Οι ερημίτες του πλανήτη: Δεν έμαθαν ούτε για τον Β’-παγκόσμιο πόλεμο

Η ιστορία είναι απίστευτη!

Είναι όμως 100% αληθινή με ντοκουμέντα και φωτογραφίες.

Αποτελεί μοναδική στην σύγχρονη κοινωνία και αποδεικνύει ότι στην γη υπάρχουν ακόμα περιοχές εντελώς ανεξερεύνητες που μπορεί κάποιος να κρυφθεί, ακόμα και όταν ολόκληρη η υφήλιος, συγκλονίζεται από παγκόσμιους πολέμους.

Οι πρωταγωνιστές της το κατόρθωσαν για…40 χρόνια και τα ίχνη τους αποκαλύφθηκαν εντελώς τυχαία!

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΛΙΑ ΣΤΗΝ ΣΙΒΗΡΙΑ

Το 1978 τέσσερις γεωλόγοι  πετούσαν με ελικόπτερο πάνω από την πλούσια σε μεταλλεύματα αλλά σχεδόν πλήρως ακατοίκητη τάιγκα (βόρειο δάσος) στη νότια Σιβηρία ψάχνοντας για σιδηρομεταλλεύματα. Κάποια στιγμή ο πιλότος παρατήρησε κάτι που δεν… ταίριαζε με την υπόλοιπη περιοχή: ανάμεσα στα κωνοφόρα δέντρα ξεχώριζε ένας κήπος, ο οποίος ήταν ξεκάθαρα φτιαγμένος από ανθρώπους.

 Βρίσκονταν τουλάχιστον 250 χιλιόμετρα μακριά από την τελευταία ένδειξη ανθρώπινης ζωής και χιλιάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της γης σε ένα σημείο όπου θεωρείται σχεδόν αδύνατο να ζήσει κάποιος άνθρωπος.

Κι όμως ο φροντισμένος κήπος βρισκόταν εκεί κάτι που δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ότι και οι άνθρωποι βρίσκονταν εκεί. 

Οι γεωλόγοι αποφάσισαν να προσγειώσουν το ελικόπτερό τους σε ένα κοντινό σημείο και να δουν αν όντως υπήρχαν άνθρωποι εκεί. Πήραν μαζί τους τρόφιμα ως δώρα ελπίζοντας ότι θα φανεί σαν μια κίνηση καλής θέλησης. Ωστόσο, ένας είχε πάνω του κρυμμένο κι ένα όπλο σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.

Φτάνοντας στην περιοχή, η ομάδα ανακάλυψε ότι εκεί υπήρχε μια μικρή κατοικία.

 «Μαυρισμένη από τον χρόνο και την βροχή, το σπίτι είχε παντού γύρω του στοιβαγμένα πράγματα από την τάιγκα: φλοιούς δέντρων, κούτσουρα και σανίδες. 

Αν δεν υπήρχε ένα μικρό παράθυρο στο μέγεθος… τσέπης θα ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι εκεί ζουν άνθρωποι», ανέφερε αργότερα η γεωλόγος Γκαλίνα Πισμένσκαγια, η οποία ήταν μέλος της ομάδας.

Λίγο αργότερα μια φιγούρα εμφανίστηκε. Ήταν ένας άντρας με μεγάλο, άγριο μούσι και χειροποίητα ρούχα.

 «Γεια σου παππού. Ήρθαμε επίσκεψη», του είπε η Πισμένσκαγια.

Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, ο άντρας μίλησε: 

«Αφού ταξιδέψατε τόσο μακριά μέχρι εδώ, μπορείτε να έρθετε μέσα», είπε.

Όπως αποδείχθηκε το όνομα του άντρα ήταν Καρπ Λίκοφ και τους αποκάλυψε την ιστορία του. 

Αυτός και η οικογένειά του ζούσαν στα βουνά της Σιβηρίας σε πλήρη απομόνωση από τον κόσμο για περισσότερα από 40 χρόνια.

Η ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗΣ

Στα μέσα του 17ου αιώνα (1666-1667), η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με τον Πατριάρχη Νίκωνα προχώρησε σε μια σειρά από εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με το τυπικό της ελληνορθόδοξης εκκλησίας.

Αν και οι περισσότεροι Ρώσοι δέχτηκαν αναντίρρητα να κάνουν τον σταυρό τους με τον τρόπο που τον κάνουν οι ελληνορθόδοξοι καθώς και όλες τις υπόλοιπες αλλαγές μιας και έμοιαζαν επουσιώδεις, μια σειρά από πιστούς θεώρησαν όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις βλάσφημες και προωθημένες από μια κεντρική εκκλησία, την οποία οι ίδιοι δεν στήριζαν.

 Ήταν τόσο αφοσιωμένοι στις παραδοσιακές πρακτικές που πολλοί από αυτούς τους «Παλαιούς Πιστούς» όπως πλέον ονομάζονταν προτίμησαν να απομονωθούν παρά να ακολουθήσουν τις νέες οδηγίες.

Έτσι, προέκυψε το σχίσμα εντός της Ρωσικής Εκκλησίας, το οποίο είναι γνωστό ως «Ρασκόλ» (διαχωρισμός). 

Οι επίσημες αρχές άρχισαν να διώκουν τους Παλαιούς Πιστούς και σε πολλές περιπτώσεις τους φυλάκιζαν, τους βασάνιζαν και ακόμα τους εκτελούσαν.

Οι Λίκοφ, βαθιά πιστοί Χριστιανοί του παλαιού δόγματος, έφτασαν σε οριακό σημείο το 1936.

 Τότε, ο αδερφός του Καρπ δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους.

 Νιώθοντας πια ότι η πίστη τους τούς βάζει σε κίνδυνο, ο Καρπ μαζί με την σύζυγό του Ακουλίνα και τα δύο παιδιά τους, τον εννιάχρονο Σαβίν και την δίχρονη Νατάλια, αποφάσισαν να αφήσουν το σπίτι τους και να πάνε να ζήσουν στην απομονωμένη, άγρια Σιβηρία.

ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΣΤΟ ΧΙΟΝΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΓΩΝΙΑ

Σε αυτό το παγωμένο, αλλά ασφαλές από τους ανθρώπους, δάσος έφτιαξαν το νέο τους σπίτι.

 Έχτισαν μια καλύβα με ένα μόνο δωμάτιο απ’ όσα υλικά μπορούσαν να βρουν εκεί. 

Δεν είχαν ηλεκτρισμό ή υδραυλικά και επιβίωναν τρώγοντας πατάτες, καρπούς, σίκαλη, βατόμουρα και ότι άλλο μπορούσε να τους παρέχει η γη. 

Τα παπούτσια τους ήταν φτιαγμένα από φλοιό ξύλου και όταν τα ρούχα που είχαν φέρει μαζί τους δεν μπορούσαν πια να επιδιορθωθούν άλλο, έφτιαξαν καινούρια από κάνναβη.

Παρόλο που οι συνθήκες της ζωής τους ήταν εξαιρετικά αντίξοες, η οικογένεια συνέχισε να μεγαλώνει. 

Ο γιος τους, Ντμίτρι, γεννήθηκε το 1940 και η κόρη τους, η Αγκάφια, το 1943.

Πράγματα που είναι μια απλή ρουτίνα στον υπόλοιπο κόσμο, για την οικογένεια ήταν ένας πραγματικός αγώνας επιβίωσης.

 Ο σκληρός, παγωμένος καιρός της Σιβηρίας αποτελούσε καταστροφή για τις λιγοστές προμήθειες τροφίμων της οικογένειας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης έλλειψης παραγωγής, η Ακουλίνα συχνά έδινε το δικό της μερίδιο φαγητού για να διασφαλίσει ότι τα παιδιά της θα έχουν κάτι να φάνε.

 Τελικά πέθανε από λιμοκτονία το 1961.

ΔΕΝ ΕΜΑΘΑΝ ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Όταν πια οι γεωλόγοι βρήκαν την οικογένεια, οι Λίκοφ έμεναν μακριά από τον κόσμο για περίπου 40 χρόνια. 

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού, αλλά οι Λίκοφ δεν έμαθαν ποτέ ότι υπήρξε.

 Ο Καρπ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι άνθρωποι έχουν πάει στο φεγγάρι.

Οι διάφορες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα ήταν φυσικά κάτι άγνωστο  σε αυτούς και έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για όσα τεχνολογικά αντικείμενα τους έδειχναν. Ειδικά, ο Ντμίτρι εντυπωσιάστηκε από ένα κυκλικό αλυσοπρίονο που μπορούσε να κόψει μέσα σε μια στιγμή ξύλα που ο ίδιος θα χρειαζόταν ώρες ή μέρες για να τα κόψει.

 Ο Καρπ από την άλλη ενθουσιάστηκε από το αλάτι που του έκαναν δώρο οι επιστήμονες λέγοντας ότι ήταν «πραγματικό βασανιστήριο» να ζεις χωρίς αυτό.

Οι Λίκοφ τελικά αποδείχτηκε ότι είχαν και την αδυναμία τους, μια αδυναμία που μοιράζονταν με τους υπόλοιπους ανθρώπους: την τηλεόραση. 

Ο Βασίλι Πέσκοφ, ένας Ρώσος δημοσιογράφος που έγραψε το χρονικό της οικογένειας παρατήρησε ότι οι Λίκοφ έμοιαζαν να δίνουν μια εσωτερική μάχη κάθε φορά που βρίσκονταν αντιμέτωποι με το λαμπερό κουτί.

 Έμοιαζαν μαγεμένοι αλλά και με ένα αίσθημα ενοχής, όταν την παρακολουθούσαν κατά τις συναντήσεις τους με τους διάφορους ερευνητές κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν.

«Στις σπάνιες εμφανίσεις τους, πάντα κάθονταν και την παρακολουθούσαν», έγραψε ο Πέσκοφ στο άρθρο του στο Smithsonian. 

«Ο Καρπ καθόταν ακριβώς μπροστά από την οθόνη.

 Η Αγκάφια παρακολουθούσε βγάζοντας λίγο το κεφάλι της πίσω από μια πόρτα. 

Προσπαθούσε να αποφύγει αμέσως το παράπτωμά της, ψιθυρίζοντας προσευχές και κάνοντας τον σταυρό της πριν βγάλει το κεφάλι της για άλλη μια φορά.

 Ο ηλικιωμένος προσευχόταν μετά επιμελώς».

ΠΕΘΑΝΑΝ ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΒΙΑ

Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ο Σάβιν, η Νατάλι και ο Ντμίτρι πέθαναν όλοι το 1981. Ο Σάβιν και η Νατάλια πέθαναν από νεφρική ανεπάρκεια, ενώ ο Ντμίτρι από πνευμονία. 

Η νεφρική ανεπάρκεια πιθανότατα οφειλόταν στην κακή διατροφή της οικογένειας, ωστόσο ο θάνατος του Ντμίτρι οφειλόταν πιθανότατα στην επαφή του με τον έξω κόσμο.

 Παρόλο που η οικογένεια αρνήθηκε να αφήσει την απομόνωσή της, η επαφή της με άλλους ανθρώπους ήταν σχετικά συχνή.

 Έτσι, ο παρθένος οργανισμός του Ντμίτρι στα μικρόβια που δεν γνώριζε και ήρθαν απ’ έξω τον οδήγησαν στον θάνατο. 

Παρόλο που του πρότειναν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο με ελικόπτερο, αυτός αρνήθηκε καθώς η θεραπεία θα ήταν αντίθετη από τα πιστεύω του. 

«Ένας άνθρωπος ζει όσο ο Θεός το επιτρέπει», είπε πριν πεθάνει.

Ο Καρπ έφυγε από τη ζωή μεγάλος πια σε ηλικία το 1988.

 Από τότε ο μόνος επιζών όλης της οικογένειας είναι η Αγκάφια, το τελευταίο παιδί των Λίκοφ.

 Συνεχίζει να ζει σε σχετική απομόνωση, αν και δέχεται πολύ περισσότερη βοήθεια από τον έξω κόσμο σε σχέση με την υπόλοιπη οικογένεια.

 Μάλιστα, το 2019 δέχτηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο εξαιτίας ενός σφοδρού πόνου στο πόδι της.

Το 2021 ο Ρώσος ολιγάρχης Όλεγκ Ντεριπάσκα προσφέρθηκε να ανακατασκευάσει την καλύβα της που είχε υποστεί πολλές φθορές από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες. 

Έτσι, η Αγκάφια έχει πλέον ένα λιτό αλλά καινούργιο ξύλινο σπίτι.

 Οι τοπικές αρχές ελέγχουν τακτικά την Αγκάφια ώστε να δουν αν είναι καλά και της δίνουν όλα όσα έχουν στείλει οι άνθρωποι από όλη την Ρωσία γι’ αυτή, όπως ρύζι, υφάσματα για να επιδιορθώνει τα ρούχα της και αλεύρι.

 Της έχουν δώσει ακόμα και ένα δορυφορικό τηλέφωνο ώστε να καλέσει σε περίπτωση που έχει ανάγκη.

«Όλοι παίρνουμε πολλές προφυλάξεις όταν επισκεπτόμαστε την Αγκάφια και πριν και μετά τον κοροναϊό.

 Είναι σαν ένας Μόγλης που δεν έχει έρθει σε επαφή ποτέ με σύγχρονες ασθένειες.

 Ξέρουμε πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε για να παραμείνει ασφαλής», λέει ένας από τους υπαλλήλους που την επισκέπτονται.

Πληροφορίες  

Janus.gr 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας