Συρία, Αίγυπτος, Τουρκία. Το ότι ο Ρώσος πρόεδρος Vladimir Putin είναι σε θέση να επισκέπτεται μέσα στο ίδιο 24ωρο τις τρεις αυτές χώρες της Μέσης Ανατολής θα πρέπει να θεωρηθεί άκρως συμβολικό. Για την ακρίβεια, μοιάζει σαν κίνηση βγαλμένη από τα πιο τρελά όνειρα της ρωσικής διπλωματίας από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης.
Η επίσκεψη στο Κάιρο ήταν προγραμματισμένη από καιρό. Αποτυπώνει τις θερμές σχέσεις που καλλιεργεί με τη Μόσχα η χώρα που κατά τα λοιπά αποτελεί τον μεγαλύτερο αποδέκτη αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας παγκοσμίως (μετά το Ισραήλ), τον μεγαλύτερο αντίπαλο της Τουρκίας στην περιοχή (μετά την ανατροπή από την προεδρία του Mohammad Morsi της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) και τον πιστότερο ακόλουθο της Σαουδικής Αραβίας στην οποία μάλιστα πρόσφατα χάρισε με δικαστική απόφαση δύο διαφιλονικούμενες νησίδες στα στενά του Τιράν. Η γαλαντομία των Σαούντ είναι όρος επιβίωσης για την προβληματική αιγυπτιακή οικονομία.
Η επίσκεψη στην Άγκυρα προέκυψε την προηγούμενη εβδομάδα σε τηλεφωνική επικοινωνία των δύο ηγετών. Έδωσε την ευκαιρία στους Vladimir Putin και Tayyip Erdogan να συναντηθούν ούτε λίγο ούτε πολύ για έβδομη φορά εντός του 2017 – με την ατζέντα να σημαδεύεται από το ζήτημα της Συρίας, αλλά αυτή τη φορά και από την “κρίση της Ιερουσαλήμ”, που ξέσπασε μερίμνη του Donald Trump. Άλλωστε ο Tayyip Erdogan πρόκειται, ως ηγέτης της προεδρεύουσας χώρας, να φιλοξενήσει την Τετάρτη την έκτακτη συνεδρίαση του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας για το θέμα της Ιερουσαλήμ, ενώ ήδη πρωταγωνιστεί σε έναν ιδιόμορφο πόλεμο λέξεων με τον ισραηλινό πρωθυπουργό Binyamin Netanyahu.
Όμως η πραγματική είδηση της ημέρας προέκυψε από την απροειδοποίητη στάση που πραγματοποίησε ο Ρώσος πρόεδρος, κατευθυνόμενος προς Κάιρο, στην ρωσική αεροπορική βάση του Hmeimim στη Συρία, όπου τον υποδέχθηκε θερμά ο Σύρος πρόεδρος Bashar al Assad. Επρόκειτο για επίδειξη δύναμης: ο Ρώσος πρόεδρος εμφανίσθηκε να ανταποδίδει την επίσκεψη-έκπληξη του Assad στη Μόσχα τον Νοέμβριο (την δεύτερη όλη και όλη έξοδο του Σύρου προέδρου εκτός συνόρων μετά από εκείνη του 2015, επίσης στη Μόσχα, κατά την έναρξη της εμπλοκής των συριακών δυνάμεων στο συριακό μέτωπο), αλλά και να ανακοινώνει στους εκεί υπηρετούντες Ρώσους στρατιώτες την νικηφόρο ολοκλήρωση των επιχειρήσεών τους. Φυσικά, η βάση του Hmeimim, όπως και οι λοιπές στρατιωτικές διευκολύνσεις που εξασφάλισε η Ρωσία στη Συρία, θα παραμείνουν για δεκαετίες, όμως η λειτουργία τους, σύμφωνα με το μήνυμα του Ρώσου ηγέτη, περνά σε κατάσταση ειρηνικής περιόδου – εκτός και αν οι τζιχαντιστές “ξανασηκώσουν κεφάλι”, οπότε, κατά Putin, θα δεχτούν αεροπορικούς βομβαρδισμούς “που δεν έχουν ξαναδεί”.
Ο συμβολισμός της επίσκεψης δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Putin έδωσε τη διαταγή να αρχίσει η σταδιακή απόσυρση των ρωσικών δυνάμεων. Η παρουσία των δύο προέδρων στο Hmeimin έρχεται σε μία στιγμή κατά την οποία οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους αναπτύσσουν τη φιλολογία ότι πιστώνονται με την ήττα των τζιχαντιστών, αλλά και διακηρύσσουν ότι η (παράνομη) αμερικανική στρατιωτική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία θα πρέπει να διαιωνισθεί, για τον φόβο της αναβίωσης του Ισλαμικού Κράτους (τον οποίο βέβαια καθιστά πιο πιθανό λ.χ. η ασφαλής αποχώρηση από την Ράκα την οποία συμφώνησαν οι τζιχαντιστές με τον διεθνή συνασπισμό, όπως έκανε γνωστό το BCC).
Μια πινελιά ιλαρότητας έδωσε στην όλη συζήτηση η δήλωση του Γάλλου υπουργού Άμυνας Jean–Yves le Drian ότι η Ρωσία οικειοποιείται τη νίκη του διεθνούς συνασπισμού κατά του Ισλαμικού Κράτους. Σε απαντητική ανακοίνωσή του το ρωσικό υπουργείο Άμυνας υπενθύμισε ότι “με την υποστήριξη της ρωσικής αεροπορίας οι συριακές ένοπλες δυνάμεις ελευθέρωσαν από το Ισλαμικό Κράτους εκατοντάδες οικισμούς, με αποτέλεσμα το σύνολο σχεδόν της επικράτειας να επιστρέψει υπό τον έλεγχο της νόμιμης κυβέρνησης, ενώ κατά το ίδιο διάστημα ο διεθνής συνασπισμός ήταν αφοσιωμένος στο να καταπολεμά τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, ακόμη και με αεροπορικά πλήγματα, όπως στην Deir Ezzor”. Κατά το ρωσικό υπουργείο Άμυνας “στα τρία χρόνια της ύπαρξής του ο συνασπισμός μόλις πρόσφατα άρχισε για πρώτη φορά να πλήττει το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία – με τον μαζικό βομβαρδισμό της Ράκκα και των αμάχων κατοίκων της”.
Το “ποιός νίκησε τους τζιχαντιστές” δεν είναι μια φιλολογική διερώτηση. Συνδέεται με το πολύ πιο επίκαιρο ζήτημα του ποιος θα ορίσει τα χαρακτηριστικά της “επόμενης μέρας” στην περιοχή – και αυτό σε μία στιγμή που το διαφαινόμενο τέλος της αιματοχυσίας στη Συρία (με απώλειες και πολλών δισεκατομμυρίων για τους χρηματοδότες της επιδιωχθείσας “αλλαγής καθεστώτος”) μοιάζει σαν να δίνει τη σκυτάλη στο άνοιγμα νέων μετώπων, όπως δείχνει το τελευταίο διάστημα η κρίση του Κατάρ, οι εκκαθαρίσεις στη Σαουδική Αραβία και τώρα η ανάδειξη του θέματος της Ιερουσαλήμ.
Για μεν το μέλλον της Συρίας, η Ρωσία (και όσοι, όπως ο Erdogan κατόρθωσαν απροσδόκητα να βρεθούν πλάι της, πηδώντας στο βαγόνι των νικητών) ήδη δρομολογούν τα πράγματα με τη λεγόμενη “Διαδικασία της Αστάνα”. Όμως η πρόσφατη ανάδειξη του ιστορικό πυρήνα των προβλημάτων της περιοχής, δηλ. της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύγκρουσης, επίσης βρίσκει τη Ρωσία.
Η επιλογή του Donald Trump να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ φέρνει στην αιχμή της επικαιρότητας το Μεσανατολικό ζήτημα, και μάλιστα την πιο ευαίσθητη πτυχή του, τη στιγμή που αυτό έμοιαζε πλήρως απωθημένο από άλλες οξύτατες κρίσεις (Συρία, Υεμένη κτλ.), αλλά και από την συντριπτική στρατιωτικο–διπλωματική υπεροχή του Ισραήλ στον συσχετισμό δυνάμεων. Παράλληλα, η κίνηση Trump απαξιώνει τις ΗΠΑ ως (αποκλειστικό) μεσολαβητή, εφόσον εμφανώς πλέον ταυτίζονται με τις επιδιώξεις της μίας πλευράς και συνεπώς διανοίγει χώρο για νέους επίδοξους διαιτητές, αποδεκτούς από όλες τις πλευρές, όπως η Ρωσία. Η περιοδεία-εξπρές του Putin στα ζεστά νερά της Μεσογείου έρχεται στην πιο κατάλληλη στιγμή.