Τρικυμία στον Περσικό Κόλπο προκαλεί η πολιτική του Τραμπ

αμερική

Μιλώντας σε συγκέντρωση των Ρεπουμπλικανών στις 6 Δεκεμβρίου του 2016, ένα μήνα μετά την εκλογή του, ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε να θέσει τέλος στις «ανατροπές ξένων καθεστώτων για τα οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα» και να βγάλει τις ΗΠΑ «από τον καταστροφικό κύκλο των επεμβάσεων και του χάους». Εκείνη την εποχή, το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» μεταφραζόταν ως απόσυρση της υπερδύναμης από αιματηρές και πολυδάπανες περιφερειακές κρίσεις, πρωτίστως στη Μέση Ανατολή.

Στην περίπτωση του Ιράν, όμως, ο 45ος πρόεδρος κάνει αυτό ακριβώς που καυτηρίαζε πριν από δυόμισι χρόνια και μάλιστα με υπερβάλλοντα ζήλο σε σύγκριση με όλους τους προκατόχους του. Η ανατροπή του ιρανικού καθεστώτος ήταν ο προφανής, αν και ανομολόγητος στόχος του όταν αποφάσιζε, στις 8 Μαΐου του 2018, να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και να στραγγαλίσει την ιρανική οικονομία με χωρίς προηγούμενο κυρώσεις.

Εδώ και μία εβδομάδα, όλος ο κόσμος αναρωτιέται αν ο απρόβλεπτος Τραμπ είναι έτοιμος να περάσει από τον οικονομικό πόλεμο στον πραγματικό, βάζοντας φωτιά στην πιο επικίνδυνη περιοχή του πλανήτη, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Το κακό άρχισε όταν η Ουάσιγκτον έστειλε στον Περσικό Κόλπο ένα αεροπλανοφόρο με την αρμάδα του, βομβαρδιστικά Β-52, πλοία αμφίβιων αποστολών και πυραύλους Patriot, επικαλούμενη πιθανή ιρανική επίθεση εναντίον αμερικανικών στόχων στην περιοχή, χωρίς το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο. Παράλληλα, οι New York Times κυκλοφορούσαν σενάριο περί αποστολής 120.000 Αμερικανών στρατιωτών στον Κόλπο, κατά το πρότυπο του ολέθριου πολέμου που ξεκίνησε το 2003 ο υιός Μπους κατά του Ιράκ.

Είναι αλήθεια ότι το Ιράν του 2019, μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη με έντονη επιρροή από τη Συρία και τον Λίβανο μέχρι το Ιράκ και την Υεμένη, δεν μοιάζει σε τίποτα με το τριχοτομημένο και εξουθενωμένο Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, έτσι που οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση της Ουάσιγκτον εναντίον της Τεχεράνης να μοιάζει με απίστευτο τυχοδιωκτισμό. Αλλά και η Δύση του 2019 δεν είναι η Δύση του 2003. Τότε η κυβέρνηση Μπους κατάφερε να διχάσει την Ευρώπη, παίρνοντας μαζί της Βρετανία, Ισπανία, Πορτογαλία και τις νέες, ανατολικές χώρες της Ενωσης, παρά την αντίσταση της Γαλλίας, της Γερμανίας και των συμμάχων τους.

Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ βρίσκει απέναντί της, σε ενιαίο μπλοκ, όλες τις χώρες της Ε.Ε. όπως έδειξε η ψυχρολουσία που υπέστη ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στις Βρυξέλλες, την περασμένη Δευτέρα. Μάλιστα το πιο ηχηρό χαστούκι ήρθε από τη Βρετανία, καθώς ο Βρετανός υποστράτηγος που εκπροσωπεί τη χώρα του στις συμμαχικές δυνάμεις σε Συρία και Ιράκ διέψευσε ξεκάθαρα τους αμερικανικούς ισχυρισμούς περί επικείμενου ιρανικού πλήγματος. Αλλά και η Ισπανία φρόντισε να αποσύρει τη φρεγάτα της από την αρμάδα του αμερικανικού αεροπλανοφόρου, καθιστώντας σαφές ότι δεν εννοεί να μπλέξει σε οποιονδήποτε τυχοδιωκτισμό. Ρωσία και Κίνα καταδικάζουν τα πολεμικά παιχνίδια της κυβέρνησης Τραμπ, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να είναι τραγικά απομονωμένες στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, έχοντας απέναντί τους τέσσερα από τα πέντε μόνιμα μέλη του.

Η εκτίμηση του Χαμενεΐ

Τούτων δοθέντων, δεν αποκλείεται να έχει δίκιο ο ανώτατος ηγέτης του Ιράν, Αγιατολάχ Χαμενεΐ, ο οποίος εκτίμησε ότι δεν θα υπάρξει στρατιωτική σύγκρουση και ότι πρόκειται για ψυχολογικό πόλεμο των Αμερικανών με στόχο τον πολιτικό εκβιασμό της χώρας του. Ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ διέψευσε το δημοσίευμα των New York Times και τόνισε ότι δεν επιθυμεί πόλεμο, αν και στον επόμενο τόνο δήλωσε ότι αν τελικά κάνει πόλεμο, θα στείλει πολύ περισσότερους από 120.000 στρατιώτες.

Η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Τραμπ, τόσο στο Ιράν όσο και στο σύνολο των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, όπως και το κενό που άφησε στο Πεντάγωνο η εκδίωξη του Τζιμ Μάτις (ο προσωρινός αντικαταστάτης του, Πάτρικ Σάναχαν, ένας πρώην επιχειρηματίας, ακόμη μαθαίνει) αφήνουν ένα επικίνδυνο κενό, το οποίο καλύπτουν δύο «γεράκια»: ο Πομπέο και ο ακόμη περισσότερο επικίνδυνος σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον. Από τους αρχιτέκτονες του πολέμου στο Ιράκ το 2003, ο Μπόλτον έγραψε, τον Μάρτιο του 2015, πολύκροτο άρθρο στους New York Times με τίτλο: «Για να μην αποκτήσει πυρηνική βόμβα το Ιράν πρέπει να το βομβαρδίσουμε».

Σε αυτό το φόντο, ο κίνδυνος πολεμικής σύγκρουσης, έστω και από ατύχημα, καθίσταται πραγματικός, καθώς σε ένα τόσο ηλεκτρισμένο τοπίο αρκεί ένας μικρός σπινθήρας για να φέρει την ανάφλεξη. Η διεθνής ανησυχία κορυφώθηκε δύο φορές την προηγούμενη εβδομάδα. Την πρώτη φορά με την καταγγελία των Εμιράτων περί κάποιου ανεξιχνίαστου σαμποτάζ σε τέσσερα τάνκερ (δύο σαουδαραβικών, ενός νορβηγικού και ενός των Εμιράτων) στον Κόλπο του Ομάν, χωρίς να υπάρξουν θύματα. Ανώνυμος αξιωματούχος των ΗΠΑ έστρεψε τις υποψίες στο Ιράν, κάτι που δεν έκαναν, τουλάχιστον ευθέως, ούτε οι Σαουδάραβες ούτε τα Εμιράτα, παρά τη μετωπική αντιπαλότητά τους με την Ισλαμική Δημοκρατία, ενώ δορυφορικές φωτογραφίες του Associated Press αμφισβητούσαν ότι έγινε οποιοδήποτε σαμποτάζ. Το δεύτερο επεισόδιο ήρθε με τον (πραγματικό, αυτή τη φορά) βομβαρδισμό πετρελαιαγωγού κοντά στο Ριάντ από drones των φιλοϊρανών ανταρτών Χούτι, στην Υεμένη, και πάλι χωρίς θύματα. Για την ώρα, η κατάσταση δεν έχει ξεφύγει εκτός ελέγχου, αλλά και δεν απέχει πολύ από την κόκκινη γραμμή.

Στη μέγγενη των κυρώσεων

Ο βασικός παράγοντας αποσταθεροποίησης εντοπίζεται στην απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία του 2015 και να εξοντώσει το Ιράν με ακόμη σκληρότερες κυρώσεις, στον πετρελαϊκό και τον τραπεζικό τομέα. Οι επιπτώσεις του οικονομικού πολέμου είναι οδυνηρές. Ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 31%, το ριάλ έχασε το 68% της αξίας του έναντι του δολαρίου, ενώ το ΑΕΠ έπεσε κατά 3,9% πέρυσι και προβλέπεται να πέσει κατά 6% φέτος. Οι Ευρωπαίοι προσπάθησαν να σώσουν τη συμφωνία, αλλά όταν εκβιάστηκαν από την Ουάσιγκτον να διαλέξουν ανάμεσα στην αμερικανική ή στην ιρανική αγορά, αποδείχθηκαν ανίσχυροι. Μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η Peugeot και η Renault, ανέστειλαν τις δραστηριότητές τους στο Ιράν. Επόμενο ήταν να αγανακτήσει η ιρανική ηγεσία και να προειδοποιήσει τους Ευρωπαίους ότι, αν δεν εξασφαλίσει οικονομικά οφέλη για τη συμμόρφωσή της στη συμφωνία του 2015, τότε δεν πρέπει να θεωρούν αυτή τη συμμόρφωση δεδομένη.

*Πηγή: Καθημερινή

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Παρακαλώ προσθέστε το σχόλιό σας
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας