Η ανεπάρκεια του συστήματος υγείας κυρίαρχη αιτία για την υψηλή θνητότητα

752
Η ανεπάρκεια του συστήματος υγείας
Αποκαλυπτικά συμπεράσματα ανάλυσης του καθηγητή του ΔΠΘ για τον αριθμό των θανάτων εντός και εκτός ΜΕΘ. Περισσότεροι και οι non-COVID θάνατοι τον τελευταίο χρόνο. Ερωτηματικά για την επάρκεια του συστήματος Υγείας.
Σειρά ερωτηματικών σχετικά με τις επιδόσεις της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της πανδημίας προκύπτουν από τα ευρήματα της ανάλυσης του καθηγητή Βασίλη Τσαουσίδη για τους θανάτους από COVID-19 εντός και εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας.
Επιχειρώντας να ερμηνεύσει τα αρνητικά ρεκόρ που εξακολουθεί να καταγράφει η χώρα σε ό,τι αφορά τις απώλειες από τον κορωνοϊό, ο διευθυντής στο Εργαστήριο Προγραμματισμού και Επεξεργασίας Πληροφοριών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης ανέλυσε συνδυαστικά τα στοιχεία του ECDC και του ΕΟΔΥ, αναφορικά με τις εισαγωγές στις ΜΕΘ, τον αριθμό των θανάτων, τα εξιτήρια και τους νοσηλευόμενους.
Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε είναι αποκαλυπτικά: η θνητότητα στις ΜΕΘ της χώρας υπολογίζεται περίπου στο 68,5%, ενώ περίπου το 62,5% των συνολικών θανάτων από COVID-19 από την έναρξη της πανδημίας ως τα τέλη Ιανουαρίου του 2022 συνέβησαν εκτός ΜΕΘ. Παράλληλα, από την ανάλυση των στατιστικών της ΕΛΣΤΑΤ, προκύπτει πως και οι θάνατοι από άλλες αιτίες στη χώρα αυξήθηκαν κατά 5% το 2021 σε σχέση με το 2020.
Μιλώντας στο iatronet.gr, ο καθηγητής αναφέρεται σε σαφείς ενδείξεις που παραπέμπουν στην ανεπάρκεια του συστήματος υγείας ως τον κυρίαρχο λόγο για την υψηλή θνητότητα, παρόλο που όπως επισημαίνει απαιτείται αναλυτική μελέτη και πρόσβαση σε πιο ακριβή στοιχεία προκειμένου να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.
Μεθοδολογία και ευρήματα
Από τα στοιχεία του ECDC προκύπτει ότι από την αρχή της πανδημίας μέχρι τέλος Ιανουαρίου είχαμε περίπου 13.400 εισαγωγές στις ΜΕΘ της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, ως την 31η Ιανουαρίου υπήρξαν 4.035 εξιτήρια από τις ΜΕΘ, ενώ την ημέρα εκείνη παρέμεναν διασωληνωμένοι 576 ασθενείς. Επομένως από τους 13.400 που εισήχθησαν (με βάση στοιχεία του ECDC) κατέληξαν 8.795, δηλαδή μια θνητότητα της τάξης του 68,5%, αν αφαιρεθούν οι 576 που παρέμεναν νοσηλευόμενοι.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει πως 14.705 ασθενείς, ή το 62,5% των θανάτων από COVID-19 από την έναρξη της πανδημίας κατέληξαν εκτός ΜΕΘ (σύνολο 23.500 θάνατοι, μείον τους 8.795 που κατέληξαν στις ΜΕΘ).
“Σίγουρα κάποιοι από αυτούς θα είχαν επιβιώσει αν είχαν πρόσβαση σε ΜΕΘ, τουλάχιστον εγκαίρως”, σημειώνει ο κ. Τσαουσίδης, για να διευκρινίσει, ωστόσο, πως “δεν υπάρχουν αναλυτικά διαθέσιμα στοιχεία για καθεμιά από τις περιπτώσεις αυτές: πόσοι πέθαναν στο σπίτι τους, σε κάποια απλή κλίνη, διασωληνωμένοι ή όχι. Έτσι, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι 14.500 άνθρωποι που κατέληξαν εκτός ΜΕΘ δεν είχαν πρόσβαση σε ΜΕΘ εξαιτίας της έλλειψής τους”.
Σε κάθε περίπτωση, τα μεγάλα ποσοστά προκαλούν εύλογο προβληματισμό. Μάλιστα ο καθηγητής σημειώνει πως το ποσοστό θανάτων και εντός και εκτός ΜΕΘ εκτινάσσονται πάνω 70% σε περιόδους έντασης των πανδημικών κυμάτων, ενώ αντίθετα σε περιόδους ύφεσης πλησιάζουν το 50%.
Μπορεί να αποδοθεί στην εμβολιαστική κάλυψη;
Ο ίδιος εξηγεί γιατί οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι η βασική αιτία είναι η ανεπάρκεια του συστήματος: Παρατηρεί ότι το τελευταίο τρίμηνο το ποσοστό θανάτων εντός ΜΕΘ αυξήθηκε, παρά τη μείωση της αναλογίας των ηλικιωμένων στο σύνολο των νοσούντων και παρά την αύξηση του εμβολιασμού στις κρίσιμες ηλικίες των 60+.
Επισημαίνει ότι τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού σε αυτές τις ηλικίες είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στην υψηλή θνητότητα κατά την αρχική φάση των εμβολιασμών, όμως αυτό έχει αλλάξει σήμερα, καθώς η Ελλάδα συγκλίνει προς τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Ενδεικτικά αναφέρει πως το ποσοστό εμβολιασμού των 60+ στην Ελλάδα αυξήθηκε στο 87%, έναντι 91% στη Γαλλία, 92% στην Αυστρία και 90,8% στην Ιταλία. Την εξεταζόμενη περίοδο, την 31η Ιανουαρίου, η Ελλάδα είχε 10.36 θανάτους ανά εκατομμύριο σε κυλιόμενο μέσο όρο, έναντι 6,21 της Ιταλίας, 4,1 της Γαλλίας και 1.63 της Αυστρίας.«Δύσκολα μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι τέτοιες διαφορές στην εμβολιαστική κάλυψη μπορούν να δικαιολογήσουν την τεράστια διαφορά στους καθημερινούς θανάτους», αναφέρει.
Στο τέλος Ιανουαρίου η Ελλάδα κατέγραψε την 95η συνεχόμενη μέρα με τους περισσότερους καθημερινούς θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού μεταξύ των παραδοσιακών δυτικών χωρών. Ο καθηγητήςείχε καταδείξει την πρωτιά της Ελλάδας σε αριθμό θανάτων αναλογικά, στον δυτικό κόσμο (εξαιρουμένων των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ) για το τελευταίο έτος. Οι συνεχιζόμενες αρνητικές επιδόσεις της Ελλάδας στον συγκεκριμένο τομέα τη φέρνουν ολοένα και ψηλότερα στην κατάταξη ακόμα και από την έναρξη της πανδημίας, δηλαδή συμπεριλαμβανομένου και του πρώτου κύματος, που άφησε σχετικά αλώβητη τη χώρα μας. Ήδη από χθες έχει προσπεράσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε θανάτους ανά εκατομμύριο από την αρχή της πανδημίας.
Αυξημένη και η γενική θνητότητα
Θα μπορούσε ενδεχομένως η υψηλή θνητότητα λόγω COVID-19 να οφείλεται σε πιο πιστή τήρηση του πρωτοκόλλου καταγραφής των θανάτων COVID-19 στη χώρα μας; διερωτάται ο καθηγητής. Η απάντηση που δίνει o ίδιος, αναλύοντας τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, είναι αρνητική.
Με βάση την ΕΛΣΤΑΤ (σημ. τα διαθέσιμα στοιχεία αναφέρονται στις 47 πρώτες εβδομάδες κάθε έτους), το 2021 καταγράφηκαν συνολικά περίπου 10% περισσότεροι θάνατοι σε σχέση με το 2020.
Αφαιρώντας από το σύνολο τους καταγεγραμμένους θανάτους λόγω COVID-1, που ήταν 12.948 στις 47 εβδομάδες του 2021 και 5.011 στο αντίστοιχο διάστημα του 2020, προκύπτει το συμπέρασμα ότι και οι non – COVID-19 θάνατοι ήταν περίπου 5% περισσότεροι το 2021 σε σχέση με το 2020.
«Κατά συνέπεια, δε φαίνεται σε πρώτη ανάλυση να υπάρχει υπερ-καταγραφή των θανάτων λόγω COVID-19», συμπεραίνει ο κ.Τσαουσίδης. Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις δείχνουν σε γενικές γραμμές την ανεπάρκεια του συστήματος υγείας ως κυρίαρχη αιτία για την υψηλή θνητότητα. Μια πιο τεκμηριωμένη και αναλυτική απάντηση σχετικά με το πόσο συντελεί η κούραση, η απουσία υποδομών, εξειδικευμένου ιατρικού προσωπικού ή νοσοκομειακού προσωπικού γενικότερα, η έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας των ασθενών ή άλλοι παράγοντες, απαιτεί εκτεταμένη δειγματοληπτική μελέτη των χιλιάδων περιστατικών που έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας