Κρίσιμη η αναδιάρθρωση του χρέους της Αργεντινής προς τους ιδιώτες

αναδιάρθρωση

Ζητείται από τους πιστωτές της Αργεντινής να δεχθούν μια πρόταση που θα μειώσει τη ροή των εσόδων τους αλλά θα τις κάνει βιώσιμες. Μια υπεύθυνη απόφαση θα δημιουργήσει ένα θετικό προηγούμενο, όχι μόνο για την Αργεντινή, αλλά και για το διεθνές οικονομικό σύστημα ως όλον.

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ – Η πανδημία του Covid-19 έχει ωθήσει την ανθρωπότητα προς τη χειρότερη παγκόσμια ύφεση της σύγχρονης εποχής. Η πίεση στα δημόσια οικονομικά έχει γίνει τεράστια, ειδικότερα προς τις αναπτυσσόμενες χώρες που ήταν ήδη ιδιαίτερα υπερχρεωμένες.

Η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα Ηνωμένα Έθνη έχουν ξεκινήσει διάφορες πρωτοβουλίες για να ελαφρύνουν την επιβάρυνση του δημόσιου χρέους σε αυτή την εξαιρετική κατάσταση. Ως πρώτο βήμα, οι χώρες του G20 συμφώνησαν να προσφέρουν ένα μορατόριουμ για το επίσημο διμερές χρέος των 76 φτωχότερων οικονομιών του κόσμου.

Αυτή η στιγμή θέτει το ύστατο τεστ για τη διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική. Η «βιωσιμότητα» είναι ένας όρος συνεχώς παρών στα παγκόσμια χρηματοοικονομικά και τις επενδύσεις, κι αυτό για καλό λόγο. Η αρχή που ενσωματώνει – όπως στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ – αναφέρεται στην οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου. Κι αυτές οι αρχές ταιριάζουν απόλυτα όταν ερχόμαστε στο δημόσιο χρέος των αγωνιζόμενων αναπτυσσόμενων χωρών.

Στον αντίποδα αυτού του σκηνικού παγκόσμιας έκτακτης ανάγκης, η Αργεντινή βρίσκεται στην πιο κρίσιμη στιγμή της διαδικασίας αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της με έναν δημιουργικό τρόπο, με καλή πίστη και με την υποστήριξη όλων των εγχώριων πολιτικών ομάδων. Από το 2016, όταν η χώρα απέκτησε ξανά πρόσβαση στις διεθνείς αγορές, οι πιστωτές του εξωτερικού έπαιξαν ένα στοίχημα συγκεντρώνοντας χρέος με μεγάλα κουπόνια, συμβατό όμως μόνο με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά μεγέθυνσης που δεν επιτεύχθηκαν. Τον Φεβρουάριο, πριν η κρίση του COVID-19 οξυνθεί, το ΔΝΤ κατέληξε ότι το δημόσιο χρέος της Αργεντινής είναι «μη βιώσιμο». Υπάρχει συναίνεση ότι το χρέος είναι αβάσταχτο, με τις πληρωμές τόκων να έχουν διπλασιαστεί ως μερίδιο των δημοσίων εσόδων. Για να το πούμε ωμά, το κόστος αναχρηματοδότησης έχει γίνει υπερβολικά υψηλό.

Μια επαναδιαπραγμάτευση απαιτεί την δέσμευση όλων των μερών. Η Αργεντινή έχει παρουσιάσει στους ιδιώτες πιστωτές της μια υπεύθυνη προσφορά που εκφράζει επαρκώς την ικανότητα πληρωμών της χώρας: μια τριετή περίοδο χάριτος με μια ελάχιστη μείωση στο κεφάλαιο και μια σημαντική μείωση στο επιτόκιο. Η πρόταση συμβαδίζει με την τεχνική ανάλυση του ΔΝΤ, που αναφέρει ότι θα απαιτηθεί μια ουσιαστική ελάφρυνση χρέους από τους ιδιώτες πιστωτές της Αργεντινής για να ανακτηθεί, με υψηλή πιθανότητα, η βιωσιμότητα του χρέους.

Η ελάφρυνση του χρέους είναι ο μόνος δρόμος να πολεμήσουμε την πανδημία και να θέσουμε την οικονομία σε μια βιώσιμη τροχιά. Πριν τη κρίση, η Παγκόσμια τράπεζα εκτιμούσε ότι η αστική φτώχεια στην Αργεντινή βρισκόταν στο 35,5% και η παιδική φτώχεια στο 52,3%. Τα Ηνωμένα Έθνη τώρα θεωρούν την επίπτωση του σοκ στη χώρα ως μία από τις χειρότερες στην περιοχή, με το ΔΝΤ να προβλέπει συρρίκνωση 5,7% του ΑΕΠ το 2020.

Από τους πιστωτές ζητείται η περικοπή της ροής των εσόδων τους, ενώ θα λάβουν εύλογα επιτόκια στο μέλλον. Η Αργεντινή έχει επιβεβαιώσει τη βούλησή της να εξυπηρετήσει το αναδιαρθρωμένο χρέος, ακριβώς επειδή θα γίνει εφικτό με τα νέα, προτεινόμενα επιτόκια. Μόνο μια οικονομία που μεγεθύνεται βιώσιμα μπορεί να ανταποκριθεί στις οικονομικές της δεσμεύσεις διαχρονικά.

Η διαφορά στην αντιμετώπιση κεφαλαίου και τόκων είναι σχεδιασμένη με ακρίβεια για να ανακουφίσει το βάρος από την εξυπηρέτηση του χρέους, ενώ η χώρα πολεμάει τον Covid-19 κι εργάζεται να επαναφέρει την μεγέθυνση. Επίσης, η μείωση του μέσου κουπονιού στα ομόλογα που προσφέρει η Αργεντινή (από το τρέχων μέσο όρο του 7% στο 2,3%) είναι εύλογη, δεδομένου του τρέχοντος παγκόσμιου περιβάλλοντος στα επιτόκια.

Σε αυτή την εξαιρετική στιγμή, η πρόταση της Αργεντινής παρουσιάζει επίσης μια ευκαιρία για τη διεθνή χρηματοοικονομική κοινότητα να δείξει ότι μπορεί να επιλύσει μια κρίση δημόσιου χρέους με έναν διατεταγμένο, αποτελεσματικό και βιώσιμο τρόπο. Η απουσία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους δε θα πρέπει να στερήσει υπερχρεωμένες χώρες από τη δυνατότητα να προστατεύσουν το λαό τους και να επιφέρουν οικονομική ανάκαμψη κατά τη διάρκεια της μεγαλύτερης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που θυμόμαστε.

Πιστεύουμε ότι μια βιώσιμη συμφωνία ωφελεί και τις δύο πλευρές: μια οικονομία 45 εκ. ανθρώπων που αγωνίζεται και τους ίδιους τους πιστωτές. Τώρα είναι η ώρα για τους ιδιώτες πιστωτές να δράσουν με καλή πίστη. Μια υπεύθυνη απόφαση θα δημιουργήσει ένα θετικό προηγούμενο, όχι μόνο για την Αργεντινή, αλλά και για το διεθνές οικονομικό σύστημα ως όλον.

*Joseph E. Stiglitz, Edmund S. Phelps, Carmen M. Reinhart

**Πηγή: Project Syndicate, 6 Μαΐου 2020

***Μετάφραση: Λεωνίδας Βατικώτης

****Αυτό το σχόλιο συνυπογράφεται επίσης από τους εξής διάσημους οικονομολόγους:

Jeffrey D. Sachs, Columbia University, 

Dani Rodrik, Harvard Kennedy School, 

Thomas Piketty, School for Advanced Studies in the Social Sciences, 

Mariana Mazzucato, University College London, 

Kenneth Rogoff, former IMF chief economist and Harvard University, 

Brad Setser, Council on Foreign Relations, 

Ricardo Hausmann, former IADB Chief Economist and Harvard Kennedy School, 

Carlos Ominami, former Economy Minister, Chile, 

Yu Yongding, former member of the Monetary Policy Committee, People’s Bank of China, 

Erik Berglof, former EBRD chief economist and London School of Economics, 

Nora Lustig, Tulane University, 

Nelson Barbosa, former Minister of Finance and Planning, 

Justin Yifu Lin, former World Bank chief economist and Peking University, 

Partha Dasgupta, University of Cambridge, 

Kevin P. Gallagher, Boston University, 

Stephany Griffith-Jones, Columbia University, 

Stephanie Blankenburg, UNCTAD, 

Richard Kozul-Wright, UNCTAD, 

Ricardo French Davis, University of Chile, 

James K. Galbraith, University of Texas, 

Jean-Paul Fitoussi, Sciences Po, 

Amar Bhattacharya, Brookings Institution, 

Robert Boyer, National Scientific Research Council, 

Robert Pollin, University of Massachusetts-Amherst, 

Robert Howse, NYU Law, 

Giovanni Dosi, Scuola Superiore Sant’Anna, 

Juan Carlos Moreno Brid, National Autonomous University of Mexico, 

Josh Bivens, Economic Policy Institute, 

Arjun Jayadev, Azim Premji University, 

David Soskice, London School of Economics, 

Jayati Ghosh, Professor of Economics, Jawaharlal Nehru University, 

Mauro Gallegati, Università Politecnica Delle Marche, 

Natalya Naqvi, London School of Economics, 

Daniela Gabor, UWE Bristol, 

Marcus Miller, University of Warwick, 

John E. Roemer, Yale University, 

William H. Janeway, University of Cambridge, 

Dean Baker, Center for Economic and Policy Research and University of Utah, 

Gerald Epstein, University of Massachusetts-Amherst, 

Anwar Shaikh, New School University, 

Kaushik Basu, Cornell University, 

Matias Vernengo, Bucknell University, 

Philippe Aghion, London School of Economics, 

Anne Laure Delatte, Centre d’Etudes Prospectives et d’Informations Internationales, 

Sudhir Anand, London School of Economics, 

Christoph Trebesch, University of Kiel, 

John Weeks, University of London, 

David Vines, University of Oxford, 

Saskia Sassen, Columbia University, 

Sandra Polaski, Boston University, 

Thomas Pogge, Yale University, 

Rhys Jenkins, University of East Anglia, 

Jurgen Kaiser, Jubilee Germany, 

Gary A. Dymski, University of Leeds, 

Andreas Antoniades, University of Sussex, 

Raphael Kaplinsky, University of Sussex, 

Diane Elson, University of Essex, 

Ernst Stetter, former secretary general, Foundation for European Progressive Studies, 

Ozlem Onaran, University of Greenwich, 

Todd Howland, Office of the United Nations High Commissioner for Human Rights, 

Isabel Ortiz, Columbia University, 

Carolina Alves, University of Cambridge, 

Eric LeCompte, Jubilee USA Network, 

Richard Jolly, University of Sussex, 

Christoph Trebesch, University of Kiel, 

Diego Sanchez-Ancochea, University of Oxford, 

Mark Weisbrot, Center for Economic and Policy Research, 

Lara Merling, International Trade Union Confederation, 

Pedro Mendes Loureiro, University of Cambridge, 

Ilene Grabel, University of Denver, 

Sabri Öncü, CAFRAL, 

David Hall, University of Greenwich, 

Jose Esteban Castro, Newcastle University, 

Andy McKay, University of Sussex, 

Stefano Prato, Society for International Development, 

Rosemary Thorp, University of Oxford, 

Barry Herman, The New School for Public Engagement, 

Andres Aruaz, former Minister of Knowledge and Central Bank General Director, Ecuador, 

Manuel Alcántara, University of Salamanca, 

Alex Izurieta, UNCTAD, 

Michael Cichon, UNU Maastricht, 

Biswajit Dhar, Jawaharlal Nehru University, 

Jens Martens, Global Policy Forum, 

Nicolas Pons-Vignon, University of the Witwatersrand, 

Jean Saldanha, European Network on Debt and Development (Eurodad), 

Leonidas Vatikiotis, Debtfree Project, 

Valpy FitzGerald, University of Oxford, 

Giovanni Andrea Cornia, University of Florence, 

Matthias Thiemann, Sciences Po, 

Yılmaz Akyüz, former chief economist, South Centre, Geneva, 

Stephan Schulmeister, University of Vienna, 

Eduardo Strachman, São Paulo State University, 

Peter Dorman, Evergreen State College, 

C.P. Chandrasekhar, Jawaharlal Nehru University, 

Leopoldo Rodriguez, Portland State University, 

Chris Tilly, University of California Los Angeles, 

Tracy Mott, University of Denver, 

Jeffrey Madrick, Schwartz Rediscovering Government Initiative, 

Günseli Berik, University of Utah, 

Joseph Ricciardi, Babson College, 

Lorenzo Pellegrini, Erasmus University Rotterdam, 

Erinc Yeldan, Bilkent University, 

Sunil Ashra, Management Development Institute, 

Mustafa Özer, Anadolu University, Turkey, 

Rolph van der Hoeven, Erasmus University Rotterdam, 

Al Campbell, University of Utah, 

Antonella Palumbo, Università Roma Tre, 

Arthur MacEwan, University of Massachusetts Boston, 

Neva Goodwin, Tufts University, 

Korkut Boratav, Turkish Social Science Association, 

Michael Ash, University of Massachusetts-Amherst, 

Alicia Puyana, Facultad Latinoamericana de Ciencias Sociales, Mexico, 

John Willoughby, American University, 

Marco Palacios, El Colegio de Mexico, 

Reza Mazhari, Gonbad Gavous University, Iran, 

Ann Markusen, University of Minnesota, 

Renee Prendergast, Queens University, 

Michael Moore, University of Warwick, 

Carlos A. Carrasco, Universidad de Monterrey, Mexico, 

Robert Lynch, Washington College, 

John Schmitt, Economic Policy Institute, 

Venkatesh Athreya, Bharathidasan University, 

Jeff Faux, Economic Policy Institute, 

Kunibert Raffer, University of Vienna, 

Jenik Radon, Columbia University, 

Maria Joao Rodrigues, Foundation for European Progressive Studies, 

Stephanie Seguino, University of Vermont, 

Gustavo Indart, University of Toronto, 

Cyrus Bina, University of Minnesota, 

Alberto Minujin, The New School, 

Philip Alston, NYU, 

Sudhir Anand, London School of Economics, 

José Gabriel Palma, Cambridge University, 

Michael A. Cohen, The New School, 

Jeff Powell, University of Greenwich, and 

Rob Johnson, President, INET. 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας