Τα τεκταινόμενα στο 37ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Καλαμάτα, αλλά και όσα προηγήθηκαν σε Εργατικά Κέντρα και στην ΟΙΥΕ, από τις δυνάμεις του εργοδοτικού–κυβερνητικού συνδικαλισμού και από τις παρεμβάσεις των δυνάμεων του ΠΑΜΕ, αποκαλύπτουν τη βαθιά σήψη και αποξένωση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ από τα βάσανα και τις αγωνίες της Εργατικής Τάξης, που είναι η τρομοκρατία και η ανασφάλεια στους χώρους δουλειάς, τα εργατικά ατυχήματα και δυστυχήματα, η απλήρωτη και ελαστική εργασία, η ανεργία και η μετανάστευση των παιδιών της και τελευταία και ο εκπλειστηριασμός και η απώλεια της περιουσίας της.
Τα γεγονότα αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να επισκιάσουν τις ευθύνες που έχουν οι ηγεσίες των δυνάμεων του εργοδοτικού – κυβερνητικού συνδικαλισμού ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ – ΕΑΚ, οι οποίες είναι αποκλειστικά υπόλογες για τον σημερινό εκφυλισμό, την απαξίωση και διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος στη χώρα μας.
Οι δυνάμεις αυτές είναι ενσωματωμένες και προσδεδεμένες πλήρως στις επιλογές του αστικούπολιτικού και οικονομικού κατεστημένου της χώρα μας και δεν πιστεύουν στις δυνάμεις της τάξης που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Η πολιτική αυτή της ταξικής συνεργασίας, της ενσωμάτωσης και του κοινωνικού εταιρισμού έχει κάνει αυτήν την ηγεσία να είναι ο προνομιακός συνομιλητής με την τρόικακαι τα διεθνή καπιταλιστικά οικονομικά κέντρα και να θεωρείται «του χεριού της» από την εργοδοσία, τον ΣΕΒ και την εκάστοτε κυβέρνηση της χώρα μας.
Αυτό το βλέπουν οι εργαζόμενοι και γι’ αυτό έχουν γυρίσει την πλάτη τους σ’ αυτή την «ηγεσία». Στα συνδικάτα του ιδιωτικού τομέα, δυστυχώς, σήμερα είναι ενταγμένο κάτω από το 10% της εργατοϋπαλλήλων και πολύ λιγότερο συμμετέχει στη ζωή και δράση τους. Αυτό αποτελεί «βούτυρο στο ψωμί» των εργοδοτών και των κυβερνήσεων και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει, αν θέλουν οι εργαζόμενοι να δουν μια άσπρη μέρα και να ζουν μια ζωή με αξιοπρέπεια.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει με τη στάση που ακολουθει η ηγεσία των δυνάμεων του ΠΑΜΕ. Πρώτον, γιατί όπου το παίρνει, χρησιμοποιεί και αυτό παρόμοιες μεθόδους και πρακτικές, και δεύτερον, γιατί αντιπαλεύει αυτούς τους μηχανισμούς με παρόμοια μέσα. Η χρήση τηςβίας και της τρομοκρατίας, για να να λύσει τις διαφορές, δεν αποτελούν στοιχείο της Εργατικής Τάξης. Αυτή, αυτά τα έχει βιώσει στο παρελθόν και τα βιώνει και σήμερα στο πετσί της, από την εργοδοσία και της δυνάμεις της κρατικής καταστολής. Η πρακτική αυτή έχει το ίδιο αποτέλεσμα: κάνει ακόμα πιο αποκρουστική την εικόνα των συνδικάτων στα μάτια των εργαζομένων. Αν νομίζει του ΠΑΜΕ ότι με αυτές τις πρακτικές θα αλλάξει την κατάσταση, είναι βαθιά γελασμένο. Το πολύ πολύ να κερδίσει ένα «άδειο πουκάμισο» και να γίνει «Χαλίφης στη θέση του Χαλίφη».
Εμείς ως ΜΕΤΑ έχουμε τονίσει ότι το συνδικαλιστικό κίνημα χρειάζεται επαναθεμελίωση σε νέες βάσεις, όπου την κατάσταση της ανασυγκρότησής του θα την πάρουν στα χέρια τους οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Η σημερινή του δομή αναπαράγει την γραφειοκρατία, τον παραγοντισμό και την αποξένωση και έχει φάει πλέον τα ψωμιά της.
Χρειάζεται ο περιορισμός και η κατάργηση της αντιπροσωπευτικής του λειτουργίας, που οδηγεί στην ανάθεση και στον εφησυχασμό των μελών των συνδικάτων και η ενίσχυση των μορφών της άμεσης δημοκρατίας και του οριζόντιου συντονισμού τους και κυρίως η ενεργή συμμετοχή των εργαζομένων στη ζωή και τη δράση τους. Τα αντιπροσωπευτικά συνέδρια των δευτεροβάθμιων και τριτοβάθμιων οργανώσεων έχασαν κάθε αξία, αφού κατάντησαν μια κοινοβουλευτική πασαρέλα, πολλές φορές σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε τουριστικά προορισμούς και έχουν ως μοναδικό σκοπό την ανάδειξη των ηγεσιών τους. Με την πρακτική που ακολουθούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ αδικούν τον εαυτό τους και φαίνονται σαν να μην ενδιαφέρονται για μια τέτοια προοπτική ανασυγκρότησης των συνδικάτων.
Το μόνο θετικό απ’ αυτή την κατάσταση της σήψης και της δυσοσμίας είναι ότι γίνεται πλέον πιο καθαρό σε κάθε τίμιο αγωνιστη συνδικαλιστή και εργαζόμενο, ανεξάρτητα παραταξιακής ή αλλης τοποθέτησής του, η ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση για την υπέρβαση της σημερινής κατάστασης του κατακερματισμού, της γραφειοκρατίας και της διαίρεσης σε συνδικάτα ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και της συγκρότησης ενιαίων και ισχυρών πρωτοβάθμιων συνδικάτων, που τον πρώτο λόγο στην ανάδειξη της ηγεσίας τους και στον προσανατολισμό και στις αποφάσεις τους θα τον έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι.