Προ πολλών ημερών μιλώντας ο κ. Γιώργος Κιμούλης, καλεσμένος από τον Νίκο Μπογιόπουλο στον Real FΜ, είπε ότι για πολλούς από τους ανθρώπους που πέρασαν από διάφορες συλλογικότητες της Αριστεράς το αποτέλεσμα ήταν -ανάμεσα σε άλλα- και τραυματικό. Ή μάλλον, για να αποδώσω καλύτερα όσα είπε, μίλησε για «τραύμα». Συνδύασε τη «συλλογικότητα» με το «τραύμα». Και είπε την αλήθεια.
Χρειάσθηκε να μεγαλώσουμε για να διαπιστώσουμε ή για να παραδεχθούμε ότι λογική και συλλογικότητα δεν συμβαδίζουν πάντα (παρά τα αντίθετα που μαρτυρά η γλώσσα). Οπως δεν συμβαδίζουν επίσης πάντα η συντροφικότητα με την ηθική καθώς και άλλες έννοιες που στα νιάτα μας, καθώς αλλάζαμε κόσμο (για να αλλάξουμε τον κόσμο), θεωρούσαμε αλληλένδετες, παράλληλες και αλληλοτεμνόμενες.
Ποτέ δεν ήταν έτσι. Ή ίσως να ήταν για κάποιους, καλύτερους από μας, αλλά όχι για τους περισσότερους από μας. Το αποτέλεσμα αποδεικνύει το θεώρημα. Από όσους μπήκαν στα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς μετά τη Μεταπολίτευση, οι περισσότεροι εξήλθαν, νωρίτερα ή αργότερα, συμποσούμενοι σε δύο κυρίως κατηγορίες. Η πρώτη συναπαρτίζεται από εκείνους που έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους και άλλαξαν μυαλά. Αλλοι στελέχωσαν άλλα κόμματα, άλλοι βγήκαν στην αγορά, άλλοι στον Τύπο, άλλοι ιδιώτευσαν, άλλοι έγιναν ακόμα και αντικομμουνιστές – δεν κρίνω κανέναν. Η δεύτερη κατηγορία συναπαρτίζεται από εκείνους που παρέμειναν αριστεροί και συνέχισαν μέσα από άλλες συλλογικότητες ή κατά μόνας την αναζήτηση του Αγίου Δισκοπότηρου.
Ομως, γιατί το «τραύμα» στο οποίο αναφέρθηκε ο κ. Κιμούλης; Για δύο λόγους, νομίζω. Ο πρώτος αφορά στον υπέρμετρο συναισθηματισμό πολλών από μας που ήθελαν να πιστεύουν ότι ο κόσμος της Αριστεράς ήταν εξ ορισμού αγγελικά πλασμένος. Ο δεύτερος αφορά στην ίδια την πολιτική, τη σχέση της θεωρίας με την πράξη, τη διαμόρφωση των χαρακτήρων, την αίσθηση και την αισθητική, αλλά κυρίως
στο κατά πόσον μια αριστερή συλλογικότητα επιτρέπει και, επιπλέον, ευνοεί την απελευθέρωση του προσώπου ή αν αντιθέτως το ωθεί σε μια εξίσωση προς τα κάτω διανθισμένη με φιοριτούρες περί ισότητας – στην πραγματικότητα ισοπέδωσης.
Κι έτσι, στην πορεία μας μέσα από τις κολεκτίβες της Αριστεράς συναντήσαμε και βαθιά φιλοσοφημένους κομμουνιστές ή άλλων πεποιθήσεων αριστερούς, αλλά και μισανθρώπους μιας αλαζονικής ελίτ, όπως και σταλινώδεις πολποτικούς που συνήθως (πότε οι μεν, πότε οι δε) κατάφερναν να κάνουν τις σημαίες μας σαν τη γυναίκα του Λωτ. Από τη μία ένας αστικός αριστερισμός και από την άλλη ένας χυδαίος εργατισμός και ιδού το «τραύμα» που λέει ο κ. Κιμούλης.
Η γενιά που τα πέρασε όλα αυτά και άλλα πολλά βρίσκεται τώρα στο μετά της μέσης ηλικίας. Τα προσωπικά τραύματα του καθενός μας ή και τα μη τραύματα εκείνων που έζησαν όλην αυτήν την Οδύσσεια διαφορετικά από τους τραυματισθέντες, συνδυάζονται με τα συλλογικά τραύματα από την πορεία της Αριστεράς στην Ευρώπη και τον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες. Μια Αριστερά που είτε ως υπαρκτός σοσιαλισμός, είτε ως ευρωκομμουνισμός, είτε ως εθνικοαπελευθερωτικό-αντιαποικιακό κίνημα, υπέκυψε στα τραύματα που προκάλεσε στον εαυτόν της και σε όσους την ενστερνίσθηκαν, αφήνοντας πίσω της επίσης ένα τραύμα. Υπό μορφήν μαύρης τρύπας.
Ισως λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ να βρέθηκε στην οπισθοφυλακή αυτής της πορείας. Εκλήθη από την Ιστορία σε μια ύστερη για την Αριστερά εποχή και αντί να γίνει το πρελούδιο μιας νέας προσπάθειας, έγινε ο επίλογος ενός τετελεσμένου παρελθόντος.
Δυο χρόνια τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και ο μόνος στην ελληνική επικράτεια που πιστεύει ακόμα ότι αυτό το πράμα είναι Αριστερά, είναι ο κ. Αρης Πορτοσάλτε.
Ομως, για να σοβαρευτούμε, σήμερα η Αριστερά και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη συνιστά ένα πολιτικό και κοινοβουλευτικό παράδοξο. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η αντιμνημονιακή διάθεση του λαού μεγεθύνεται, η έξοδος από το ευρώ εξετάζεται σε ποσοστά που προ ολίγων μηνών θα ήταν αδιανόητα, αλλά η Αριστερά που θα μπορούσε να εκφράσει αυτές τις τάσεις παραμένει συρρικνωμένη και πάντως δεν αυξάνεται.
Στη Βουλή κυριαρχούν μνημονιακά κόμματα, ενώ στην κοινωνία κυριαρχούν αντιμνημονιακά αισθήματα. Το βολικό (για τις κυρίαρχες δυνάμεις) αυτό παράδοξο δεν φαίνεται ότι θα ανατραπεί από τις επόμενες εκλογές, καθώς οι δυνάμεις της Αριστεράς που θα μπορούσαν να εκφράσουν τις προσδοκίες του λαού είναι κατακερματισμένες.
Εδώ μάλιστα συμβαίνει και η εξής ιστορική περιπλοκή. Ενώ ο λαός προβληματίζεται για τα μνημόνια ή την πιθανή έξοδο από το ευρώ, η Αριστερά που προβληματίζεται για τα ίδια δεν προτείνει στο σύνολό της στους πολίτες ευδιάκριτη στρατηγική. Αν, δηλαδή, υποθέσουμε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες ωριμάζουν, οι υποκειμενικές υπολείπονται. Και για τούτο δεν φταίει μόνον η κυρίαρχη προπαγάνδα -αυτή τη δουλειά της κάνει- αλλά και η Αριστερά που αντιδρά ανεπαρκώς.
Οταν, για παράδειγμα, η ρητορική του νεοφιλελευθερισμού οργιάζει κατηγορώντας τον λαό για «λαϊκισμό» (συνεπικουρούμενη από την Αριστερά που Γονάτισε) και η Αριστερά που Αντιστέκεται τριχοτομεί την τριχοτόμησή της, τότε ο λαός μένει στη μοναξιά του, στην αποχή του, στην αποστροφή του.
Λένε για τους Ρωμιούς «δυο Ελληνες, τρία κόμματα». Θα μπορούσε, συνεπώς, για τους Ελληνες αριστερούς να ειπωθεί «δυο αριστεροί, σαράντα απόψεις». Πράγμα που δεν είναι απαραιτήτως κακό. Μάλιστα, στα Ηλύσια Πεδία θα ήταν τρε σικ και κάργα αριστοκρατικό. Στο Κερατσίνι όμως που θερίζει η Χρυσή Αυγή και στις οικογένειες που ζουν όλοι από μια σύνταξη κουτσή, η Αριστερά προκαλεί τραύματα. Οχι πλέον τραύματα μόνον σε αυτούς που υπήρξαν μέσα της, αλλά τραύματα και σε αυτούς «εκεί έξω» που την έχουν ανάγκη.
Βρίσκουμε πάρα πολλές (και κατά το μάλλον ή ήττον σωστές) εξηγήσεις για την άνοδο της Ακροδεξιάς. Εξηγήσεις όμως για την καθήλωση της Αριστεράς; Βεβαίως, η Ιστορία δεν πρόκειται να καθηλωθεί, θα προχωρήσει. Οι πιθανότητες όμως να προχωρήσει «διά πυρός και σιδήρου» αυξάνονται δραματικά. Κι αυτό δεν είναι απαραιτήτως επαναστατικό…
***
Η Σοβιετική Ενωση απέδειξε ότι η εργατική τάξη μπορεί να πάρει την εξουσία, δεν απέδειξε όμως ότι το προλεταριάτο μπόρεσε να ασκήσει αυτήν την εξουσία προς όφελός του και προς όφελος όλου του λαού. Η κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν οδήγησε στην απελευθέρωση των ανθρώπων, ούτε στη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Στον απόηχο μιας εποποιίας (στον κόσμο και στην Ελλάδα) ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά σήμερα ως ένα κακέκτυπο, ένα κλεψίτυπο της Αριστεράς. Που καταργεί τη διδασκαλία του «Επιταφίου» και της «Αντιγόνης» στα σχολεία και χύνει το αίμα του λαού στους βωμούς της υποτέλειας στους νεοναζί (ω ναι) κυβερνώντες την Ενωση, υπέρ του εξωφρενικού πλουτισμού των γελοίων, υπέρ των πολέμων, στρατιωτικών και οικονομικών, που εξαπολύουν τα τέρατα.
Η Αριστερά που δεν κάνει τη διαφορά δεν είναι Αριστερά. Η επιχειρηματολογία του συμψηφισμού -αν ο Πολάκης είναι καλύτερος απ’ τον Αδώνιδα– ενώ οι ίδιοι μηχανισμοί συνεχίζουν να λυμαίνονται την Υγεία, δεν είναι ούτε λογική ούτε ηθική επιχειρηματολογία.
Τα τραύματα του κάθε αριστερού από την Αριστερά είναι δική του υπόθεση -το πολύ προς συζήτησιν στις παρέες μεταξύ μας- τα τραύματα όμως που προκαλεί στους «αθώους του αίματος» είναι εθνική υπόθεση. Αυτά τα τραύματα σκοτώνουν, αυτή η «Αριστερά» σκοτώνει την Αριστερά. Και πληγώνει την πατρίδα το ίδιο με εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις που την έφεραν ως αυτό το χάλι.
Ο Τσίπρας και οι συν αυτώ θα γιορτάσουν τα δύο έτη στη διακυβέρνηση. Δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Θα γιορτάσουν επιλεκτικά. Δεν θα γιορτάσουν τις αυτοκτονίες που συνεχίζονται, αλλά θα γιορτάσουν την αύξηση της συγκομιδής των φόρων (πράγμα στο οποίον όντως αρίστευσαν, υπερβαίνοντες ακόμη και τους τελώνες της ρωμαϊκής εποχής ή τους οθωμανούς φοροεισπράκτορες). Η «Αριστερά» αυτή θα πέσει – είναι πλέον θέμα χρόνου. Δεν υπήρξε, ούτε θα είναι -για όσο συνεχίσει- μια «παρένθεση», αλλά μια ταφόπλακα. Πάνω σε αυτά που περίμενε ο κόσμος από την Αριστερά, είτε την υπερψήφισε είτε όχι.
Και κατά τούτο θα είναι παράξενη αυτή η γιορτή. Των άδειων ενδυμάτων…
***
Οσο για την πραγματικότητα; Το φυσικό των ανθρώπων είναι να πηγαίνουν για μετά τα τραύματα. Κι έτσι θα γίνει, δεν γίνεται αλλιώς…
Πηγή: enikos.gr