Σφοδρή γεωπολιτική ύφεση λόγω του εντεινόμενου ανταγωνισμού και των ψυχρών και θερμών πολέμων μεταξύ Ανατολής και Δύσης «βλέπει» για το 2023 με άρθρο του στο Project Syndicate ο διακεκριμένος οικονομολόγος Nouriel Roubini, που θεωρεί, εν τω μέσω αυτού του περιβάλλοντος, πως «η εποχή της Μεγάλης Μετριοπάθειας είναι νεκρή και θαμμένη…
Η εποχή της Μεγάλης Στασιμοπληθωριστικής Κρίσης Χρέους είναι μπροστά μας».
Πιο αναλυτικά, όπως εξηγεί, «τόσο στις προηγμένες οικονομίες όσο και στις αναδυόμενες αγορές, ο πληθωρισμός το 2022
αυξήθηκε απότομα.
Οι διαρθρωτικές τάσεις του υποδηλώνουν ότι το πρόβλημα όχι μόνο δεν θα είναι παροδικό, αλλά θα έχει παγκόσμιες και διαρκείς διαστάσεις, επισημαίνει ο οικονομολόγος.
Βασικός παράγοντας είναι το γεγονός πως πολλές χώρες εμπλέκονται τώρα σε διάφορους «πόλεμους» –μερικοί πραγματικοί, άλλοι μεταφορικοί–, οι οποίοι θα προκαλέσουν ακόμη μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα, μεγαλύτερη νομισματοποίηση χρέους και υψηλότερο πληθωρισμό.
Ο κόσμος υφίστασται «γεωπολιτική ύφεση» που κορυφώνεται από την κλιμακούμενη αντιπαλότητα μεταξύ της Δύσης και των ευθυγραμμισμένων (αν όχι συμμαχικών) ρεβιζιονιστικών δυνάμεων όπως είναι η Κίνα, η Ρωσία, το Ιράν, η Βόρεια Κορέα και το Πακιστάν.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι ψυχροί και οι θερμοί πόλεμοι αυξάνονται…
Η βάναυση εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα μπορούσε να γνωρίσει ευρεία κλιμάκωση και να εμπλέξει το ΝΑΤΟ.
Επίσης, το Ισραήλ –και συνεπώς οι Ηνωμένες Πολιτείες– βρίσκονται σε πορεία σύγκρουσης με το Ιράν, το οποίο βρίσκεται στο κατώφλι γίνει πυρηνική δύναμη…
Η Μέση Ανατολή είναι πυριτιδαποθήκη.
Και οι ΗΠΑ και η Κίνα διαγκωνίζονται για το ποιος θα κυριαρχήσει στην Ασία και εάν η Ταϊβάν θα επανενωθεί αναγκαστικά με την ηπειρωτική χώρα.
Αντίστοιχα, οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ επανεξοπλίζονται, όπως σχεδόν όλοι στη Μέση Ανατολή και την Ασία, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, η οποία έχει ξεκινήσει τη μεγαλύτερο εξοπλιστικό πρόγραμμα εδώ και πολλές δεκαετίες.
Οι υψηλές δαπάνες για συμβατικά και μη συμβατικά όπλα (συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών, του κυβερνοχώρου, των βιολογικών και των χημικών) είναι όλες μια πραγματικότητα, αλλά επιβαρύνουν τα δημόσια ταμεία».
Κλιματική αλλαγή…
«Ο παγκόσμιος πόλεμος κατά της κλιματικής αλλαγής θα κοστίσει επίσης – τόσο για τον δημόσιο όσο και για τον ιδιωτικό τομέα – η λείανση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής θα κοστίζει τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τις επόμενες δεκαετίες, και είναι ανόητο να πιστεύουμε ότι όλες αυτές οι επενδύσεις θα τονώσουν την ανάπτυξη.
Μετά από έναν πραγματικό πόλεμο που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του φυσικού κεφαλαίου μιας χώρας, ένα κύμα επενδύσεων μπορεί να προκαλέσει οικονομική επέκταση.
Ωστόσο, οι χώρες είναι φτωχότερες επειδή έχουν απολέσει μεγάλο ποσοστό του πλούτου τους…
Το ίδιο ισχύει και για τις επενδύσεις για το κλίμα.
Ένα σημαντικό μέρος του υφιστάμενου κεφαλαίου θα πρέπει να αντικατασταθεί, είτε επειδή έχει καταστεί παρωχημένο είτε επειδή έχει καταστραφεί από τα κλιματικά φαινόμενα» αναφέρει ο οικονομολόγος.
Πανδημίες
Σε ό,τι αφορά τους υγειονομικούς κινδύνους, ο διακεκριμένος οικονομολόγος αναφέρει: «Διεξάγουμε επίσης τώρα έναν δαπανηρό πόλεμο ενάντια στις μελλοντικές πανδημίες.
Για διάφορους λόγους – ορισμένοι από τους οποίους σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή – οι εστίες ασθενειών που ενδέχεται να μετατραπούν σε πανδημίες θα γίνουν πιο συχνές.
Είτε οι χώρες θα επενδύσουν στην πρόληψη είτε θα αντιμετωπίσουν μελλοντικές κρίσεις υγείας εκ των υστέρων, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος σε διαρκή βάση, και αυτό θα προσθέσει βάρος στην αυξανόμενη επιβάρυνση που σχετίζεται με την κοινωνική γήρανση, τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα.
Ήδη, αυτό το σιωπηρό μη χρηματοδοτούμενο φορτίο χρέους εκτιμάται ότι είναι κοντά στο επίπεδο του ρητού δημόσιου χρέους για τις περισσότερες προηγμένες οικονομίες.
Επιπλέον, βρισκόμαστε σε έναν πόλεμο ενάντια στις αποδιοργανωτικές επιπτώσεις των globotics: τον συνδυασμό παγκοσμιοποίησης και αυτοματοποίησης (συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής) που απειλεί έναν αυξανόμενο αριθμό επαγγελμάτων.
Οι κυβερνήσεις θα βρεθούν υπό πίεση ώστε να βοηθήσουν όσους έχουν μείνει πίσω, είτε μέσω μαζικών δημοσιονομικών μεταβιβάσεων ή πολύ διευρυμένων δημόσιων υπηρεσιών.
Αυτά τα κόστη θα παραμείνουν μεγάλα – ακόμη και αν η αυτοματοποίηση οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη.
Για παράδειγμα, η υποστήριξη ενός πενιχρού καθολικού βασικού εισοδήματος 1.000 δολ. τον μήνα θα κόστιζε στις ΗΠΑ περίπου το 20% του ΑΕΠ τους.
Τέλος, πρέπει επίσης να πολεμήσουμε έναν επείγοντα (και σχετικό) πόλεμο ενάντια στην αύξηση του εισοδήματος και της ανισότητας του πλούτου.
Λαϊκή δυσφορία…
«Η δυσφορία που πλήττει τους νέους και πολλά νοικοκυριά της μεσαίας και εργατικής τάξης θα συνεχίσει να προκαλεί αντιδράσεις κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς.
Για να αποτρέψουν τα λαϊκιστικά καθεστώτα από το να έρθουν στην εξουσία και να επιδιώξουν απερίσκεπτες, μη βιώσιμες οικονομικές πολιτικές, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες θα χρειαστεί να ξοδέψουν μια περιουσία για να ενισχύσουν τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας τους – όπως ήδη κάνουν πολλές.
Η καταπολέμηση αυτών των πέντε… πολέμων θα είναι δαπανηρή και οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες θα περιορίσουν την ικανότητα των κυβερνήσεων να τους χρηματοδοτήσουν με υψηλότερους φόρους.
Οι λόγοι φόρου προς ΑΕΠ είναι ήδη υψηλοί στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες –ιδίως στην Ευρώπη– και η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και το arbitrage θα περιπλέξουν περαιτέρω τις προσπάθειες για αύξηση των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και το κεφάλαιο.
Έτσι, η διεξαγωγή αυτών των αναγκαίων πολέμων θα αυξήσει τις κρατικές δαπάνες και τις μεταβιβάσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, και χωρίς ανάλογη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Τα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο από ό,τι είναι ήδη, οδηγώντας δυνητικά σε μη βιώσιμους δείκτες χρέους που θα αυξήσουν το κόστος δανεισμού και θα κορυφωθούν σε κρίσεις χρέους, με εμφανείς αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
Για τις χώρες που δανείζονται σε δικά τους νομίσματα, η ενδεδειγμένη επιλογή ο υψηλότερος πληθωρισμός για τη μείωση της πραγματικής αξίας του μακροπρόθεσμου ονομαστικού χρέους με σταθερό επιτόκιο.
Αυτή η προσέγγιση λειτουργεί ως εισφορά κεφαλαίου έναντι των αποταμιευτών και των πιστωτών υπέρ του δανείου.
Επειδή ο φόρος πληθωρισμού είναι μια λεπτή και ύπουλη μορφή φορολογίας που δεν απαιτεί νομοθετική ή εκτελεστική έγκριση, είναι η προεπιλεγμένη οδός της ελάχιστης αντίστασης όταν τα ελλείμματα και τα χρέη είναι ολοένα και περισσότερα μη βιώσιμα» αναφέρει ο οικονομολόγος, που καταλήγει:
«Στις μελέτες μου έχω επικεντρωθεί σε παράγοντες που αφορούν την πλευρά της ζήτησης και θα οδηγήσουν σε υψηλότερες δαπάνες, ελλείμματα, νομισματοποίηση χρέους και πληθωρισμό.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλά μεσοπρόθεσμα αρνητικά σοκ που αφορούν τη συνολική προσφορά, και που θα μπορούσαν να εντείνουν τις σημερινές στασιμοπληθωριστικές πιέσεις, αυξάνοντας τον κίνδυνο ύφεσης και διαδοχικών κρίσεων χρέους.
Σε κάθε περίπτωση, η εποχή της Μεγάλης Μετριοπάθειας είναι νεκρή και θαμμένη…
Η εποχή της Μεγάλης Στασιμοπληθωριστικής Κρίσης Χρέους είναι μπροστά μας».