Από την πρώτη κιόλας εβδομάδα του στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών, ο Μάικ Πομπέο δικαίωσε τις εκτιμήσεις ότι η αντικατάσταση του μετριοπαθούς Ρεξ Τίλερσον από τον μέχρι χθες διευθυντή της CIA θα σηματοδοτούσε περαιτέρω σκλήρυνση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Μετά μια σύντομη στάση στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ, στις Βρυξέλλες, όπου διεμήνυσε ότι η ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις ΗΠΑ – Ρωσίας θα διατηρηθεί, ο Πομπέο βρέθηκε το Σάββατο, 28 Απριλίου, στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας, όπου συνάντησε τον βασιλιά Σαλμάν και τον πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ. Λίγες ώρες αργότερα, σαουδαραβικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν το κτίριο του υπουργείου Εσωτερικών της Υεμένης, όπου συσκέπτονταν οι ηγέτες των σιιτών ανταρτών Χούθι, συμμάχων του Ιράν. Την κρίσιμη πληροφορία διαβίβασε στο Ριάντ η CIA, σύμφωνα με αραβικά μίντια.
Το Παλαιστινιακό
Βασικός στόχος της τριήμερης περιοδείας Πομπέο στη Μέση Ανατολή ήταν να στερεώσει την επωαζόμενη «ανίερη συμμαχία» Σαουδικής Αραβίας -Ισραήλ εναντίον του Ιράν. Προ ημερών, ο ισχυρός άνδρας του βασιλείου, ο πρίγκιπας-διάδοχος Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, είχε δηλώσει ότι Ριάντ και Τελ Αβίβ έχουν κοινό εχθρό την Τεχεράνη και ότι η χώρα του θα μπορούσε να αναγνωρίσει το Ισραήλ εφόσον υπάρξει κάποιου είδους λύση του Παλαιστινιακού. Αξιόπιστες αραβικές πηγές λένε ότι ο πρίγκιπας πιέζει την παλαιστινιακή ηγεσία να αποδεχθεί σχέδιο «λύσης» που έχει επεξεργαστεί ο γαμπρός του Αμερικανού προέδρου Τζάρεντ Κούσνερ και το οποίο ούτε ο Μαχμούντ Αμπάς ούτε οποιοσδήποτε άλλος Παλαιστίνιος ηγέτης θα μπορούσε ποτέ να αποδεχθεί χωρίς να κατηγορηθεί για εθνική προδοσία. Εξάλλου, στις 29 Μαρτίου ο μπιν Σαλμάν είχε δηλώσει στη Wall Street Journal ότι η χώρα του μπορεί να εξαπολύσει στρατιωτική δράση εναντίον του Ιράν αν η διεθνής κοινότητα δεν επιβάλει κυρώσεις στην Ισλαμική Δημοκρατία.
Οι ανησυχητικοί οιωνοί πύκνωσαν την περασμένη Κυριακή, όταν ο Πομπέο μεταφέρθηκε από το Ριάντ στο Τελ Αβίβ. Οι απειλές εναντίον του Ιράν ήταν το βασικό περιεχόμενο της κοινής συνέντευξης Τύπου που παρέθεσε με τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Λίγες ώρες αργότερα, δύο συριακές βάσεις στη Χάμα και στο Χαλέπι δέχθηκαν πυραύλους, πιθανότατα ισραηλινής προέλευσης, που σκότωσαν 18 Ιρανούς και σιίτες στρατιωτικούς. Την ίδια περίπου ώρα, το τηλεοπτικό δίκτυο NBC, επικαλούμενο τρεις ανώνυμους Αμερικανούς αξιωματούχους, υποστήριζε ότι το Ισραήλ ετοιμάζεται για «μεγάλο πόλεμο» με το Ιράν και επιδιώκει τη στήριξη της Ουάσιγκτον.
Η συνέχεια ήρθε το βράδυ της Δευτέρας. Την ώρα της πιο υψηλής τηλεθέασης, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου εμφανίστηκε, σε ζωντανή σύνδεση με το υπουργείο Αμυνας, στο Τελ Αβίβ, για να δώσει μια προσεκτικά σκηνοθετημένη παράσταση. Μιλώντας στα αγγλικά, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός πρόβαλε οθόνες power point με κοφτά, απλοϊκά μηνύματα του τύπου «το Ιράν ψεύδεται» και αφαιρούσε κουρτίνες από φωριαμούς, που αποκάλυπταν ντοσιέ και cd-πειστήρια, κατά δήλωσή του, μυστικού ιρανικού προγράμματος για την κατασκευή πυρηνικών όπλων.
Τόσο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις όσο και η Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), αλλά ακόμη και ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Εχούντ Μπάρακ, διαπίστωσαν ότι οι καταγγελίες Νετανιάχου δεν περιείχαν τίποτα το καινούργιο. Τον Δεκέμβριο του 2015, στην τελική της έκθεση για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, η ΙΑΕΑ εκτιμούσε ότι υπήρχαν όντως ενδείξεις για μυστικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να σχετίζονται με στρατιωτικές εφαρμογές την περίοδο 1999-2003, οι οποίες όμως σταμάτησαν στη συνέχεια. Από την υπογραφή της ιστορικής συμφωνίας για τον περιορισμό του προγράμματος επί διακυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα, τον Ιούλιο του 2015, το Ιράν παρέδωσε στη Ρωσία το 97% του εμπλουτισμένου ουρανίου, μείωσε δραστικά τις συσκευές φυγοκέντρησης και δέχθηκε την πιο αυστηρή, διαρκή επίβλεψη από διεθνείς επιθεωρητές και κάμερες παρακολούθησης.
Ολα αυτά τα γνώριζε, βεβαίως, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, αλλά ποσώς τον ενδιέφερε. Το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόταν ήταν μονομελές και άκουγε στο όνομα Ντόναλντ Τραμπ – από εδώ η επιλογή της αγγλικής γλώσσας και των σύντομων, κατά προτίμηση οπτικών μηνυμάτων, που μπορούν να αφομοιώσουν και άτομα με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής. Ο Αμερικανός πρόεδρος πρόκειται να αποφασίσει μέχρι τις 12 Μαΐου αν αποσύρει τη χώρα του από τη διεθνή συμφωνία για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, όπως έχει απειλήσει. Προφανώς, ο Νετανιάχου, ο οποίος έχει παρελθόν ανάλογων οπτικοποιημένων σόου, ακόμη και από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, θεώρησε ότι έπρεπε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να σπρώξει τον Τραμπ προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι συνέπειες
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι πώς θα αντιδράσει το Ιράν σε μια τέτοια εξέλιξη. Μιλώντας στο περιοδικό New Yorker, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Τζαβάντ Ζαρίφ άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: από την επιστροφή ή και επιτάχυνση του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου, μέχρι και την απόσυρση της Ισλαμικής Δημοκρατίας από τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Οπλων – κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται πολύ πιθανό, τουλάχιστον σε πρώτη φάση.
Το δεύτερο και σοβαρότερο ερώτημα είναι σε τι θα μεταφράζεται πρακτικά η απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία. Στην ηπιότερη εκδοχή του πράγματος, ο Τραμπ μπορεί να δώσει χρόνο στους Ευρωπαίους να πιέσουν το Ιράν για υποχωρήσεις σε θέματα που τον ενδιαφέρουν, κυρίως αναφορικά με τον ρόλο του στη Συρία, στο Ιράκ και στην Υεμένη. Μπορεί ακόμη να χρησιμοποιήσει τους μηχανισμούς διευθέτησης προστριβών που προβλέπει η ίδια η συμφωνία του 2015, κρατώντας ανοιχτό το παράθυρο του συμβιβασμού. Με την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που περιβάλλει, ωστόσο, την ευρύτερη Μέση Ανατολή εύλογος είναι ο φόβος ότι η υπονόμευση της συμφωνίας από τις ΗΠΑ θα μπορούσε να μετατρέψει τους πολέμους χαμηλής έντασης μεταξύ Ισραήλ και Ιράν στη Συρία και μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη, σε ανοιχτή σύρραξη.
Πίεση στην Ευρώπη
Στο σύνολό τους, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της βρετανικής, υποδέχθηκαν πολύ ψυχρά το σόου Νετανιάχου και δεν έδειξαν καμία προθυμία να ακολουθήσουν τον Τραμπ σε έναν νέο τυχοδιωκτισμό. Αλλωστε, ο Εμανουέλ Μακρόν και η Αγκελα Μέρκελ είχαν προσπαθήσει με τις διαδοχικές επισκέψεις τους στην Ουάσιγκτον, μία εβδομάδα νωρίτερα, να μεταπείσουν τον Αμερικανό πρόεδρο αναφορικά με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αν και τίποτα δεν δείχνει ότι τα κατάφεραν. Οι Ευρωπαίοι είδαν με πολύ καλό μάτι την εκλογή του μετριοπαθούς προέδρου Χασάν Ροχανί και τη συμφωνία του 2015. Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στους τομείς της ενέργειας, της αυτοκινητοβιομηχανίας και των μεταφορών προσβλέπουν σε μεγάλες επενδύσεις σε αυτή τη δυναμική αγορά μιας χώρας με 80 εκατομμύρια κατοίκους και με εργατική δύναμη υψηλής κατάρτισης. Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολεύονται να βρουν τράπεζες να στηρίξουν τις επενδύσεις τους. Το 2015, η γαλλική τράπεζα ΒΝΡ τιμωρήθηκε με πρόστιμο 9 δισ. δολ. για την παραβίαση των αμερικανικών κυρώσεων. Η όποια απόφαση Τραμπ για το Ιρανικό μπορεί να φέρει ακόμη πιο κοντά την απειλή ενός ανοιχτού εμπορικού πολέμου με τους Ευρωπαίους εταίρους του.
*Πηγή: kathimerini.gr