Οι άδειες τσέπες γκρέμισαν τους τζίρους στην αγορά

802

Η κυβέρνηση αύξησε τους ονομαστικούς μισθούς των εργαζομένων αλλά τους έκανε φτωχότερους, αφού το κόστος ζωής στην Ελλάδα συνθλίβει τα εισοδήματά τους

Οποιος ακούει τον Κωστή Χατζηδάκη ή τον Παύλο Μαρινάκη μπορεί και να πιστεύει ότι η ελληνική οικονομία πάει σφαίρα χάρη στη «φιλελεύθερη» πολιτική της ΝΔ. Επικαλούνται στοιχεία άλλωστε. Για παράδειγμα, αμέσως μόλις η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2023 για την ανεργία και το υπουργείο Εργασίας τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη για το 2023, Χατζηδάκης και Μαρινάκης επικαλέστηκαν ως σημάδι οικονομικής επιτυχίας της κυβέρνησης τη μείωση της ανεργίας στο 9,2% τον Δεκέμβριο 2023 έναντι 11,7% ένα χρόνο πριν, τη δημιουργία 47.246 νέων θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα μέσα στο 2023 και την αύξηση του μέσου μισθού κατά 6,4% το 2023, από 1.176 ευρώ το 2022 σε 1.251 ευρώ τη χρονιά που μας πέρασε.

Τα κυβερνητικά στελέχη βεβαίως απέκρυψαν ή απέφυγαν κάθε περαιτέρω αναφορά στα αναλυτικότερα στοιχεία του συστήματος Εργάνη, που δείχνουν ότι:

01 Η μείωση της ανεργίας στα χαρτιά συμβαδίζει με την επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας, καθώς οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αφορούν μερική απασχόληση με μισθούς πείνας των 300 και των 400 ευρώ.

02 Οι φτωχοί εργαζόμενοι παραμένουν ο κανόνας για τη χώρα καθώς ένας στους τέσσερις παίρνει λιγότερα από 800 ευρώ τον μήνα, ένας στους οκτώ παίρνει λιγότερα και από 500 και ένας στους δύο κάτω από 1.000 ευρώ μεικτά, που θα πει κάτω από 880 καθαρά.

Οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα το 2023

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος Εργάνη που αποτυπώνουν τις θέσεις εργασίας και τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, το 2023 οι εργαζόμενοι που απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα ανήλθαν σε 2.296.845, με αύξηση 2,1% έναντι της προηγούμενης χρονιάς, καθώς δημιουργήθηκαν 47.246 νέες θέσεις εργασίας.

Σε ό,τι αφορά τις αμοιβές τους τα στοιχεία της Εργάνης έδειξαν για το 2023:

  • 284.134 εργαζόμενοι (12,37%) είχαν μηνιαίες αποδοχές έως 500 ευρώ.
  • 425.578 εργαζόμενοι (15,53%) έπαιρναν από 501 έως 800 ευρώ.
  • 423.319 εργαζόμενοι (22,78%) έπαιρναν από 801 έως 1.000 ευρώ.
  • 373.163 εργαζόμενοι (16,25%) έπαιρναν από 1.001 έως 1.200 ευρώ.
  • 257.574 εργαζόμενοι (11,21%) έπαιρναν από 1.201 ως 1.500 ευρώ τον μήνα.
  • 208.623 άτομα (9,08%) είχαν απολαβές από 1.501 έως 2.000 ευρώ.
  • 224.444 εργαζόμενοι (9,77%) είχαν μισθό πάνω από 2.000 ευρώ τον μήνα.

Για να στηρίξει μια εικόνα βελτίωσης των μισθών το υπουργείο Εργασίας έδωσε συν τοις άλλοις στη δημοσιότητα συγκριτικά στοιχεία για τους μισθούς των ετών 2022-23 τα οποία έδειξαν:

Το 2023 μειώθηκαν οι εργαζόμενοι που είχαν μισθό κάτω από 500 ευρώ κατά 52.266 άτομα σε σχέση με το 2022 και αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι που αμείβονται με μισθούς από 501 ως 600 ευρώ κατά 6.707 άτομα.

Το 2023 μειώθηκαν οι εργαζόμενοι που αμείβονταν με μισθό από 701 ως 900 ευρώ κατά 163.610 άτομα και αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι με μισθό από 901 ως 1.000 ευρώ κατά 82.575 άτομα.

Τι ακριβώς όμως δείχνουν αυτά και τα υπόλοιπα νούμερα του συστήματος Εργάνη; Δείχνουν ότι πράγματι υπήρξε μικρή βελτίωση μέσα στο 2023 για όσους βρίσκονται στον πάτο των μισθών, δηλαδή για όσους εργάζονται με ημιαπασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία ή με πλήρες 40ωρο αλλά αμείβονται με τον κατώτατο μισθό λόγω της αύξησης του κατώτατου μισθού κατά 9,4% από τον Απρίλιο 2023 στα 780 μεικτά.

Δείχνουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού το 2023 ναι μεν «παρέσυρε» προς τα πάνω όλους τους μισθούς αλλά συγκρατημένα, καθώς η μέση αμοιβή στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώθηκε στα 1.251 ευρώ έναντι 1.176 ευρώ το 2022 με αύξηση 6,4%, περίπου στα δύο τρίτα της αύξησης του κατώτατου μισθού ο οποίος αυξήθηκε κατά 9,4%.

Δείχνουν ότι παρ’ όλα αυτά 1.132.031 εργαζόμενοι, δηλαδή οι μισοί μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα (50,56%), αμείβονταν με μισθό ως 1.000 ευρώ και το 2023, το οποίο σημαίνει –καθώς τα ποσά αυτά δηλώνουν μεικτές αποδοχές– ότι οι μισοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα αμείβονται με μισθό έως 880 ευρώ τη στιγμή που η χώρα αντιμετωπίζει εκρηκτικό πρόβλημα με την αύξηση του κόστους ζωής.

Σε πτώση πραγματικοί μισθοί και βιοτικό επίπεδο

Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα με όλα αυτά τα δήθεν θετικά νούμερα για τις αυξήσεις μισθών που καταγράφηκαν μέσα στο 2023 είναι ότι αφορούν τους ονομαστικούς μισθούς, όχι τους πραγματικούς, για τους οποίους το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το 2023 επισημαίνει ότι εξακολουθούν να συμπιέζονται λόγω του υψηλού πληθωρισμού, συμπιέζοντας αντίστοιχα την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.

Για τους μισθούς του 2022 το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είχε υπολογίσει ότι λόγω του υψηλού πληθωρισμού η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,7% σε ονομαστική βάση μεταφραζόταν σε μείωση του πραγματικού μισθού κατά 3,4%, ενώ η αύξηση του μέσου καθαρού ετήσιου εισοδήματος από μισθό κατά 1,43% σε ονομαστική βάση μεταφραζόταν σε μείωση του μέσου καθαρού πραγματικού εισοδήματος από μισθό κατά 11,62%.

Για τους μισθούς του 2023 το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ δεν έχει κάνει ακόμη την ίδια δουλειά, στην ενδιάμεση έκθεσή του ωστόσο σημειώνει ότι και το 2023, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις, υπήρξε συμπίεση των πραγματικών μισθών λόγω του υψηλού πληθωρισμού, ιδίως των τροφίμων, ο οποίος την τριετία 2020-23 έφτασε συνολικά το 32,1% αλλά και της στέγασης, της ενέργειας και των μεταφορών.

Ως γνωστό τα τρόφιμα απορροφούν μεγάλο μέρος της καταναλωτικής δαπάνης, ιδίως των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς που λαμβάνουν και το ανησυχητικό κατά το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ είναι ότι το πρόβλημα επιμένει και φέτος, καθώς με βάση τα στοιχεία μηνός Δεκεμβρίου ο πληθωρισμός των τροφίμων παραμένει ψηλά στην Ελλάδα, στο 8,9% – είναι μάλιστα ο δεύτερος υψηλότερος μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ των 27.

Η πραγματική επίδραση της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει το καταναλωτικό τους πρότυπο, σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, και παρά το γεγονός ότι οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό από το 2022 και στο εξής σε συνδυασμό με τις επιδοματικές πολιτικές της ΝΔ (ρεύμα, market pass) περιόρισαν ως ένα βαθμό τις αρνητικές πιέσεις που άσκησε ο πληθωρισμός στην κατανάλωση κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, υπήρξε υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου για τα νοικοκυριά με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και καταγράφηκε ως περιορισμός της κατανάλωσης από μέρους τους.

Συγκεκριμένα, όπως δείχνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ χρησιμοποιώντας στοιχεία από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, μεταξύ 2021 και 2022 τα νοικοκυριά που είχαν και την πιο χαμηλή δαπάνη για ενέργεια μείωσαν τη μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που κατανάλωναν (θέρμανση κύριας κατοικίας, υγραέριο, ηλεκτρισμός) και παρ’ όλα αυτά η δαπάνη τους αυξήθηκε υπέρμετρα σε σχέση με των υπόλοιπων νοικοκυριών, ενώ το ίδιο ακριβώς συνέβη με πολλά βασικά τρόφιμα.

Τα φτωχά και μεσαία νοικοκυριά και μείωσαν τις ποσότητες τροφίμων και ενέργειας που καταναλώνουν και πλήρωσαν πολύ μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τη μειωμένη τους κατανάλωση. Επειδή οι ποσότητες είναι που τελικά καθορίζουν το βιοτικό επίπεδο, καταλήγει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει σοβαρή υποβάθμιση στο βιοτικό επίπεδο της μεγαλύτερης μερίδας των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα και ότι έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα στο επίπεδο ευημερίας μεταξύ των χαμηλότερων και των μεσαίων εισοδημάτων από τη μία και των υψηλότερων εισοδημάτων από την άλλη μεριά.

Στάσιμη κατανάλωση από το 2022

Οι πολίτες κόβουν αγορές απ’ όπου μπορούν, όπως επισημαίνουν εκπρόσωποι του εμπορίου

Η διαρκής πτώση των πραγματικών μισθών λόγω του υψηλού πληθωρισμού που ξεκίνησε το 2021 –παρά την περιορισμένη άνοδο των ονομαστικών αμοιβών δεν έχει μέχρι σήμερα ανακοπεί– οδηγεί σε αλλαγές στην καταναλωτική συμπεριφορά. Αυτονόητο είναι ότι όταν τα τρόφιμα, η στέγαση, το ρεύμα και οι μεταφορές στοιχίζουν υπερβολικά και οι μισθοί είναι χαμηλοί, δεν μένουν λεφτά για ρούχα, παπούτσια και άλλες παρόμοιες αγορές.

Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, η πραγματική κατανάλωση παραμένει στάσιμη από το πρώτο τρίμηνο του 2022 λόγω της ακρίβειας και οδηγεί σε μεγάλες αλλαγές της καταναλωτικής συμπεριφοράς, οι οποίες καταγράφηκαν στην τελευταία έρευνα του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), με δείγμα 1.000 καταναλωτών τον Νοέμβριο του 2023.

Η έρευνα του ΙΕΛΚΑ έδειξε ότι η μεγάλη πλειονότητα παλεύει να εξοικονομήσει χρήμα κόβοντας από όπου μπορεί γιατί δεν βγαίνει ο μήνας. Τρεις στους τέσσερις (75%) έχουν κόψει δαπάνες διασκέδασης, ένας στους δύο αναβάλλει εργασίες συντήρησης και επισκευής (52%) ή έχει κόψει από τα τρόφιμα (55%), ένας στους τρεις (28%) αντλεί χρήματα από αποταμιεύσεις –όποιος έχει– για να καλύψει τις ανάγκες του κι ένας στους τρεις (28%) –όποιος δεν έχει αποταμιεύσεις– αναβάλλει την πληρωμή λογαριασμών ή δεν πληρώνει.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το πλήγμα στην αγοραστική δύναμη μετατρέπεται σε πλήγμα για το λιανεμπόριο, όπως χαρακτηριστικά έδειξαν οι απογοητευτικοί τζίροι που έκαναν οι εμπορικές επιχειρήσεις τον Ιανουάριο, πρώτο μήνα των εκπτώσεων, και τα σχόλια των εκπροσώπων του εμπορικού κόσμου.

Σύμφωνα με έρευνα του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, έξι στις δέκα εμπορικές επιχειρήσεις ανέφεραν πτώση πωλήσεων, που για την πλειονότητα έφτανε έως το 20%, δύο στις δέκα επιχειρήσεις ανέφεραν ότι είχαν τζίρο στα ίδια επίπεδα με πέρσι, ενώ μόνο δύο στις δέκα επιχειρήσεις ανέφεραν άνοδο πωλήσεων έστω και μικρή.

«Ο πρώτος μήνας των εκπτώσεων πέρασε με το βλέμμα στην ακρίβεια των τροφίμων και με την αγοραστική κίνηση στο υπόλοιπο λιανικό εμπόριο να κινείται με μια πληθωριστική άνοδο του τζίρου. Αν και τα ποσοστά των εκπτώσεων κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα 40-50%, εντούτοις πραγματοποιήθηκαν αγορές μικρότερης αξίας, καθώς η δυσκολία στα οικονομικά των νοικοκυριών οδήγησε σε περικοπές στα απαραίτητα και σε χαμηλότερης αξίας αγαθά. Αρκετός κόσμος πέρασε από τα εμπορικά της Αττικής, αλλά τα καταστήματα που άνοιξαν τις Κυριακές δεν είχαν τις αναμενόμενες πωλήσεις» δήλωσε συνοψίζοντας την κατάσταση ο πρόεδρος του Βιοτεχνικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου Πειραιά και του Επιμελητηριακού Συμβουλίου Αττικής Βασίλης Κορκίδης.

Για φρένο στις πωλήσεις και υποτονική κίνηση στην αγορά με ρίζα του κακού «το περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών» έκανε λόγο και ο Μάκης Σαββίδης, δίνοντας την εικόνα για λογαριασμό του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας. «Οι καταναλωτές είναι συγκρατημένοι στις αγορές τους επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα, μετά τη μεγάλη άνοδο τιμών στα βασικά είδη πρώτης ανάγκης και τα ενοίκια» τόνισε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας