Μέσα πάει καλά. Ή τουλάχιστον καλύτερα από τους αντιπάλους του. Αυτό, άλλωστε, είναι το κυριότερο όπλο του τα τελευταία χρόνια, οπότε η αυτοτελής δυναμική της εξουσίας του μοιάζει να έχει εξαντληθεί.
Αντιμέτωπος με μια οικονομική κρίση εν τω γεννάσθαι, καθώς και με την εμφανή αποστασιοποίηση τμημάτων του εκλογικού σώματος (ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα) που άλλοτε αποτελούσαν το ισχυρό χαρτί του, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε για άλλη μία φορά τη “φυγή προς τα εμπρός”, προκηρύσσοντας αιφνιδιαστικά προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για τις 24 Ιουνίου.
Και το στοίχημα δείχνει να αποδίδει – καθώς η πιθανότητα εμφάνισης ενός ισχυρού αντίπαλου υποψηφίου, ο οποίος να έχει τη στήριξη όλης της αντιπολίτευσης, όσο περνούν οι μέρες, μηδενίζεται.
Ασύμβατες αφετηρίες
Ενδεχομένως πολλά μπορούν να γίνουν ακόμη μέχρι τις 9 Μαΐου, καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων για την προεδρία της δημοκρατίας, όμως το κύριο πρόβλημα δεν αφορά τόσο την τακτική δεξιοτεχνία των αντιπολιτευομένων (που και αυτή είναι συζητήσιμη) όσο τις ασύμβατες πολιτικές αφετηρίες τους.
Ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές τους, ο Ερντογάν, το κόμμα του και οι σύμμαχοί τους φέρονται να συγκεντρώνουν ποσοστό ανώτερο του 45%. Ευρύτερα, τα δύο τρίτα των Τούρκων ψηφοφόρων τοποθετούνται στον συντηρητικό, εθνικιστικό και ισλαμιστικό χώρο: πράγμα που εξηγεί γιατί το κεντροαριστερό κεμαλιστικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης μοιάζει εγκλεισμένο σε ένα “εκλογικό γκέτο”, με ποσοστό που από τετραετία σε τετραετία μένει απαράλλαχτο στο 25%.
Για να υπάρξει ανατροπή, χρειάζεται η ίδια πολυσυλλεκτικότητα με αυτήν που έφερε τον Ερντογάν στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής: όμως οι περισσότεροι κεμαλιστές νιώθουν αλλεργία στα ανοίγματα προς την ισλαμική ψήφο, ενώ το κουρδικό στοιχείο αποστρέφεται τους εθνικιστές (και αντιστρόφως).
Αυτό ακριβώς επιβεβαιώθηκε με το διαφαινόμενο ναυάγιο της υποψηφιότητας του συνιδρυτή του κυβερνώντος κόμματος, πλην αποστασιοποιημένου από τον Ερντογάν, πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, που προτείνει το εξωκοινοβουλευτικό ισλαμιστικό κόμμα Σααντέτ. Οι αλλεπάλληλες συναντήσεις ηγετών της αντιπολίτευσης αυτή την εβδομάδα, καθώς και η πρωτοφανής κίνηση του CHP το Σαββατοκύριακο να “δανείσει” 15 βουλευτές του στο νεοπαγές εθνικιστικό κόμμα της πρώην υπουργού Εσωτερικών Μεράκ Άκσενερ, ώστε να αποκρουστούν διαδικαστικά προσκόμματα στην εκλογική κάθοδό του, δημιούργησαν προσδοκίες ευρύτερων συμπράξεων.
Άκαρπες οι ζυμώσεις
Όμως η Άκσενερ, ενθαρρυμένη από τις δημοσκοπικές της επιδόσεις, ξεκαθάρισε ότι δεν θα αποσύρει την προεδρική υποψηφιότητά της, ενώ και στο εσωτερικό του CHP ξέσπασαν έντονες αντιδράσεις στην προοπτική στήριξης ενός πρώην συνεργάτη του Ερντογάν. Προφανώς, χωρίς ευρύτερη στήριξη, ο παροιμιωδώς διστακτικός Γκιουλ δεν πρόκειται να ρισκάρει.
Με αυτή την έννοια, το χειρότερο που μπορεί πλέον να αναμένει ο Ερντογάν είναι ένα “ατύχημα” (ταπεινωτικό οπωσδήποτε) που θα τον υποχρεώσει να πάει σε δεύτερο γύρο. Ενώ το καλύτερο που μπορεί να φιλοδοξεί η αντιπολίτευση είναι η ανάδειξη ενός Κοινοβουλίου όπου το κόμμα του προέδρου δεν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία. Το ενδεχόμενο αυτό κρίνεται, μάλιστα, πολύ πιθανό.
Ποια δημοκρατία;
Μέχρι τότε, το στοίχημα της διάσωσης της τουρκικής δημοκρατίας θα παίζεται στο φόντο της συνεχιζόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της αμείλικτης καταστολής που εξαπολύεται εναντίον των αντιπάλων του Ερντογάν, όπως κατέδειξε μόλις προχθές η καταδίκη 15 δημοσιογράφων της ιστορικής κεμαλιστικής εφημερίδας “Τζουμχουριέτ” σε ποινές φυλάκισης μέχρι και επτάμισι ετών.
Ένα άλλο μέτωπο αφορά την επαπειλούμενη νοθεία, ιδίως στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, και την καταδίωξη του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών, προκειμένου η δυναμή του να συμπιεστεί κάτω από το δρακόντειο όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 10%. Το κόμμα υποστηρίζει ως υποψήφιο πρόεδρο τον φυλακισμένο ηγέτη του, Σελαχατίν Ντεμίρτας.
Έξω δεν πάει καλά…
Διόλου τυχαία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει προληπτικά αμφισβητήσει την εγκυρότητα της ψηφοφορίας, στηλιτεύοντας την παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενώ τρεις γερουσιαστές των ΗΠΑ κατέθεσαν σχέδιο νόμου για να παρεμποδιστεί η πώληση μαχητικών F-35 στην Τουρκία, λόγω της συνεχιζόμενης κράτησης στη γείτονα του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Αντίστοιχα, αναμένεται πολλαπλασιασμός των εντάσεων με τις χώρες της Ε.Ε., καθώς η μία μετά την άλλη προχωρούν σε απαγόρευση των τουρκικών προεκλογικών συγκεντρώσεων στο έδαφός τους. Από την τουρκική προεδρία προαναγγέλλεται η πραγματοποίηση μιας προεκλογικής εμφάνισης του “Πορθητή” Ερντογάν σε ευρωπαϊκή πόλη – φημολογείται στο Σεράγεβο, με όλους τους συμβολισμούς που συμπυκνώνει η πόλη αυτή…
Η λίρα δεν δείχνει να σταθεροποιείται
Η πολιτική σαφήνεια αρέσει στις αγορές – αλλά δεν κάνει και θαύματα. Εξού και, παρά την αρχική ενίσχυσή της σε υψηλό δυόμισι εβδομάδων, μόλις ανακοινώθηκαν οι πρόωρες εκλογές, η τουρκική λίρα βρέθηκε και πάλι να έχει ανάγκη στήριξης, στο φόντο της καθοδικής πορείας που ακολουθεί όλο το τελευταίο διάστημα (7% έναντι του δολαρίου εντός του 2018 και 7,5% έναντι του ευρώ). Σε σημείο ώστε η κεντρική τράπεζα να προβεί, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, στην κίνηση που κατεξοχήν απεχθάνεται και παρεμποδίζει ο Ταγίπ Ερντογάν: αύξηση του επιτοκίου κατά 0,75%, στο 13,5% (ενώ οι επενδυτές εκτιμούσαν αύξηση κατά 0,50%).
Οι πολιτικοί ιθύνοντες θα ήθελαν, βέβαια, και ισχυρότερη λίρα και χαμηλότερα επιτόκια (δεδομένης, μάλιστα, και της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων), όμως οι δύο αυτοί στόχοι δεν μπορούν να υπηρετηθούν ταυτόχρονα. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία είναι ότι η αποδυνάμωση της λίρας, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, η αύξηση της τιμής των εισαγωγών και η τόνωση της εγχώριας ζήτησης ωθούν τον πληθωρισμό προς το 13%, έναντι στόχου 5% που έχει θέσει η κεντρική τράπεζα. Και να σκεφτεί κανείς ότι το δολάριο (στο οποίο τιμολογούνται οι ενεργειακές και άλλες εισαγωγές της Τουρκίας) δεν έχει ακόμη καταγράψει την προδιαγεγραμμένη, λόγω νομισματικής περίσφιξης της Fed, άνοδό του έναντι του ευρώ, στο οποίο εισπράττονται οι εξαγωγές της γείτονος προς τον κύριο εμπορικό της εταίρο, την Ευρωζώνη.
Το κρίσιμο στοιχείο για την Τουρκία είναι το γεγονός ότι το (υψηλό) έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χρηματοδοτείται κατά 70% από εισροές βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων χαρτοφυλακίου, πράγμα που την καθιστά αντικείμενο carry trade από όσους παίζουν με τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Όμως αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει όσο η Τουρκία προσφέρει ένα από τα υψηλότερα επιτόκια στις αναδυόμενες οικονομίες διεθνώς.
Πηγή:capital.gr
Αντιμέτωπος με μια οικονομική κρίση εν τω γεννάσθαι, καθώς και με την εμφανή αποστασιοποίηση τμημάτων του εκλογικού σώματος (ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα) που άλλοτε αποτελούσαν το ισχυρό χαρτί του, ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν επέλεξε για άλλη μία φορά τη “φυγή προς τα εμπρός”, προκηρύσσοντας αιφνιδιαστικά προεδρικές και βουλευτικές εκλογές για τις 24 Ιουνίου.
Και το στοίχημα δείχνει να αποδίδει – καθώς η πιθανότητα εμφάνισης ενός ισχυρού αντίπαλου υποψηφίου, ο οποίος να έχει τη στήριξη όλης της αντιπολίτευσης, όσο περνούν οι μέρες, μηδενίζεται.
Ασύμβατες αφετηρίες
Ενδεχομένως πολλά μπορούν να γίνουν ακόμη μέχρι τις 9 Μαΐου, καταληκτική ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων για την προεδρία της δημοκρατίας, όμως το κύριο πρόβλημα δεν αφορά τόσο την τακτική δεξιοτεχνία των αντιπολιτευομένων (που και αυτή είναι συζητήσιμη) όσο τις ασύμβατες πολιτικές αφετηρίες τους.
Ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές τους, ο Ερντογάν, το κόμμα του και οι σύμμαχοί τους φέρονται να συγκεντρώνουν ποσοστό ανώτερο του 45%. Ευρύτερα, τα δύο τρίτα των Τούρκων ψηφοφόρων τοποθετούνται στον συντηρητικό, εθνικιστικό και ισλαμιστικό χώρο: πράγμα που εξηγεί γιατί το κεντροαριστερό κεμαλιστικό Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) της αξιωματικής αντιπολίτευσης μοιάζει εγκλεισμένο σε ένα “εκλογικό γκέτο”, με ποσοστό που από τετραετία σε τετραετία μένει απαράλλαχτο στο 25%.
Για να υπάρξει ανατροπή, χρειάζεται η ίδια πολυσυλλεκτικότητα με αυτήν που έφερε τον Ερντογάν στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής: όμως οι περισσότεροι κεμαλιστές νιώθουν αλλεργία στα ανοίγματα προς την ισλαμική ψήφο, ενώ το κουρδικό στοιχείο αποστρέφεται τους εθνικιστές (και αντιστρόφως).
Αυτό ακριβώς επιβεβαιώθηκε με το διαφαινόμενο ναυάγιο της υποψηφιότητας του συνιδρυτή του κυβερνώντος κόμματος, πλην αποστασιοποιημένου από τον Ερντογάν, πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Αμπντουλάχ Γκιουλ, που προτείνει το εξωκοινοβουλευτικό ισλαμιστικό κόμμα Σααντέτ. Οι αλλεπάλληλες συναντήσεις ηγετών της αντιπολίτευσης αυτή την εβδομάδα, καθώς και η πρωτοφανής κίνηση του CHP το Σαββατοκύριακο να “δανείσει” 15 βουλευτές του στο νεοπαγές εθνικιστικό κόμμα της πρώην υπουργού Εσωτερικών Μεράκ Άκσενερ, ώστε να αποκρουστούν διαδικαστικά προσκόμματα στην εκλογική κάθοδό του, δημιούργησαν προσδοκίες ευρύτερων συμπράξεων.
Άκαρπες οι ζυμώσεις
Όμως η Άκσενερ, ενθαρρυμένη από τις δημοσκοπικές της επιδόσεις, ξεκαθάρισε ότι δεν θα αποσύρει την προεδρική υποψηφιότητά της, ενώ και στο εσωτερικό του CHP ξέσπασαν έντονες αντιδράσεις στην προοπτική στήριξης ενός πρώην συνεργάτη του Ερντογάν. Προφανώς, χωρίς ευρύτερη στήριξη, ο παροιμιωδώς διστακτικός Γκιουλ δεν πρόκειται να ρισκάρει.
Με αυτή την έννοια, το χειρότερο που μπορεί πλέον να αναμένει ο Ερντογάν είναι ένα “ατύχημα” (ταπεινωτικό οπωσδήποτε) που θα τον υποχρεώσει να πάει σε δεύτερο γύρο. Ενώ το καλύτερο που μπορεί να φιλοδοξεί η αντιπολίτευση είναι η ανάδειξη ενός Κοινοβουλίου όπου το κόμμα του προέδρου δεν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία. Το ενδεχόμενο αυτό κρίνεται, μάλιστα, πολύ πιθανό.
Ποια δημοκρατία;
Μέχρι τότε, το στοίχημα της διάσωσης της τουρκικής δημοκρατίας θα παίζεται στο φόντο της συνεχιζόμενης κατάστασης έκτακτης ανάγκης και της αμείλικτης καταστολής που εξαπολύεται εναντίον των αντιπάλων του Ερντογάν, όπως κατέδειξε μόλις προχθές η καταδίκη 15 δημοσιογράφων της ιστορικής κεμαλιστικής εφημερίδας “Τζουμχουριέτ” σε ποινές φυλάκισης μέχρι και επτάμισι ετών.
Ένα άλλο μέτωπο αφορά την επαπειλούμενη νοθεία, ιδίως στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, και την καταδίωξη του φιλοκουρδικού Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών, προκειμένου η δυναμή του να συμπιεστεί κάτω από το δρακόντειο όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 10%. Το κόμμα υποστηρίζει ως υποψήφιο πρόεδρο τον φυλακισμένο ηγέτη του, Σελαχατίν Ντεμίρτας.
Έξω δεν πάει καλά…
Διόλου τυχαία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει προληπτικά αμφισβητήσει την εγκυρότητα της ψηφοφορίας, στηλιτεύοντας την παράταση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, ενώ τρεις γερουσιαστές των ΗΠΑ κατέθεσαν σχέδιο νόμου για να παρεμποδιστεί η πώληση μαχητικών F-35 στην Τουρκία, λόγω της συνεχιζόμενης κράτησης στη γείτονα του Αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Αντίστοιχα, αναμένεται πολλαπλασιασμός των εντάσεων με τις χώρες της Ε.Ε., καθώς η μία μετά την άλλη προχωρούν σε απαγόρευση των τουρκικών προεκλογικών συγκεντρώσεων στο έδαφός τους. Από την τουρκική προεδρία προαναγγέλλεται η πραγματοποίηση μιας προεκλογικής εμφάνισης του “Πορθητή” Ερντογάν σε ευρωπαϊκή πόλη – φημολογείται στο Σεράγεβο, με όλους τους συμβολισμούς που συμπυκνώνει η πόλη αυτή…
Η λίρα δεν δείχνει να σταθεροποιείται
Η πολιτική σαφήνεια αρέσει στις αγορές – αλλά δεν κάνει και θαύματα. Εξού και, παρά την αρχική ενίσχυσή της σε υψηλό δυόμισι εβδομάδων, μόλις ανακοινώθηκαν οι πρόωρες εκλογές, η τουρκική λίρα βρέθηκε και πάλι να έχει ανάγκη στήριξης, στο φόντο της καθοδικής πορείας που ακολουθεί όλο το τελευταίο διάστημα (7% έναντι του δολαρίου εντός του 2018 και 7,5% έναντι του ευρώ). Σε σημείο ώστε η κεντρική τράπεζα να προβεί, και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο, στην κίνηση που κατεξοχήν απεχθάνεται και παρεμποδίζει ο Ταγίπ Ερντογάν: αύξηση του επιτοκίου κατά 0,75%, στο 13,5% (ενώ οι επενδυτές εκτιμούσαν αύξηση κατά 0,50%).
Οι πολιτικοί ιθύνοντες θα ήθελαν, βέβαια, και ισχυρότερη λίρα και χαμηλότερα επιτόκια (δεδομένης, μάλιστα, και της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων), όμως οι δύο αυτοί στόχοι δεν μπορούν να υπηρετηθούν ταυτόχρονα. Αντιθέτως, αυτό που συμβαίνει στην παρούσα συγκυρία είναι ότι η αποδυνάμωση της λίρας, η άνοδος της τιμής του πετρελαίου, η αύξηση της τιμής των εισαγωγών και η τόνωση της εγχώριας ζήτησης ωθούν τον πληθωρισμό προς το 13%, έναντι στόχου 5% που έχει θέσει η κεντρική τράπεζα. Και να σκεφτεί κανείς ότι το δολάριο (στο οποίο τιμολογούνται οι ενεργειακές και άλλες εισαγωγές της Τουρκίας) δεν έχει ακόμη καταγράψει την προδιαγεγραμμένη, λόγω νομισματικής περίσφιξης της Fed, άνοδό του έναντι του ευρώ, στο οποίο εισπράττονται οι εξαγωγές της γείτονος προς τον κύριο εμπορικό της εταίρο, την Ευρωζώνη.
Το κρίσιμο στοιχείο για την Τουρκία είναι το γεγονός ότι το (υψηλό) έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χρηματοδοτείται κατά 70% από εισροές βραχυπρόθεσμων τοποθετήσεων χαρτοφυλακίου, πράγμα που την καθιστά αντικείμενο carry trade από όσους παίζουν με τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Όμως αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει όσο η Τουρκία προσφέρει ένα από τα υψηλότερα επιτόκια στις αναδυόμενες οικονομίες διεθνώς.
Πηγή:capital.gr