«Τα οπλισμένα, χαμηλού κόστους μη επανδρωμένα αεροσκάφη, κατασκευασμένα στην Τουρκία, αλλάζουν τη μορφή των πεδίων μάχης και της γεωπολιτικής». Από τον τίτλο κιόλας του σχετικού ρεπορτάζ, η αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal δεν αφήνει περιθώρια παρανοήσεων για την πρόθεσή της – να… υμνήσει την πολεμική βιομηχανία του Ταγίπ Ερντογάν.
Το κάνει δε, όπως είναι προφανές, επικεντρώνοντας σε ένα από τα προϊόντα της που, αναμφίβολα, γνωρίζει μεγάλη επιτυχία στους πολέμους που έχουν διεξαχθεί το τελευταίο διάστημα με την εμπλοκή της Τουρκίας, καθώς και τις διεθνείς αγορές.
Πρόκειται για «μια νέα τακτική η οποία αποδείχθηκε επιτυχημένη το περασμένο έτος σε περιφερειακές συγκρούσεις, μετατοπίζοντας την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα σε Τουρκία και Ρωσία. Τα drones που κατασκευάζονται στην Τουρκία, με προσιτή ψηφιακή τεχνολογία, διέλυσαν τανκς και άλλα τεθωρακισμένα οχήματα, όπως και συστήματα αεράμυνας, των προστατευόμενων της Ρωσίας στις μάχες που διεξήχθησαν στη Συρία, τη Λιβύη και το Αζερμπαϊτζάν», σημειώνει το άρθρο.
Φτηνά και αποτελεσματικά
«Αυτά τα drones οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι μελλοντικοί πόλεμοι θα διεξάγονται τόσο από φτηνά αλλά αποτελεσματικά μαχητικά σκάφη όσο και από πολύ ακριβά, εφοδιασμένα με την πλέον εξελιγμένη τεχνολογία», προσθέτει, παραθέτοντας μάλιστα σχόλιο του Βρετανού υπουργού Άμυνας, Μπεν Γουάλας, ότι «οι επιπτώσεις αλλάζουν τους κανόνες του παιχνιδιού».
Αν και οι συντάκτες σημειώνουν πως υπάρχουν και άλλες χώρες οι οποίες αναπτύσσουν εδώ και καιρό έντονη δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα – όπως οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ρωσία και η Κίνα, η οποία μάλιστα έχει πουλήσει τέτοιου είδους αεροσκάφη σε τουλάχιστον 10 χώρες που τα έχουν ήδη χρησιμοποιήσει – δεν κρύβουν τον θαυμασμό τους για το πιο πρόσφατο τουρκικό επίτευγμα: Το Bayraktar TB2 το οποίο, όπως ισχυρίζονται, τράβηξε τα βλέμματα για πρώτη φορά πετώντας στον ουρανό της Συρίας το 2020.
Εκεί όπου, πετώντας σιωπηρά επί ώρες και, καθώς τα ραντάρ δεν ήταν σε θέση να τα ανιχνεύουν εύκολα, αναζητούσαν κενά στα συστήματα αεράμυνας τα οποία, όταν κατάφερναν να τα σπάσουν, «έπεφταν σαν πιόνια του ντόμινο», σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της κατασκευάστριας Baykar, Χαλούκ Μπαϊρακτάρ.
Σύμφωνα δε με την WSJ, αν και το Bayraktar TB2 είναι πιο ελαφρά εξοπλισμένο σε σύγκριση με κάποια αμερικανικά (όπως το MQ-9) και ισραηλινά, «είναι χρηστικό και αξιόπιστο – ποιοτικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν στο σοβιετικό επιθετικό όπλο Καλάσνικοφ ΑΚ-47, που άλλαξε τη μορφή του πολέμου τον 20ό αιώνα». Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια ιδιαιτέρως κολακευτική σύγκριση, έστω κι αν μένει να αποδειχθεί ότι είναι ρεαλιστική.
Οι απώλειες είναι αμελητέες
Πάντως, ο επικεφαλής της κρατικής αρχής που εποπτεύει την πολεμική βιομηχανία της Τουρκίας, Ισμαήλ Ντεμίρ, ξεκεθαρίζει πως ένα παό τα μεγάλα πλεονεκτήματα είναι ότι το χαμηλό κόστος κατασκευής επιτρέπει τα μεγαλύτερα ρίσκα για τους χειριστές, ειδικά καθώς δεν υπάρχουν πιλότοι που να κινδυνεύουν. «»Εάν χάσεις ένα, δύο, τρία, δεν πειράζει, καθώς τα άλλα θα βρουν τον στόχο», λέει.
Αυτός είναι και ο λόγος που, όπως σημειώνει η εφημερίδα, ο Ερντογάν «κατάφερε να επεκτείνει την περιφερειακή του επιρροή χωρίς να διακινδυνεύσει να χάσει σημαντικό αριθμό στρατευμάτων ή ακριβό πολεμικό υλικό».
Προσθέτει δε ότι σήμερα η Άγκυρα είναι σε διαπραγματεύσεις με το Κίεβο για την πώληση drones – με την ουκρανική πλευρά να ελπίζει ότι με τη βοήθειά τους η Ρωσία δεν θα τολμήσει να προβεί σε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Θα φανεί στην πράξη, προφανώς…