Αποτιμητικό σημείωμα για την δράση της Χρυσής Αυγής την 4ετία 2012-16

Στην τελευταία τετραετία η Χρυσή Αυγή είχε για πρώτη φορά στην ιστορία της κοινοβουλευτική παρουσία. Για αυτό το λόγο, η ανασκόπησή της είναι χρήσιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων για τη δράση του νεοναζιστικού κόμματος. Θα εστιάσουμε σε αυτή με κάποια σύντομα σχόλια για τη μεταπολιτευτική ιστορία της ακροδεξιάς στην Ελλάδα, που είναι αναγκαία για αυτή την ανασκόπηση.
 
Η μεταπολιτευτική πορεία της ακροδεξιάς στην Ελλάδα.
Η ακροδεξιά στη μεταπολίτευση είχε σοβαρές δυσκολίες να συγκροτηθεί αυτοτελώς ως πολιτικός χώρος και κατά κανόνα το πολιτικό προσωπικό και το εκλογικό ακροατήριό της απορροφήθηκε από τη ΝΔ. Μέχρι το 2004 μόνο η Εθνική Παράταξη του Στεφανόπουλου απέσπασε το 6,82% στις βουλευτικές εκλογές του ‘77 και σε ευρωεκλογές το Κόμμα Προοδευτικών πήρε 1,96% το ’81 και η φιλοχουντική ΕΠΕΝ το 2,29% το ’84 εκλέγοντας ευρωβουλευτές. Σε όλες τις άλλες εκλογικές μάχες (βουλευτικές και ευρωεκλογές) τα ποσοστά της κυμάνθηκαν μεταξύ 0,2 και 1,7% (ΕΔΕ, Προοδευτικοί, ΕΠΕΝ, Πρώτη Γραμμή – Ελληνικό Μέτωπο). Ταυτόχρονα, και με αρχικό πυρήνα στη νεολαία της Εθνικής Παράταξης (ΕΝΕΠ) και το Κόμμα 4ης Αυγούστου του Πλεύρη, αναπτύχθηκαν και πιο ακραίες ομαδοποιήσεις, που παρέμειναν όμως περιθωριακές. Ομάδες που ανέπτυξαν ακτιβίστικη δράση και ιδεολογική παρέμβαση, αλλά και με σχετικά διαφοροποιημένες ιδεολογικές αναφορές (οι εθνικοσοσιαλιστές στη Χρυσή Αυγή και το περιοδικό Αντίδοτο, οι «εθνικιστές» αλλά όχι ναζί στο ΕΝΕΚ, οι φιλοχουντικοί στην ΕΠΕΝ). Φυσικά όλος ο χώρος ήταν πολιτικά όμορος και οι μετακινήσεις και διασυνδέσεις αρκετές. Στο πλαίσιο αυτό τόσο ο Μιχαλολιάκος όσο και ο Βορίδης έγιναν αρχηγοί της νεολαίας της ΕΠΕΝ. Αρκετές και γνωστές πλέον ήταν και οι διασυνδέσεις του «χώρου» με τις κρατικές και παρακρατικές υπηρεσίες (ΚΥΠ) ήδη από την περίοδο της χούντας (Πλεύρης) και αμέσως μετά (Μιχαλολιάκος, Μιχαλόπουλος, Δακόγλου κλπ.).
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια ανασυγκρότησης της ακροδεξιάς ως αυτοτελούς πολιτικής δύναμης μεταπολιτευτικά έγινε με το ΛΑΟΣ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, που συγκέντρωσε όλες τις «φυλές» του χώρου (βασιλικοί, χουντικοί, «πατριώτες», και με υπόγεια στήριξη αρχικά και από τη Χρυσή Αυγή). Το ΛΑΟΣ πήρε 4,12% στις ευρωεκλογές του 2004 (και 2,19% στις βουλευτικές), 3,8% στις εκλογές του 2007 και 5,63% το 2009 με τη ΧΑ τότε να εμφανίζεται αυτοτελώς (και να παίρνει μόλις 0,29%). Η είσοδος του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση και η μετατροπή του σε μνημονιακή δύναμη έφερε μία ταχύτατη φθορά, που το οδήγησε εκτός Βουλής το 2012. Σε εκείνες τις εκλογές οι ΑΝΕΛ (που ενισχύθηκαν και από την «πατριωτική» τάση του κινήματος των πλατειών στο φόντο της φθοράς και της ΝΔ) απέσπασαν 7,5% και η Χρυσή Αυγή (που πάτησε πολιτικά πάνω και στη δουλειά πεδίου που έκανε σε διάφορους χώρους – π.χ. Δήμος Αθηναίων όπου η εκλογή του Μιχαλολιάκου σε δημοτικό σύμβουλο ήταν κομβικής σημασίας για την πολιτική αναγνωρισιμότητά τους πλέον) πήρε 6,92% αλλάζοντας το χάρτη στην ακροδεξιά εντελώς.
 
Η περίοδος 2012-2013
Από τις εκλογές του 2012, η Χρυσή Αυγή άρχισε να αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη δυναμική και πολιτική νομιμοποίηση εντός της ελληνικής κοινωνίας, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 2013, που οι δημοσκοπήσεις την ήθελαν να αγγίζει μέχρι και το 14% της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, η εκλογική διείσδυση ήταν μονάχα το αποτύπωμα μιας βαθύτερης διεργασίας, που είχε ήδη συντελεστεί. Μέσα σε ένα πλαίσιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και αυταρχικής διακυβέρνησης, που οξύνθηκε ιδιαίτερα με τη Ν.Δ., οι υπαρκτές ρατσιστικές, ξενοφοβικές, αντισημιτικές, αυταρχικές, αντικομμουνιστικές τάσεις νομιμοποιήθηκαν, καθώς πρώτο το ίδιο το επίσημο πολιτικό προσωπικό της εκπροσώπησε.
Με αυτή την έννοια, η πρώτη περίοδος της Χρυσής Αυγής αποτέλεσε και την περίοδο, που η οργάνωση ξεδίπλωσε πιο ρητά από κάθε άλλη φορά την αντίληψή της, λόγω και έργω, και συγκρότησε κοινωνικές συμμαχίες στη βάση αυτής, συμμαχίες με πολύ μεγαλύτερο βάθος από τον ορίζοντα των εκλογών. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο κατάφερε να συγκροτήσει και τις λεγόμενες ομάδες κρούσης, που με την ανοχή μέρους των τοπικών κοινωνιών πούλαγαν προστασία ή επιτίθεντο δολοφονικά σε ομάδες που θεωρούσαν «ανεπιθύμητες», με σκοπό να κερδίσουν την «πατρότητα» συγκεκριμένων περιοχών-ορμητηρίων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Άγιο Παντελεήμονα. Αυτό το διάστημα αποτέλεσε σημαντική τομή στην πολιτικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας ακριβώς, γιατί επανέφερε στην ιδεολογική και πολιτική νομιμότητα αντιλήψεις και πρακτικές, που σε μια προηγούμενη περίοδο είχαν ηττηθεί και καταδικαστεί στη συνείδηση του λαού.
Αποκορύφωμα της εκ νέου νομιμοποίησης αυτών φασιστικών-ναζιστικών αντιλήψεων και πρακτικών στάθηκε προφανώς η δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Εκείνη τη στιγμή η Χρυσή Αυγή εκτίμησε ότι μπορούσε να ανέβει κλίμακα επιχειρησιακής και πολιτικής δράσης χτυπώντας πλέον ευθέως και την Αριστερά (είχαν προηγηθεί το χτύπημα σε μέλη του ΚΚΕ στο Πέραμα και η δολοφονία Λουκμάν). Ταυτόχρονα, εκτίμησε ότι μπορεί να αμφισβητήσει εμπράκτως την ηγεμονία και στο εσωτερικό του χώρου της δεξιάς συνολικά, με συμβολική στιγμή τη στάση της στο «μνημόσυνο» ταγματασφαλιτών στο Μελιγαλά (γιουχάισμα παραγόντων της ΝΔ, προπηλακισμός άλλων ακροδεξιών). Το κράτος απάντησε με συλλήψεις τόσο επιχειρησιακών μελών όσο και κεντρικών πολιτικών στελεχών σε μία προσπάθεια να διατηρήσει ελεγχόμενη τη δυναμική της. Την περίοδο αυτή επιβεβαιώθηκε ότι το φασιστικό φαινόμενο έχει σχετική αυτοτέλεια από το αστικό κράτος, με το οποίο όμως πάντα διατηρεί σχέσεις (αυτό εξηγεί και το γιατί έγιναν τελικά συλλήψεις, αλλά και το γιατί το χτύπημα του κράτους δεν ήταν συντριπτικό αλλά με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο της Χρυσής Αυγής και σχέσεις με κομμάτια του κρατικού μηχανισμού διατηρήθηκαν τόσο σε κατώτερα όσο και σε ανώτερα – π.χ. Μπαλτάκος –  επίπεδα).
Η δολοφονία Φύσσα είναι το γεγονός που μάλλον κλείνει και την πρώτη περίοδο κοινοβουλευτικής δράσης της Χρυσής Αυγής, καθώς οι συλλήψεις των στελεχών της που ακολούθησαν σηματοδότησαν την έναρξη ενός νέου κύκλου για την οργάνωση. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μετά τη δολοφονία του Φύσσα και τις συλλήψεις ένα σταθερό ποσοστό του εκλογικού σώματος, της τάξης του 6-7% διατήρησε τη στήριξή του στην οργάνωση αποδεικνύοντας ότι το επιχείρημα πως «κάποιοι δεν ήξεραν» μάλλον δεν στέκει και ότι αντιθέτως ένα τμήμα του λαού είναι συνειδητά πρόθυμο να στηρίξει ναζιστές δολοφόνους. Ωστόσο, η αλλαγή στάσης της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου και των συμμάχων της –από την ανάδειξη της Χρυσής Αυγής ως ισότιμου πολιτικού εταίρου και τις απευθείας συνεννοήσεις μαζί της έως τη δημόσια καταγγελία της οργάνωσης ως εγκληματικής– καθώς και η αλλαγή στάσης των ΜΜΕ, που σταμάτησαν να την προμοτάρουν και άρχισαν να την καταγγέλλουν, διαμόρφωσαν ένα κλίμα που δεν ήταν καθόλου ευνοϊκό για την οργάνωση. Βεβαίως, αυτός ο πολιτικός και ιδεολογικός συσχετισμός δεν θα μπορούσε να έχει υπάρξει σε καμία περίπτωση, εάν δεν υπήρχε συγκροτημένο και μαχητικό το αντιφασιστικό κίνημα, που με τη συνεχή παρουσία του στον δρόμο και τα ανοιχτά μέτωπα κατάφερε να ανατρέψει ένα συσχετισμό, που μέχρι τότε έμοιαζε αδιάσπαστος. Η πολύ μεγάλη – και μάλιστα πανελλαδική – μαζικοποίηση των πορειών μετά τη δολοφονία Φύσσα έπαιξε καταλυτικό πιεστικό ρόλο στο εύρος των συλλήψεων και της πολιτικής πίεσης στη Χρυσή Αυγή εκείνη τη στιγμή.
 
Η περίοδος 2013- καλοκαίρι 2016
Σε αυτή τη δεύτερη περίοδό της η Χρυσή Αυγή μείωσε την ένταση των διακηρύξεών της, τόσο ως προς τις φασιστικές συνδηλώσεις τους όσο και ως προς το δήθεν «αντισυστημικό προφίλ», στο οποίο επένδυε μέχρι τότε. Ως αποτέλεσμα, η οργάνωση υιοθέτησε μια πιο μετριοπαθή στάση στα φλέγοντα πολιτικά και οικονομικά ζητήματα του τόπου, επιχειρώντας να αναδειχτεί σαν μια νόμιμη πολιτική δύναμη όπως οι άλλες. Αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε και από την προσωρινή υποχώρηση των «στρατευμάτων» της από τον δρόμο και τις γειτονιές αλλά και από τον περιορισμό των επιθέσεων σε μετανάστες και αριστερούς με εμφανή πολιτική βούλα. Μεταξύ άλλων, η Χρυσή Αυγή επιδίωκε μια «ήσυχη δίκη» και ένα χαμηλό προφίλ, που θα της έδινε τη δυνατότητα να διαχειριστεί και την πολιτική και την οργανωτική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει. Ως προς την οργανωτική κατάσταση, όπως συνήθως συμβαίνει στις φασιστικές-ναζιστικές οργανώσεις, σε περιόδους κρίσης ξεκινούν τα εσωτερικά μαχαιρώματα, η αποποίηση ευθυνών και η διάψευση τετελεσμένων γεγονότων (π.χ. επιθέσεις) από μεσαία και υψηλότερα στελέχη, που άλλοτε θα κόμπαζαν για όλα αυτά σαν αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής πρακτικής τους. Ως αποτέλεσμα, η δεύτερη κοινοβουλευτική περίοδος της Χρυσής Αυγής σφραγίστηκε μεταξύ άλλων και από την αποχώρηση σεβαστού τμήματος του στελεχιακού δυναμικού τους, που είτε αρνήθηκε οποιαδήποτε σχέση με την οργάνωση αναζητώντας την αναβάπτισή του από τη στήριξή του στον «μεσαίο χώρο» είτε διοχετεύτηκε σε νεοσύστατες ακροδεξιές οργανώσεις, πιο «μαχητικού» και «ριζοσπαστικού» προφίλ, που ασκούν από τα δεξιά κριτική στη Χρυσή Αυγή (βλ. π.χ. την ομάδα Ανένταχτοι Μαιάνδριοι Εθνικιστές και άλλες που αναφέρονται μάλλον στον Περίανδρο, παλιό υπαρχηγό της Χρυσής Αυγής και καταδικασμένο για τη δολοφονική επίθεση το 1998 στο Δημήτρη Κουσουρή και άλλους δύο αριστερούς).
 
Η περίοδος από το καλοκαίρι του 2016 έως σήμερα
Η περίοδος που διανύουμε σήμερα θα μπορούσε ενδεχομένως να χαρακτηριστεί σαν η τρίτη κοινοβουλευτική περίοδος της Χρυσής Αυγής. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η επανεμφάνιση βασικών ιδεολογικών και πολιτικών στοιχείων της οργάνωσης, τα οποία είχαν προηγουμένως υποχωρήσει στο έδαφος της κρισιακής κατάστασης που αντιμετώπιζε. Υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν χρειάζεται να δούμε τα ακροδεξιά χτυπήματα εναντίον των μεταναστών στη Χίο τον προηγούμενο μήνα (και ενώ δεν μπορούσε να κάνει αντίστοιχες ενέργειες πέρσι λόγω του τεράστιου κύματος και κινήματος αλληλεγγύης στους μετανάστες και πρόσφυγες). Καθόλου τυχαία, οι δολοφονικές επιθέσεις «συνέπεσαν» με την επίσκεψη δύο βουλευτών του κόμματος στο νησί, του Κασιδιάρη και του Λαγού, οι οποίοι επίσης διόλου τυχαία διατηρούν καίριο επιτελικό ρόλο στην οργάνωση του «στρατιωτικού τμήματος» της Χρυσής Αυγής και είχαν άμεση εμπλοκή και στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Ίδιας κοπής ήταν και οι ακροδεξιές επιθέσεις, που συνέβησαν στη Μυτιλήνη το ίδιο διάστημα, με προπηλακισμούς μεταναστών, μεταναστριών αλλά και αλληλέγγυων συντρόφων και συντροφισσών από τοπικά στελέχη της οργάνωσης. Εξάλλου, η συστηματική υλοποίηση αντιμεταναστευτικών πρακτικών και η όξυνση της σχετικής ρητορικής στο συγκεκριμένο νησί αποτελεί ζήτημα καίριας σημασίας για τη Χρυσή Αυγή, καθώς η Μυτιλήνη εξαρχής αποτέλεσε σύμβολο αλληλεγγύης και αγώνα ενάντια στον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Στην ίδια τακτική θα πρέπει να εγγραφούν και κινήσεις όπως η προσπάθεια να στηθεί χώρος φιλοξενίας «μόνο για Έλληνες» στον Βοτανικό (που δεν άρχισε από τη Χρυσή Αυγή αλλά «καπελώθηκε» στη συνέχεια), κίνηση η οποία, παρόλο που ναυάγησε, εντούτοις κατάφερε να επανασυσπειρώσει το τοπικό δυναμικό της οργάνωσης και να αρθρώσει δημόσιο λόγο. Στο ίδιο πλαίσιο, τέλος, οφείλει να τοποθετηθεί και συνολικά η σταδιακή επανεμφάνιση των Ταγμάτων Εφόδου της Χρυσής Αυγής σε διάφορες γειτονιές (βλ. π.χ. Νίκαια-Πειραιά-Πέραμα-Κορυδαλλό), που είτε μοιράζουν κάποιο κείμενο ή τρικάκι είτε καθιστούν ορατή την παρουσία της Χρυσής Αυγής. Εξαίρεση βέβαια αποτελεί, όχι τυχαία και πάλι, η περιοχή του Ασπροπύργου, όπου οι εξορμήσεις των Ταγμάτων Εφόδου δεν περιορίζονται στο μοίρασμα προκηρύξεων αλλά προχωρούν και σε σωματικές επιθέσεις.
Είναι επομένως φανερό ότι η επανεμφάνιση της Χρυσής Αυγής στον δρόμο στόχο έχει όχι απλώς να αναδειχτεί εκ νέου αλλά να κερδίσει το χαμένο έδαφος, τρόπον τινά, και να επανεπιβεβαιώσει ρεβανσιστικά τον ιδεολογικό συσχετισμό που είχε καταφέρει ένα προηγούμενο διάστημα αποδεικνύοντας ότι όσοι την εκδίωκαν ηττήθηκαν και ότι η Χρυσή Αυγή βγαίνει «αλώβητη» από τον «πόλεμο που της έστησαν».
Την ίδια στιγμή, η Χρυσή Αυγή επιχειρεί να δικτυωθεί επισήμως και στον χώρο της εργασίας. Έτσι, επιλέγει για παράδειγμα να συμμετάσχει με δικό της ψηφοδέλτιο («Εθνικιστικό Μέτωπο», 594 ψήφοι – 0,96%) στις εκλογές των υπηρεσιακών συμβουλίων των καθηγητών. Η εν λόγω παράταξη είχε ρητή αναφορά στη Χρυσή Αυγή. Η κίνηση αυτή αποτελεί όμως μονάχα ένα τμήμα της συνολικής κίνησης της Χρυσής Αυγής, η οποία έχει ξεκινήσει μια απόπειρα να στήσει συνδικαλιστικές παρατάξεις στους περισσότερους επαγγελματικούς κλάδους (π.χ. δικηγόροι, ΔΕΗ κ.λπ.). Σημαντικότερη παρουσία είχε στο χώρο των οδηγών ταξί (στις προτελευταίες εκλογές βγήκε 3η δύναμη και απέσπασε 3 έδρες στο ΔΣ, στις τελευταίες έπεσε και πήρε μόνο μία έδρα). Δεν πρέπει να ξεχνάμε βέβαια και τον φιλοεργοδοτικό ρόλο, που επιχειρεί να παίξει στη Ζώνη του Περάματος με την ίδρυση διασπαστικού σωματείου. Με την κίνηση αυτή σχετίζεται τόσο η επίθεση σε μέλη του ΚΚΕ στο Πέραμα το 2013 όσο και η συστηματικά υπέρ των εφοπλιστών στάση της Χρυσής Αυγής στη Βουλή σε όλα τα σχετικά νομοσχέδια. Αποκορύφωμα όλων αυτών στάθηκε βεβαίως η πραγματοποίηση «πανελλήνιας συνδικαλιστικής συνδιάσκεψης» με κεντρικό σύνθημα «Δουλειά στον Έλληνα εργάτη», που διεξήχθη το καλοκαίρι σχεδόν εν κρυπτώ κάτω από τις σχεδιαζόμενες αντιδράσεις από την πλευρά σωματείων και του αντιφασιστικού κινήματος.
Η πρακτική αυτή συνοδεύεται μάλιστα από μια τάση επανεμφάνισης της Χρυσής Αυγής στη δημόσια σφαίρα, όπου επιχειρείται εκ νέου ένας πιο έντονος διαχωρισμός από τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού και η υιοθέτηση ενός πιο «ριζοσπαστικού» λόγου σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα αναβαθμίζει στο λόγο της και την αντίθεση με το ευρώ και την ΕΕ, ενώ στις εξελίξεις του καλοκαιριού του 2012 είχε τοποθετηθεί ρητά υπέρ της παραμονής στην ΟΝΕ τότε συμπλέοντας με την κεντρική κατεύθυνση του αστικού πολιτικού συστήματος. Μόνη (μικρή) διαφορά τα «αμιγώς εθνικά θέματα», όπου δεν έχει πρόβλημα να συνευρίσκεται με εκπροσώπους του συνταγματικού τόξου, όπως συνέβη τη Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου, όπου εκπρόσωποι της κυβέρνησης και οι Κασιδιάρης – Παππάς μετέβησαν στο Καστελόριζο, για να συσκεφθούν σχετικά με τις προκλήσεις της Τουρκίας. Η στάση «ξεπλύματός» τους (για πιθανή φθορά της ΝΔ;) από μέρος του ΣΥΡΙΖΑ (Παρασκευόπουλος, Κασιμάτη) είναι ενδεικτική του επικίνδυνου τυχοδιωκτισμού που διέπει πλέον το κυβερνητικό κόμμα.
Με λίγα λόγια πάντως, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η κίνηση της Χρυσής Αυγής το τελευταίο διάστημα αποτυπώνει την εκ μέρους της προσπάθεια για συνολική επανεκκίνηση και επανάκτηση των κοινωνικών εκπροσωπήσεων, που είχε μέχρι πρότινος αλλά και του ιδεολογικού στίγματος που έφερε.
Σε μια τέτοια τακτική συνηγορεί βεβαίως και η διεθνής κατάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο, η Χρυσή Αυγή συμπλέει με το διεθνές ρεύμα ακροδεξιάς κριτικής στην «παγκοσμιοποίηση». Έδωσε συγχαρητήρια στον Τράμπ αμέσως μετά την εκλογή του και μίλησε για ένα τόξο «πατριωτικών δυνάμεων», που καταλαμβάνει ολόκληρη την Ευρώπη και αντιστέκεται στο νεοφιλελευθερισμό. Αντιστοίχως, συστηματικά βρίσκεται στο πλευρό της Μαρίν Λεπέν (παρόλο που η ίδια διατηρεί αποστάσεις από τη Χρυσή Αυγή), ενώ τοποθετήθηκε ρητά και σε σχέση με την ήττα του Χόφερ στην Αυστρία, λέγοντας ότι τίποτε δεν τελείωσε και ότι το ακροδεξιό ευρωπαϊκό τόξο πρόκειται πολύ σύντομα να εκπροσωπήσει την κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Πράγματι, η διεθνής άνοδος ακροδεξιών πολιτικών και σχηματισμών τείνει να νομιμοποιήσει σε πιο διευρυμένο βαθμό τις ακροδεξιές, ρατσιστικές, ισλαμοφοβικές, σεξιστικές αντιλήψεις της κοινωνίας. Πάνω σε αυτήν ακριβώς την τάση πατάει σήμερα η Χρυσή Αυγή, επιχειρώντας να πιάσει το νήμα από εκεί που το άφησε και να ξαναβγεί στον αφρό της πολιτικής επικαιρότητας. Εκτιμά προφανώς και η ίδια ότι αφενός έχει να λαμβάνει ψήφους αφετέρου ότι μπορεί να στήσει νέες πολιτικές εκπροσωπήσεις, ειδικά στο έδαφος υποχώρησης των δυνάμεων της αριστεράς, και δη της αντι-ΕΕ αριστεράς, και της αδυναμίας της να συγκροτήσει ένα πρόταγμα αντιπαραθετικό προς τον νεοφιλελευθερισμό. Σημειώνουμε επίσης ότι κατά καιρούς αφήνει να εννοείται ότι επιθυμεί τη βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τη Ρωσία και ότι διατηρεί και σχέσεις με κύκλους που σχετίζονται και με το επίσημο ρώσικο κράτος.
Τέλος, η δίκη της Χρυσής Αυγής έχει ήδη ολοκληρώσει 100 συνεδριάσεις και συνεχίζει ακάθεκτη, με την πολιτική αγωγή και τους αλληλέγγυους να δίνουν τον αγώνα με αυταπάρνηση. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχει λάβει τη δημοσιότητα, που θα αντιστοιχούσε σε μια τόσο σημαντική και πραγματικά ιστορική δίκη, δημοσιότητα που θα έδινε τη δυνατότητα από τη μία να υπάρξει μεγαλύτερη πολιτική πίεση και από την άλλη το ίδιο το κίνημα να πιέσει με τη δυναμική που θα διαμόρφωνε στο παρόν. Σε κάθε περίπτωση, η μονομερής προσέγγιση μιας τέτοιας δίκης ως απλώς ευθύνης των θεσμών και μόνο αφαιρεί τη δυνατότητα για ένα αποτέλεσμα που όχι μόνο θα δικαιώνει την οικογένεια των θυμάτων αλλά και τους αγώνες του ίδιου του αντιφασιστικού κινήματος και θα αποδεικνύει και τυπικά τον πραγματικό ρόλο της Χρυσής Αυγής. Στη δίκη αυτή μάλιστα υπήρξαν και πολύ σημαντικές στιγμές-κόμβοι, όπως –πιο πρόσφατα– η κατάθεση του Σωτήρη Πουλικόγιαννη, και τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά που προσέδωσε στην υπόθεση, και βεβαίως η δικαίωση του Αιγύπτιου αλιεργάτη Ουαλίντ Ταλέμπ, που είχε υποστεί άγριο ξυλοδαρμό από τα ακροδεξιά αφεντικά του, μια δικαίωση που αφήνει σημαντική παρακαταθήκη για την καταδίκη των φασιστικών πρακτικών και της ακραίας επιβολής και εκμετάλλευσης, ειδικά στους χώρους δουλειάς.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το αντιφασιστικό κίνημα θα πρέπει και σήμερα να δώσει τις δυνάμεις του για το βάθεμα της πολιτικοποίησης της δίκης, αλλά και για να σταθεί αλληλέγγυο σε όσες και όσους τολμούν να σηκώσουν το ανάστημά τους απέναντι στους δολοφόνους της Χρυσής Αυγής. Μόνο και μόνο η φυσική παρουσία των αλληλέγγυων στο δικαστήριο αποτυπώνει τόσο την πολιτική πίεση του αντιφασιστικού κινήματος, πόσο μάλλον να τη δυνατότητά του να προστατεύει σωματικά και ψυχικά τους ανθρώπους που δίνουν τη μάχη ενάντια στη φασιστική συμμορία. Ωστόσο, είναι την ίδια στιγμή προφανές ότι ο φασισμός δεν θα εκλείψει αν καταδικαστεί η Χρυσή Αυγή. Και είναι επίσης φανερό ότι ακόμα και σήμερα, ίσως μάλιστα ειδικά σήμερα, που το υπόδειγμα του νεοφιλελευθερισμού αμφισβητείται χωρίς ωστόσο να έχει αναδειχτεί ένα αντιηγεμονικό σχέδιο από την πλευρά της αριστεράς, ο κίνδυνος επανεμφάνισης του φασιστικού φαινομένου ή στοιχεία αυτού δεν έχει αποσοβηθεί – αντιθέτως. Με αυτή την έννοια, ο ρόλος του αντιφασιστικού κινήματος παραμένει κρίσιμος στο πλευρό του ευρύτερου εργατικού και λαϊκού κινήματος, όπως κρίσιμη παραμένει και η ανάγκη επανεμφάνισής του στους δρόμους και στις γειτονιές, η ανάγκη εκ νέου ιδεολογικής παρέμβασής του. Και υπό αυτό το πρίσμα, μια αριστερή, αντιμνημονιακή, αντιευρώ και αντι-Ε.Ε. παρέμβαση έχει ιδιαίτερη ανάγκη το αντιφασιστικό ιδεολογικό στίγμα, τόσο στρατηγικά όσο και τακτικά.
 
της Δέσποινας Παρασκευά – Βελουδογιάννη, μέλους του ΠΣ της ΛΑΕ
& του Χρίστου Τουλιάτου, μέλους της ΠΓ της ΛΑΕ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας