Η Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και η Αριστερά

1604
πρέσπες

Τα λαϊκά στρώματα βρίσκονται στην δίνη των μνημονιακών πολιτικών σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση για το 2017, που δόθηκε πρόσφατα στην δημοσιότητα. Η Έκθεση διαπιστώνει με πολύ καθαρό τρόπο το αδιέξοδο που οδηγεί την μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας η συνεχιζόμενη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, η παρατεταμένη ανεργία σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα πρωτόγνωρα για την ελληνική κοινωνία, αλλά και την εμφανέστατη αποτυχία κάλυψης των δημοσιονομικών στόχων και βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Η έκθεση υπογραμμίζει, ότι με δεδομένη την πολύ άσχημη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, η συνεχιζόμενη υπερφορολόγηση των λαϊκών στρωμάτων για την επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων, όχι μόνο καθιστά πολύ εύθραυστη και αβέβαιη την όποια τάση μεγέθυνσης της οικονομίας, αλλά επίσης, η μείωση του κόστους δανεισμού και του πιστωτικού ρίσκου, κεντρικών στόχων της μνημονιακής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια, πολύ δύσκολα θα επιτευχθούν ακόμη και εάν η χώρα έμπαινε σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η εισοδηματική αφαίμαξη των λαϊκών τάξεων και κυρίως της μισθωτής εργασίας προκειμένου να αποκτήσει ένα σταθερό και μόνιμο χαρακτήρα, δεν θα μπορούσε να αφήσει άθικτα τα θεσμικά εργαλεία άμυνας απέναντι στο κράτος και στους εργοδότες. Αυτό είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, όταν σύμφωνα με την έκθεση, «Στη διάρκεια του 2016 η κατάσταση στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων παρέμεινε αμετάβλητη, καθώς εξακολουθούσαν να ισχύουν και να εφαρμόζονται οι νομοθε­τικές ρυθμίσεις που θεσμοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια».

Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύο­ντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ. Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προ­σλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.»

Αποκαλυπτικά είναι επίσης τα στοιχεία της δομής της απασχόλησης. «Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το επίσημο μη εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας το γ΄ τρίμηνο του 2016 ανήλθε σε 22,6%. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.736,7 χιλιάδες άτομα (εκ των οποίων οι 2.473,7 χιλιάδες είναι μισθωτοί), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.092,6 χιλιάδες άτομα» Η μισθωτή εργασία δηλαδή αποτελεί την συντριπτική πλειοψηφία των απασχολουμένων με το τμήμα εκείνο που εργάζεται με σταθερές σχέσεις εργασίας να καταλαμβάνει όλο και μικρότερα ποσοστά στην μισθωτή απασχόληση.

Η φτωχοποίηση του πληθυσμού συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς. «Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015», με το μεγαλύτερο ποσοστό να εντοπίζεται στους ανέργους όπου την περίοδο 2010-2015 αυξήθηκε κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πλη­θυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας.

Βασικά συμπεράσματα από τις διαπιστώσεις της έκθεσης για την αριστερά.

Πρώτον, Το βασικό συμπέρασμα αυτών των δεδομένων είναι ότι το μνημονιακό μπλοκ δεν έχει και ούτε είναι στις επιδιώξεις του μια πολιτική για την «εθνική οικονομία γενικά». Βασική του επιδίωξη είναι η αύξηση των υπερκερδών του επιχειρηματικού τομέα. Στις σημερινές συνθήκες αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την συνολική αναδιοργάνωση των κοινωνικών παραγωγικών σχέσεων με τρόπο που να αλλάζει τον ταξικό συσχετισμό δύναμης υπέρ της ελληνικής αστικής τάξης. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της αναδιοργάνωσης είναι η γενικευμένη επέκταση της ανασφάλειας και επισφάλειας στην απασχόληση, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, 22,6% με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, παρά τις οριακές βελτιώσεις που παρατηρούνται και οι οποίες δεν φαίνεται να συνοδεύονται με ένα μοντέλο απασχόλησης σταθερότητας και ασφάλειας για την μισθωτή εργασία. Όταν μάλιστα το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει σύμφωνα με την Έκθεση το 30% και η μακροχρόνια ανεργία το 70% καταλαβαίνει κανείς πόσο αδύναμη είναι η εργατική πλευρά στο να διεκδικήσει πίσω τις απώλειες και να σταθεί στα πόδια της.

Δεύτερον, Η οικονομική πολιτική του αστισμού για την απόσπαση των υπερκερδών του επιχειρηματικού τομέα παράλληλα με τις αλλαγές στις δημόσιες υπηρεσίες ώστε αυτές, να λειτουργούν υποστηριχτικά για τις ανάγκες του κεφαλαίου τόσο στο επίπεδο της αναδιανομής όσο και στο επίπεδο της αναδιοργάνωσης των κοινωνικών εργασιακών σχέσεων, αποτελεί ένα μάθημα για την αριστερά για το πώς ο αντίπαλος συγκροτεί και υλοποιεί το πολιτικό σχέδιο αναπαραγωγής της δικιάς του εξουσίας. Η οικονομική πολιτική για την περιβόητη έξοδο από την κρίση και την επίτευξη των δικών του δημοσιονομικών στόχων, αποτελούν τμήμα μιας ενιαίας διαδικασίας συνολικής ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού του καθεστώτος, προκειμένου το κεφάλαιο να συνεχίσει να αναπαράγεται. Είναι ένα συνολικό σχέδιο μετάβασης σε νέες πιο σταθερές για το ίδιο βάσεις που δεν μπορεί να αφήσει άθικτες τις κοινωνικές σχέσεις στο χώρο της παραγωγής. Αυτήν ακριβώς τη μέθοδο της «μεταβατικής» λογικής πρέπει να θέσει η αριστερά στην διαδικασία συγκρότησης του προγράμματός της και υλοποίησης του, όταν έρθει η στιγμή να αναλάβει η ίδια το δικό της ιστορικό καθήκον.

Τρίτον, η εικόνα της σύνθεσης της απασχόλησης, αλλά και της κοινωνικής κατάστασης ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης φτωχοποίησης, μας δίνει και την κοινωνική γεωγραφία της κοινωνικής απεύθυνσης της αριστεράς, των κοινωνικών και πολιτικών της συμμαχιών. Η εικόνα αυτή μας ενθαρρύνει να ξεφύγουμε πλέον από μια αντίληψη «διαταξικότητας και εθνικών μετώπων» όταν η πραγματικότητα μας δείχνει έναν τεράστιο κοινωνικό διχασμό όπου εμείς πρέπει να διαλέξουμε στρατόπεδο, όπως αντίστοιχα έχει πράξει ο αντίπαλος.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας