουν και να επιβεβαιώνονται. Με άλλα λόγια η Αριστερά προσπαθεί μέσα σε ένα γνωστό πλαίσιο να ανιχνεύσει νέους τρόπους έκφρασης και απεύθυνσης που θα κινητοποιούν και θα την φέρουν ξανά στην πρώτη γραμμή. Μαζί της κουβαλάει το βαρίδι της ήττας έχοντας βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό της εάν θα μπορέσει να το μετατρέψει σε οδυνηρή και ταυτόχρονα χρήσιμη εμπειρία με σκοπό την επανεκκίνηση. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής η Αριστερά φαίνεται να ομφαλοσκοπεί καταστροφικά με κάθε επιμέρους σχηματισμό να έχει αναπτύξει την δικιά του αφήγηση για την αποτυχία του 2015. Τώρα εάν πολλές αφηγήσεις είναι αλληλοσυγκρουόμενες, τόσο το χειρότερο για αυτές. Ο καθένας αρκείται στον μονόλογό του.
Προσπαθώντας να ξεφύγουμε από την εσωστρέφεια, εάν κάνουμε την υπόθεση ότι για να γίνει ξανά η Αριστερά ηγεμονική και χρήσιμη χρειάζεται να δουλέψει σκληρά πάνω σε δύο στενά αλληλένδετους τομείς, αυτού του κινήματος και της (υλοποιήσιμης στο σήμερα) ριζοσπαστικής πολιτικής πρότασης, τότε μπορούμε να περιγράψουμε σε αδρές γραμμές την τακτική μας για τις συμμαχίες. Οι συμμαχίες θα μπορούσαν να χωριστούν σε εκείνες που περιστρέφονται γύρω από το κίνημα και εκείνες γύρω από την κεντρική η περιφερειακή πολιτική ζωή. Οι κινηματικές συμμαχίες είναι ίσως οι πιο χρήσιμες γιατί χτίζονται πάνω σε ειδικά επίδικα χωρίς να είναι αναγκαία μια ευρύτερη πολιτική συμφωνία. Δεν είναι π.χ. αναγκαίο μια συλλογικότητα που συμμετέχει στο κίνημα ενάντια στους πλειστηριασμούς να τάσσεται ενάντια στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, άσχετα εάν με βάση την ανάλυση της Αριστεράς υπάρχει στενή σύνδεση. Μάλιστα από ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες μπορεί να προκύψει η πολυπόθητη και πολυσυζητημένη ανασύνθεση που με τη σειρά της να οδηγήσει και σε πολιτική συμμαχία. Υπό αυτό το σκεπτικό είναι θετική η απάντηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αποδέχεται την κοινή κινηματική δράση με τη ΛΑΕ. Μένει να φανεί στην πράξη το κατά πόσο και οι δύο σχηματισμοί είναι ειλικρινείς στις διακηρύξεις τους ιδιαίτερα όταν σε κοινωνικούς χώρους όπως τα πανεπιστήμια υπάρχουν κοινά μετωπικά οχήματα (Αριστερή Ανατρεπτική Συνεργασία).
Αναφορικά με τις πολιτικές συμμαχίες πρέπει να αναβαθμιστεί ο τρόπος καλέσματος και συγκρότησης τους ειδικά από δυνάμεις που τις ευαγγελίζονται όπως η ΛΑΕ. Προφανώς δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πολιτική ταύτιση εφ’ όλης της ύλης με όσες πολιτικές δυνάμεις στέκονται θετικά απέναντι σε συνεργασίες. Αυτό όμως που πρέπει να επεξεργαστεί είναι πέντε, δέκα, δεκαπέντε πολιτικοί άξονες που θα περιγράφουν αδρά τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις μίας ενδεχόμενης συμμαχίας. Θα περιγράφουν δηλαδή τι θέλει να κάνει ένας ενδεχόμενος αντιμνημονιακός προοδευτικός και ριζοσπαστικός συνασπισμός. Πάνω σε αυτούς τους άξονες να γίνει κάλεσμα προς τις υπόλοιπες δυνάμεις και πάνω σε αυτούς τους άξονες να δημιουργηθεί ένα μίνιμουμ πολιτικό πρόγραμμα σε δεύτερη φάση. Προφανώς η πολιτική δύναμη που θα προσπαθήσει να δημιουργήσει τους συγκεκριμένους άξονες θα πρέπει να το πράξει με μια υπευθυνότητα ώστε να είναι όσον το δυνατόν πιο ενωτικοί και συνθετικοί και όχι ένα καθρέπτισμα ατόφιας πολιτικής γραμμής. Η συγκεκριμένη τακτική ξεπερνά επίσης τον σκόπελο του επιχειρήματος πως η απεύθυνση σε μια πολιτική δύναμη αναιρεί αυτόματα την απεύθυνση σε μία δεύτερη. Ή τουλάχιστον εάν κάτι τέτοιο ισχύει, ας γίνει δημόσια φανερό πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις.
Ο παραπάνω τρόπος είναι και ο ενδεδειγμένος για να προκύψει ή όχι πολιτική συνεργασία. Ένας λανθασμένος τρόπος είναι ο εξαρχής αποκλεισμός πολιτικών δυνάμεων γιατί υπάρχει διαφωνία για ένα μέρος της πολιτικής τους τοποθέτησης. Εδώ να φέρω το εύκολο παράδειγμα του ΚΚΕ που όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς κατά καιρούς το εγκαλούν για τη σκληρή ανθενωτική του στάση. Η θέση του ΚΚΕ για τα ζητήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας είναι τουλάχιστον συντηρητική και απέχει κατά πολύ από την τοποθέτηση της υπόλοιπης ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ας θυμηθούμε και την πρόσφατη στάση του για το νομοσχέδιο ταυτότητας φύλου. Στο ΚΚΕ οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς πρέπει να συνεχίσουν να απευθύνονται για πολιτική και κινηματική συνεργασία; Πριν απαντήσει ο καθένας θετικά ή αρνητικά ας θυμηθεί την προτροπή στην αρχή του κειμένου να πηγαίνουμε από το γενικό στο ειδικό και όχι το ανάποδο. Ως εκ τούτου απαντήσεις τύπου «ναι/όχι, γιατί είναι το ΚΚΕ» ίσως να μην είναι οι καταλληλότερες. Σαφέστατα τα προαναφερθέντα δε σημαίνουν ότι μπορούμε να απευθυνόμαστε σε όλο το φάσμα της πολιτικής σκηνής. Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις απεύθυνσης οι οποίες θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα εξής: Κάλεσμα σε αντιμνημονιακές, ριζοσπαστικές, προοδευτικές δυνάμεις οι οποίες είναι ταξικά μεροληπτικές υπέρ της εργατικής τάξης και αντιλαμβάνονται με ποιους πάμε να τα βάλουμε (αστική τάξη και ιμπεριαλισμοί και όχι μασονικές στοές), οι οποίες δε διστάζουν να βγουν εκτός των πλαισίων της ΕΕ και οι οποίες δεν είχαν στο παρελθόν οργανική σύνδεση με δυνάμεις του αστισμού.

Για την ταμπακιέρα

Θα πρέπει ένας από τους μελλοντικούς άξονες απεύθυνσης προς τις εν δυνάμει συνεργαζόμενες πολιτικές δυνάμεις να είναι το ζήτημα του προσφυγικού και μεταναστευτικού; Η απάντηση είναι σαφέστατα ναι για τον ίδιο λόγο που ένας άλλος άξονας θα πρέπει να είναι εκείνος της λαϊκής κυριαρχίας. Όχι γιατί είναι ζητήματα αρχής για την Αριστερά, αλλά κυρίως γιατί αποτελούν ζητήματα ορθής realpolitik στην σημερινή κοινωνία. Με άλλα λόγια αφορούν άμεσα τις ζωές ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας στην τωρινή συγκυρία και εάν δεν καταπιάνεσαι με αυτά τότε αποποιείσαι ευθυνών ως πολιτική δύναμη που θέλει να φέρει στο σήμερα μια ριζοσπαστική πολιτική αλλαγή. Η θέση της Αριστεράς και πιο συγκεκριμένα της ΛΑΕ για το προσφυγικό και μεταναστευτικό είναι γνωστή. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι δεν απευθυνόμαστε σε δυνάμεις που απέχουν από αυτή τη θέση αλλά τηρούν τα παραπάνω ελάχιστα κριτήρια. Εάν θα υπάρξει συνεργασία ή όχι με οποιαδήποτε δύναμη θα πρέπει να βασίζεται πάνω στην ώσμωση σε συγκεκριμένους πολιτικούς άξονες συνεργασίας.
*Ο Παναγιώτης Μωράκης είναι μέλος της ΠΓ της ΛΑ.Ε

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας