Tο καλύτερο δώρο που παρέλαβε ο Πούτιν στις φετινές γιορτές ήταν πιθανότατα η αποχώρηση και των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία, που διέταξε ο Ντόναλντ Τραμπ στις 19 Δεκεμβρίου.
Γιατί, μπορεί η έξοδος των Αμερικάνων από τη Συρία να επισπεύσθηκε από την ανακοίνωση του Ερντογάν ότι θα στείλει τον τουρκικό στρατό ανατολικά του Ευφράτη επί του συριακού εδάφους για να πολεμήσει τους Κούρδους μαχητές, επί τη ουσίας όμως επισφράγισε την αμερικανική ήττα στη Συρία. Και μόνο το γεγονός ότι ο πρόεδρος Άσαντ, κόκκινο πανί για τους Αμερικανούς και το Ισραήλ μένει, ενώ οι Αμερικάνοι φεύγουν επιβεβαιώνει ότι σχεδόν τίποτε δεν πήγε καλά στη Συρία για τις ΗΠΑ. Το αντίθετο συμβαίνει με τη Ρωσία, που όχι μόνο ακύρωσε τους αμερικανικούς σχεδιασμούς αποτρέποντας την εγκατάστασή τους στα συριακά εδάφη που θα ισοδυναμούσε με πολύπλευρες απώλειες για τα ρωσικά συμφέροντα, αλλά επιπλέον εδραίωσε και μια νέα τριμερή συμμαχία με την Τουρκία και το Ιράν που ξεκίνησε από τις διαπραγματεύσεις στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, Αστάνα, αλλά έχει ευρύτερες φιλοδοξίες.
Οι επιτυχίες της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή δεν αναιρούν τις αβεβαιότητες και εντάσεις που συνοδεύουν τις σχέσεις με τη Δύση και τις δυσοίωνες προοπτικές. Με τον πιο καθαρό τρόπο περιγράφηκαν στην ιστοσελίδα Politico, αντανακλώντας φυσικά και σχέδια τμημάτων της ευρωπαϊκής ελίτ. Ανέφερε λοιπόν στις 29 Νοεμβρίου, στα απόνερα του επεισοδίου που σημειώθηκε μεταξύ ρωσικού και ουκρανικού ναυτικού στη θάλασσα της Αζοφικής: «Η σύγκρουση επισημαίνει την αποτυχία του καθεστώτος των ευρωπαϊκών κυρώσεων εναντίον της Μόσχας σαν ένα αποτελεσματικό εργαλείο για να παραμένει υπό έλεγχο ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει κατεπειγόντως να ξανασκεφτεί τον τρόπο που χειρίζεται τη Ρωσία». Κι εδώ φυσικά το διακύβευμα δεν είναι η Ουκρανία που χρησιμοποιείται ιδίως από τις ΗΠΑ ως πειραματόζωο για να τεστάρουν κάθε φορά τα αντανακλαστικά της Μόσχας, όπως ακριβώς συνέβη και στην Αζοφική όταν η Ουκρανία παραβίασε τους κανόνες για να ελέγξουν οι Δυτικοί μέχρι ποιου σημείου ο Πούτιν θεωρεί αδιαπραγμάτευτα τα σύνορα της Ρωσίας.
Έργο αξίας 9,5 δισ. ευρώ
Το μεγάλο θέμα, για την Ευρωπαϊκή Ένωση, παραμένει ο πανταχόθεν βαλλόμενος αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου Νορντ Στριμ 2 που μέσω της Βαλτικής Θάλασσας θα προσφέρει ρωσικό φθηνό φυσικό αέριο στη Γερμανία. Πρόκειται για ένα έργο αξίας 9,5 δισ. ευρώ, που θα διπλασιάσει την ποσότητα αερίου που μπορεί να προμηθεύει η Γκαζπρόμ από τη θάλασσα της Βαλτικής κι έτσι θα εξασφαλίσει συνεχή και σταθερή ροή αερίου στη Δυτική Ευρώπη, σε μια συγκυρία μάλιστα που η εγχώρια παραγωγή, σε χώρες όπως η Ολλανδία, φθίνει διαρκώς. Για τη Ρωσία από την άλλη, η σημασία του έργου υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι η Δυτική Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγικός της προσανατολισμός και η σοβαρότερη πηγή κερδών. Κάπου εδώ ωστόσο σταματούν τα αμοιβαία οικονομικά οφέλη και εισέρχονται οι πολιτικοί υπολογισμοί που στοχεύουν στην ακύρωση του γιγαντιαίου έργου. Πρωταγωνιστές μάλιστα είναι ετερόκλητες πολιτικές δυνάμεις που μάχονται εναντίον του Νορντ Στρίμ 2 και από κοινού ευθύνονται για την αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη και την καλλιέργεια ενός υστερικού αντι-ρωσικού κλίματος.
Η Ουκρανία αλλά και η Πολωνία λειτουργούν και σε αυτή την περίπτωση σαν τα πιστόλια των ΗΠΑ εναντίον της Ρωσίας αλλά και της Γερμανίας, επικαλούμενες την ευάλωτη θέση στην οποία θα περιέλθουν το 2020, όταν θα ξεκινήσει να λειτουργεί ο αγωγός μεταφέροντας 55 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Τότε όμως η μεταφορά του αερίου θα προσπεράσει τις δύο αυτές χώρες, στερώντας τους πολύτιμα έσοδα. Το Κίεβο μάλιστα τονίζει ότι τα έσοδα που συγκεντρώνει από την διέλευση ισούνται με το σύνολο του πολεμικού του προϋπολογισμού. Ένα επιχείρημα που δε νομίζουμε να ωθεί τη Μόσχα να ξανασκεφεί την απόφασή της. Επιπλέον, διατείνεται ότι αν η Μόσχα πάψει να στέλνει το αέριο στη Δύση μέσω της Ουκρανίας, τότε πολύ πιο εύκολα θα κλείνει τη στρόφιγγα προς την Ουκρανία αφήνοντας την στο έλεος των πολικών θερμοκρασιών. Τώρα, το ερώτημα γιατί θα πρέπει η Ρωσία να έχει έγνοια την τροφοδοσία με φθηνό αέριο της Ουκρανίας, που έχει μετατραπεί σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης εναντίον της, δυσκολευόμαστε να το απαντήσουμε. Αν το ίδιο το Κίεβο αδιαφορεί για τη διαφύλαξη των σχέσεων καλής γειτονίας με τη Μόσχα, γιατί να το κάνει η τελευταία;
Προσχηματικές είναι ωστόσο οι αιτιάσεις που διατυπώνονται και από την ευρωπαϊκή πλευρά. Πρόσφατη απόφαση για παράδειγμα του Ευρωκοινοβουλίου χαρακτήρισε το Νορντ Στριμ 2ως «πολιτικό σχέδιο που συνιστά απειλή για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια». Το υπονοούμενο στην απόφαση του ευρωκοινοβουλίου, που ψηφίσθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου ρίχνοντας κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες τη μετοχή της Γκαζπρόμ, αφορά τους κινδύνους για την ενεργειακή αυτονομία της Δυτικής Ευρώπης στην περίπτωση που επέλθει η ενεργειακή ένωση με τη Ρωσία. Ωστόσο, ανάλογη ευαισθησία το ευρωκοινοβούλιο δεν έχει δείξει για τους κινδύνους από την εξάρτηση της Ευρώπης από χώρες και κοιτάσματα τα οποία τελούν υπό αυστηρό αμερικανικό έλεγχο. Κι αν μέχρι πριν δύο χρόνια η συνεργασία ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού ήταν δεδομένη, επί Τραμπ και στο μέσο ενός εμπορικού πολέμου που έληξε με ήττα της Ευρώπης γιατί να θεωρείται η συνεργασία δεδομένη και αμοιβαία επωφελής; Απειλή επομένως για την ευρωπαϊκή ενεργειακή ασφάλεια μάλλον η στάση του Ευρωκοινοβουλίου συνιστά…
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί η αμφιθυμία των ευρωπαϊκών οργάνων απέναντι στο ρωσο-γερμανικό σχέδιο. Για παράδειγμα, και μεταξύ πολλών άλλων, στον αντίποδα του ψηφίσματος του ευρωκοινοβουλίου, η νομική υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη, κατέληξε ότι οι προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ακυρώσει την κατασκευή του αγωγού αντίβαιναν στο διεθνές δίκαιο.
Πρέπει να αναφερθεί ότι οι στενότερες οικονομικές σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας ευνοούν από τη μια κι ενθαρρύνονται από την άλλη από ένα πολύ καλό κλίμα που υπάρχει στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών. Με βάση ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ τον Μάιο του 2018 πρόσφατη δημοσκόπηση έδειξε ότι το 94% των Γερμανών πιστεύουν πώς είναι σημαντικές οι καλές σχέσεις μεταξύ των δύο λαών, ενώ το 68% των ερωτηθέντων απέρριψαν μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στη Ρωσία. Τη δική του σημασία έχει το γεγονός ότι μεταξύ των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος SPD το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 81%. Είναι κι αυτό ένα κατάλοιπο της περίφημης «Οστ πολιτίκ» που εγκαινίασε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Βίλυ Μπραντ τη δεκαετία του ’60, προκρίνοντας αντί της αντιπαλότητας τη σύσφιξη των σχέσεων και την ενσωμάτωση της ανατολικής Γερμανίας και ολόκληρης της τότε Ευρώπης στη δυτική. Ως αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα, το SPD μαζί με τους πληθυσμούς των ανατολικών κρατιδίων απορρίπτει τα αντι-ρωσικά κελεύσματα, …απ’ όπου κι αν προέρχονται.
Πιέσεις στο Βερολίνο
Οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, που στον αγωγό Νορτντ Στριμ 2 βλέπουν να ενώνεται ο παραδοσιακός αντι-ρωσισμός και ο εξ ίσου παραδοσιακός αντι-γερμανισμός τους, αναδεικνύουν επίσης τους κινδύνους που δημιουργεί για την ασφάλεια της ανατολικής Ευρώπης η οπτική ίνα που θα ποντιστεί μαζί με τον αγωγό στη Βαλτική Θάλασσα. Η δυνατότητα ελέγχου και καταγραφής πλοών κι επικοινωνιών τις καθιστά ομήρους της Ρωσίας, υποστηρίζουν. Την ίδια ορολογία χρησιμοποίησε και ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατά την επίσκεψή του στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο, όταν χαρακτήρισε τη Γερμανία «φυλακισμένο της Ρωσίας», εξ αιτίας της εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο, όταν θα αρχίσει η λειτουργία του αγωγού. Πολύ φυσιολογικά έτσι όλες οι πιέσεις επικεντρώνονται στο Βερολίνο, μιας και «η μοναδική χώρα που μπορεί να σταματήσει αυτό το έργο είναι η ίδια η Γερμανία», όπως είχε δηλώσει ο πρώην επικεφαλής του ΝΑΤΟ, Άντερς Φογκ Ρασμούσεν, δείχνοντας ότι το βορειοατλαντικό σύμφωνο είναι πολλά περισσότερα από μια αμυντική συμφωνία.
Το ενδιαφέρον ωστόσο των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο την απομόνωση και περικύκλωση της Ρωσίας. Έχει και οικονομικό υπόβαθρο. Το περιέγραψε καθαρά ο πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα τον Οκτώβριο με αφορμή επίσκεψή του στο Βερολίνο, όπου εξέφρασε δημόσια τη δυσφορία του απέναντι στο ρωσο-γερμανικό αγωγό. Κατέθεσε όμως και μια πρόταση που προέρχεται από τις ΗΠΑ κι αφορά την προμήθεια της ευρωπαϊκής αγοράς με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Η Πολωνία ήδη κατασκευάζει τερματικό σταθμό υποδοχής LNG στη Βαλτική θάλασσα που θα παραλαμβάνει υγροποιημένο αέριο από το Κατάρ, τη Νορβηγία και τις ΗΠΑ (δεν κινδυνεύει επομένως να καταστεί φυσικού αερίου υποτελής στη Μόσχα) ενώ και το Βερολίνο σκέφτεται να αναγγείλει την κατασκευή σχετικών υποδομών για να εισάγει αμερικανικό αέριο κι έτσι να ικανοποιήσει μέρος τουλάχιστον των αμερικανικών αιτημάτων. Δηλαδή, να κάνει μια μικρή παραχώρηση στην Ουάσιγκτον έτσι ώστε να αποφύγει τα χειρότερα καθώς οι ασκούμενες πιέσεις δεν μένουν στο επίπεδο των λόγων. Θέμα χρόνου θεωρείται η επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ στις πολυεθνικές εταιρείες που συμμετέχουν στην κοινοπραξία κατασκευής του αγωγού. Αυτές οι κυρώσεις θα προστεθούν στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Ρωσία με αφορμή την κατάληψη της χερσονήσου της Κριμαίας το 2014 κι αναμένεται να γίνουν πιο αυστηρές. Οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς έγραφαν για παράδειγμα στις 14 Δεκεμβρίου ότι «η Ρωσία ήδη ετοιμάζεται για πιθανές κυρώσεις από τι ΗΠΑ στις αρχές του επόμενου χρόνου με στόχο το τραπεζικό της σύστημα ή το δημόσιο χρέος της».
Στόχος των Αμερικανών η προώθηση του υγροποιημένου αερίου στην ΕΕ
Η αλήθεια ωστόσο είναι πώς όλο και λιγότερο γίνεται πλέον πιστευτό ότι στόχος των κυρώσεων είναι η εξασφάλιση της διεθνούς σταθερότητας και ειρήνης. «Πολλοί από τους κύκλους της γερμανικής βιομηχανίας έχουν τώρα την εντύπωση ότι οι αμερικανικές κυρώσεις δεν αιτιολογούνται πια ως άσκηση πολιτικής πίεσης αλλά για να προωθήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα», έγραφε το περιοδικό Σπίγκελ. Για παράδειγμα, οι πρόσφατες αμερικανικές κυρώσεις φαίνεται ότι αποσκοπούσαν να προωθήσουν το αμερικανικό υγροποιημένο φυσικό αέριο στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Επιτροπή για τις Ανατολικοευρωπαϊκές Οικονομικές Σχέσεις εκτιμά ότι η βραχυπρόθεσμη ζημιά στη γερμανική οικονομία λόγω διαφυγόντων εργασιών ως αποτέλεσμα των αμερικανικών κυρώσεων θα μπορούσαν να ανέλθουν σε εκατοντάδες εκατομμύρια. Γύρω στις 60 εταιρείες πιστεύεται ότι έχουν πληγεί, ειδικότερα εταιρείες που εμπλέκονται στην εξόρυξη και μεταφορά πετρελαίου και αερίου από τη Ρωσία, όπως επίσης μηχανολογικού εξοπλισμού και βιομηχανίες».
Εν κατακλείδι, όχι μόνο έχουν πέσει τα προσχήματα, με αποτέλεσμα πίσω από τις πολιτικές υποτίθεται κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας κι όσων συνεργάζονται μαζί της να προβάλλει ο εν εξελίξει και διαρκώς οξυνόμενος εμπορικός πόλεμος, αλλά επιπλέον αυτές οι κυρώσεις δε φαίνεται να πτοούν τη Ρωσία, που μαθαίνει να επιβιώνει στο περιβάλλον τους και καταφέρνει να αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτικά.
Πηγή: Νέα Σελίδα